Ο Δρόμος του Κόρμακ Μακάρθι: από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου
Ένας άντρας και ο μικρός γιος του διασχίζουν μια ερειπωμένη χώρα σέρνοντας ένα καρότσι με πράγματα που αποτελούν τη μόνη τους περιουσία. Σκοπός τους να φτάσουν στη θάλασσα. Στο δρόμο τους θα συναντήσουν άλλους κουρελήδες σαν αυτούς, που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να βρουν μια σκουριασμένη κονσέρβα και λίγο νερό για να επιζήσουν. Στο τραγικό φινάλε του ταξιδιού τους μια νέα μέρα, μια νέα χώρα, μια νέα ζωή θα φανεί στον ορίζοντα. Το νέο μυθιστόρημα ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, που βραβεύτηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ 2007.
Όταν διάβασα τον Δρόμο, ένιωσα παγωμένη, μόνη, φοβισμένη από το σκοτάδι γύρω μου, από την ερημιά. Ο Κόρμακ Μακάρθι έχει δημιουργήσει με προσοχή έναν κόσμο που σε ρουφάει μέσα του από την πρώτη σελίδα και σε φτύνει στην τελευταία. Δεν μπορείς να ξεφύγεις, όπως δεν μπορούν και οι πρωταγωνιστές. Δεν μπορείς να σταματήσεις, ή να κάνεις διάλειμμα˙ δεν υπάρχουν κεφάλαια. Νιώθεις εντελώς βυθισμένος σε ένα αδίστακτο σύμπαν. Δεν μπορείς να προσανατολιστείς, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω σε ένα συγκεκριμένο σημείο του βιβλίου. Με άλλα λόγια, είσαι σαν τους χαρακτήρες. Μπορείς μόνο να προχωρήσεις μπροστά, αβέβαιος για το τι θα βρεις εκεί τελικά.
Δε διαβάζεις απλώς για ένα μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν. Ζεις μέσα σε αυτό!
Ο χρόνος είναι διαταραγμένος, δεν μπορείς να μετρήσεις τη μέρα, δεν υπάρχει κανονικότητα. Τα ονόματα έχουν χαθεί, τα πάντα είναι γυμνά. Για εμένα, η έλλειψη ονομάτων με έκανε να συνδεθώ περισσότερο με τους ήρωες. Θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να βρισκόταν στη θέση τους. Η ανωνυμία δημιουργεί επίσης και μια αίσθηση οικειότητας. Αν ξέρεις μονάδα δύο ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, τον εαυτό σου και τον πατέρα σου, γιατί χρειάζεσαι όνομα; Δεν υπάρχει κοινωνία. Όλα λειτουργούν διαφορετικά στο άδειο και νεκρό τοπίο του Δρόμου. Γκρι, έρημο, άχρωμο και καταθλιπτικό. Ένα είδος πεθαίνει, σε έναν πλανήτη που είναι ήδη νεκρός.
Η ιστορία ξεκινάει στη μέση. Τι έγινε πριν, τι θα γίνει μετά, μήτε ξέρουμε μήτε μας νοιάζει να μάθουμε. Δεν έχει να κάνει με τη δράση, αυτό το βιβλίο έχει να κάνει με τη γλώσσα, τόσο όμορφη που σου κόβει την ανάσα.
Οι διάλογοι είναι μινιμαλιστικοί, αλλά οι περιγραφές είναι ποιητικές. Κατά τη διάρκεια του βιβλίου, έχουμε πρόσβαση στις σκέψεις του πρωταγωνιστή, οι οποίες ανταγωνίζονται η μια την άλλη, επαναλαμβάνονται. Έχουν ρυθμό, μέτρο και δύναμη. Η γλώσσα του μυθιστορήματος μας βοηθάει να βρούμε ομορφιά στην ασχήμια, ελπίδα στην απόγνωση. Το τέλος αποτελεί μια στιγμή πρωτόγνωρης αισιοδοξίας (για τα δεδομένα του βιβλίου) τουλάχιστον για εμένα.
«Ο Δρόμος» είναι από τα πιο ωραία μετα-αποκαλυπτικά δυστοπικά βιβλία. Αξίζει σίγουρα να το διαβάσετε και να χαθείτε σε μια κρύα, νεκρή Γη. Περπατήστε στον δρόμο, ψάξτε για αποφάγια και απομεινάρια του παλιού πολιτισμού και προσέξτε: μη βιαστείτε να εμπιστευτείτε άλλους ανθρώπους αν τυχόν τους συναντήσετε!
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για δυστοπικά μυθιστορήματα εδώ και να ενημερωθείτε για τη μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη εδώ.