Ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης, γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Αργύρης Εφταλιώτης , γεννήθηκε στον Μόλυβο της Μυτιλήνης (1849 -1923). Ξενιτεύτηκε νωρίς, στο Μάντσεστερ, Λίβερπουλ, Βομβάη και τελικά στην Γαλλία που πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων.
Τα παιδικά του χρόνια και η ξενιτιά
Η μόνιμη ξενιτιά αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και κεντρικό θέμα για τα έργα του Εφταλιώτη. Φοίτησε στο σχολείο του πατέρα του, και μετά τον θάνατό του έγινε ο ίδιος δάσκαλος σε ηλικία μόλις 17 ετών. Το ταξίδι της ξενιτιάς του ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, και έπειτα με προτροπή του θείου του έφυγε για το Μάντσεστερ όπου γνώρισε και τον Αλέξανδρο Πάλλη, του οποίου οι θέσεις πάνω στο γλωσσικό ζήτημα κλόνισαν και επηρέασαν αποφασιστικά τις αρχικές δικές του ιδέες, την πνευματική του εξέλιξη και τις πνευματικές του πεποιθήσεις από τον ακμαίο τότε λογιοτατισμό τον οποίο και πρέσβευε ο Πάλλης. Στη Βομβάη έμαθε για το γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού του Γιάννη Ψυχάρη και τάχθηκε υπέρ του. Η πίστη του Εφταλιώτη στον δημοτικισμό ενέπνευσε όλα σχεδόν τα κείμενά του.
Το λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Εφταλιώτη
Ο Αργύρης Εφταλιώτης ήταν λογοτέχνης, τόσο ποιητής όσο και πεζογράφος. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε και με την συγγραφή θεατρικού έργου, το οποίο όμως δεν γνώρισε την ανάλογη επιτυχία.
Διακεκριμένη και η πρώτη του συλλογή ποιημάτων ήταν τα «Τραγούδια ξενιτευμένου», η οποία απέσπασε τον έπαινο στον Α΄ Φιλαδέλφειο διαγωνισμό το 1889. Ήταν μια συλλογή επηρεασμένη από το λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής, τον παρνασσισμό που ξεχώριζε για την αίσθηση ρυθμού που αναδύονταν από τα ποιήματα.
Μετέπειτα γράφει μια σειρά από σονέτα αφιερωμένα στην γυναίκα του και επηρεασμένος από τον Σαίξπηρ, αντλώντας από αυτόν στοιχεία όπως ο λυρισμός και η καλλιεργημένη ποιητική γλώσσα. Τα «Αγάπης λόγια», δεν εκφράζουν πάθος αλλά μια όμορφη συζυγική αγάπη με απλό δημοτικό λόφο που εξυψώνει τις λεπτές αποχρώσεις του αισθήματός του. Μετά τα σονέτα, αφιερώνεται περισσότερο στην πεζογραφία. Ήδη το 1889, ο Αργύρης Εφταλιώτης, δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα και τα εκδίδει σε τόμο το 1894. Τα διηγήματα αυτά είναι μικρές ιστορίες, ηθογραφικά διηγήματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον για το μόνιμο καημό της ξενιτιάς που περιγράφουν. Μιλούν για την νοσταλγία του ξενιτεμένου ανθρώπου και την ήρεμη ζωή του νησιού. Γράφει σε γλώσσα απλή δημοτική και καταφέρνει να αποδώσει γνήσιους ανθρώπους με περιγραφές δοσμένες με συμπάθεια.
Το πιο γνωστό του αφήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη είναι «Η Μαζώχτρα» (1900). Ένα σύνθετο αφήγημα, πέρα από τις προσωπικές του αναμνήσεις με άρτια γλώσσα και έκφραση. Περιγράφει την ζωή Ελλήνων και Τούρκων σε ένα κρητικό χωριό, χαρακτήρες που με τις αντιθέσεις τους πλέκουν το δράμα. Η πρωταγωνίστρια είναι η Ασήμω, μια ταπεινή Μαζώχτρα στα λιοστάσια.
Απόσπασμα από το διήγημα «Η Μαζώχτρα»
Παράξενη την είπα και μαγικιά τότες που έπαιρνε τον κατήφορο βεργολύγερη και γοργοπόδαρη. Μα τα πιο αξετίμωτα μάγια της, κρυμμένα εκείνη την ώρα στα φυλλοκάρδια της μέσα, δεν τ’ αγνάντευες τότες σαν τώρα, που λες και τα ’βγαζε και σα στολίδια τα ξετύλιγε και τα γλυκοκαμάρωνε.
Πολλά, θα μου πεις, τα τόσα παινέδια για μια μαζώχτρα. Το σκαρί της όμως δεν ήταν από μαζώχτρες. Εκεί καταστάλαξε, μα πούθε ξεκίνησε, ένας Θεός το κατέχει. Α με πολυσφίξεις, θα σου αποκριθώ πώς ξεκίνησε από λαμπρότερων αιώνων αγκάλες, από τα μακαρισμένα τα χρόνια που οι αθάνατοί μας τεχνίτες βρίσκανε πρότυπα όπου κι αν πρωτογύρευαν. Και τάχα τι παράξενο να κατέβαινε από τα δοξασμένα εκείνα τα ύψη; Όλα τα είχε της ελληνικής ομορφιάς, εξόν το κατιτίς εκείνο που είναι της σκλαβιάς κι όχι της λευτεριάς, της ψυχής κι όχι της μορφής, μα έχει δεν έχει θ’ ανέβει και στη μορφή, και πότε σ’ όλη την όψη μας περιχυέται, πότε δυο τρία της μέρη διαλέγει και φωλιάζει εκεί μέσα. Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγόνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια.
Το ποίημα «Τραγούδι της ζωής» του Αργύρη Εφταλιώτη
Σε βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη
καθώς που σ’ είδα μια φορά σ’ ένα ακρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,
με μια πλεξούδα καστανή, μ’ αφράτα κάλλη.
Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου και λέω πως ξέρεις
να κλεις της νιότης τον καημό στα σωθικά σου.
Ρωτώ τα χείλη σου και λες πως θε να φέρεις
χρόνια καλότυχα στο νιό της αρεσκειάς σου.
Λαμπρό φεγγάρι να το πω το πρόσωπό σου,
δε κατεβαίνει τέτοιο φως απ’ το φεγγάρι.
Να σου το πω βασιλικό το στάσιμό σου,
δε στάθηκε βασίλισσα με τόση χάρη.
Η όψη σου μιά αγγελική χαρά σκορπάει,
που γίνετ’ άγγελος κι αυτός που σε θωράει.
Πηγές:
- Αργύρης Εφταλιώτης, https://el.wikipedia.org/wiki/Αργύρης_Εφταλιώτης (7/10/2022 – 14:00)
- Πολίτης, Λ. (2014).Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης