“Σκεφτείτε, κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ’ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση… Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ’ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση “εκατό χιλιάδες νεκροί” ή “ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας”… Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος μόνον σε σχέση ελευθερίας και ευτυχίας με τους συνανθρώπους του, σε συναισθηματική αρμονία με τον εαυτό του, αλλιώς γίνεται σκατό ανθρώπινο, το πιο άχρηστο και επικίνδυνο πράγμα δηλαδή, διότι και το σκατό των ζώων ακόμα είναι ευλογία θεού για τα λουλούδια και τα φυτά. Μόνο ο άνθρωπος, που τρώει και καταστρέφει τα πάντα, παράγει άχρηστα και επικίνδυνα πράγματα, και για τη φύση και για τη ζωή.”(Απόσπασμα από το βιβλίο “Χαμογέλα ρε… τι σου ζητάνε;”)
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να συστήσει κανείς τον Χρόνη Μίσσιο από το να τον αφήσει να μιλήσει ο ίδιος… Ένα όνομα και μια ιστορία να το ακολουθεί και να αφηγείται πολλά για την ζωή του και τη ζωή της Ελλάδας στα σπαραχτικά χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, παραθέτει τα γεγονότα από την πλευρά τη δική του, την πλευρά του ανθρώπου που έζησε την ελπίδα της ιδέας, το βάρος του αγώνα και τελικά την ήττα, την αδικία και το μίσος. Ο Μίσσιος στα βιβλία του ξαναγράφει την ιστορία με μαρτυρίες που την ολοκληρώνουν και χαρίζουν μιαν άλλη αλήθεια στην απρόσωπη όψη της. Η αξία του συγγραφέα φαίνεται στην άλλη και κυριότερη ιδιότητά του, αυτή του επαναστάτη, ο οποίος κάνει ανοιχτή κατάθεση των βιωμάτων από την φυλακή, την παρανομία με αναδρομικές αναφορές στον καιρό της ελευθερίας. Θυμάται και σημειώνει σχεδόν με ημερολογιακή διάθεση στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή του και κρύβουν ένα διάφανο νόημα σχετικά με την κίνηση των καιρών, την άγνοια των ανθρώπων, την παντοδυναμία του συμφέροντος και της επιταγής.
Αναλυτικότερα λίγα λόγια:Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… ” (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988). “Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του. Έφυγε από τη ζωή στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ “πάλεψε” με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.