Τα λογοτεχνικά βιβλία, αυτό το μαγικό μέσο απόδρασης και δράσης της ψυχής μας, στο σύγχρονο τεχνοκρατικό τοπίο, που ονομάζεται “κοινωνία της προόδου”, φαίνεται να περισσεύουν, πράγμα που αποδεικνύεται από τον μειωμένο αριθμό πωλήσεων τους, ειδικότερα στις νεανικές ηλικίες, οι οποίες ακόμα κι όταν βρίσκονται στην θέση του αναγνώστη, τότε αυτή χρησιμοποιείται περισσότερο ως τρόπος προβολής με φανταχτερές φωτογραφίες γνωμικών ή λογοτεχνικών αποσπασμάτων στα social media στο πλαίσιο μιας ευρύτερης “δηθενιάς”, παρά ως μέσο ψυχικής τέρψης και πνευματικής ανάτασης, επιβεβαιώνοντας πλήρως τον Βρετανό φιλόσοφο Μπέρτραντ Ρασέλ, που εύστοχα διαπίστωσε ότι «Υπάρχουν δύο κίνητρα για να διαβάσεις ένα βιβλίο: το ένα είναι για να το απολαύσεις, το άλλο για να παινευτείς γι’αυτό.»
Εύλογα, ωστόσο, γεννάται το ερώτημα: ποιες είναι οι απολαβές και τι ακριβώς υπάρχει που δύναται να απολαύσει κανείς κατά την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί, αρχικά, χρησιμοθηρικά, δεδομένου του γεγονότος ότι με την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου, ο αναγνώστης εμπλουτίζει τις γλωσσικές κι εκφραστικές δυνατότητές του, ερχόμενος σε επαφή με τα εκφραστικά μέσα πολλών συγγραφέων, γνωρίζοντας μ’αυτόν τον τρόπο πολλαπλές πιθανές εκδοχές γλωσσικής διατύπωσης, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται πνευματικά, αποκτώντας όχι μόνο έτοιμες ιδέες που οι λογοτεχνικοί ήρωες άμεσα ή έμμεσα πρεσβεύουν, αλλά καλλιεργώντας και την δυνατότητα να αποκρυσταλλώνει τις δικές του απόψεις, αντλώντας στοιχεία από τις ήδη υπάρχουσες που του παρουσιάζονται.
Παραμερίζοντας, βέβαια, το χρησιμοθηρικό κέρδος της λογοτεχνικής ανάγνωσης απομονώνουμε εκείνη την ομάδα του φιλαναγνωστικού κοινού, που κάθε άλλο παρά αδιαφορεί για οποιοδήποτε πρακτικό όφελος προκύπτει από τα λογοτεχνικά βιβλία. Πρόκειται, δηλαδή, για εκείνους τους αναγνώστες- λεγόμενους συχνά ως βιβλιοφάγους- που αντιλαμβάνονται την λογοτεχνία ως μέσο απόδρασης από την πραγματικότητα. Γι’ αυτούς, ο παράδεισος έχει την μορφή ενός είδους βιβλιοπωλείου, το καλύτερο άρωμα είναι η μυρωδιά των σελίδων ενός καινούργιου βιβλίου και το ευτυχέστερο ταξίδι αποτελεί η περιπλάνηση σε κεφάλαια, η οποία οδηγεί σε νέους ή διαφορετικούς κόσμους με πρωτόγνωρες εμπειρίες μέσα από τα βιώματα των λογοτεχνικών ηρώων· μια από τις πολυτιμότερες διεξόδους από την κούραση και την ένταση της καθημερινότητας.
Η διαδικασία της ανάγνωσης λογοτεχνικών βιβλίων, επομένως, προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία έμμεσων βιωμάτων μέσω των λογοτεχνικών ηρώων, με την οποία γνωρίζει μεν πρωτόγνωρες καταστάσεις κι αποκτά την εμπειρία που αυτές παρέχουν αλλά και την ικανότητα να κατανοεί τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις ανθρώπων με διαφορετική από τον ίδιο προσωπικότητα, κατακτώντας δηλαδή το γνώρισμα της ενσυναίσθησης, αποφεύγει δε την ένταση της άμεσης εμπλοκής και τα διλήμματα και τις δυσκολίες που αυτή θα επέφερε. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί τον παραλληλισμό ενός λογοτεχνικού έργου με μια κλειδαρότρυπα, που ο συγγραφέας μοιράζεται μαζί σου, επιτρέποντάς σου να δεις αυτά που ίσως αγνοούσες και γιατί όχι να λάβεις ενεργό δράση για να τα αντιμετωπίσεις.
Τι είναι, λοιπόν, η λογοτεχνία; Ένα μέσο απόδρασης από την πραγματικότητα που αρνούμαστε πεισματικά ή μια κατά μέτωπο επίθεσή της; Ίσως τελικά, όλα είναι θέμα του αναγνώστη και δεν έχουν άδικο όσοι λένε πως «Ένα βιβλίο είναι σαν ένας καθρέφτης. Αν το κοιτάξει ένας πίθηκος, μην περιμένεις να δράσει σαν απόστολος.»