Ας γνωρίσουμε τρεις νεορομαντικούς ποιητές, που φιλοξενούνται στον τόμο της Νέας Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς (2020), τους Τζένη Σακοράφα, Παντελή Βέλκο, Μαίρη Ηλιάδη.
Η Τζένη Σακοράφα στο ποίημα της ΕΣΥ ζητά απαντήσεις στις απογοητεύσεις της ζωής ….επιθυμεί ΟΥΡΑΝΙΑ ΔΥΝΑΜΗ να λάβει καθώς ομολογεί γράφοντας «δως μου το χέρι κι εγώ ΠΑΤΕΡΑ θα μαι εκεί και θα σου τραγουδήσω.»
«Αητέ περήφανε της τρυφερής μου νιότης /αγρίμι αδάμαστο που τρέχεις λεύτερο στα σκοτεινά τα δάση…/Ήλιε που λάμπεις μόνος κει ψηλά» .Η ποιήτρια προσπαθεί να αντλήσει όση περισσότερη δύναμη μπορεί μέσα από την έκκληση της πατρικής προστατευτικής φιγούρας… Διττή η έννοια του Πατέρα εδώ, θεϊκή και γήινη, ουράνια και επίγεια, πάντα όμως προστατευτική. Και το χρέος του ανθρώπου, απαρασάλευτο, η εξύμνηση του θείου, η αποδεικτική απόδοση της λατρείας μέσα από την εξύμνηση του ιερού προσώπου του Πατέρα! (..θα σου τραγουδήσω). Μέσα από το ποίημα ΕΣΥ η ποιήτρια Τζένη Σακοράφα επιδιώκει να ξαναγεννηθεί η δύναμη της ζωής μέσα από την Άνοιξη της Αγάπης, αυτή που γεννά την αιώνια νιότη.
Στο ποίημα της Γιατί η ποιήτρια προσωποποιεί την αδικία μέσα από την λέξη «γιατί». Δίνει υποστατική δύναμη στα «θολά γιατί πού ‘ναι πεταμένα στο ποτάμι» και απαιτούν Ανάσταση εξανθρωπίζοντας τα. Γράφει:
«Όταν περνώ από του ποταμού την όχθη…/ακούω ουρλιαχτά, κραυγές, που με καλούνε…/Ειν’ τα γιατί που κλαίνε μανιασμένα …στην αγκαλιά τους να μπω μέσα με καλούνε…»
Η φύση πάντα στη πρώτη προβολή, πρωτοστατικός ο ρόλος της, ενώ πάντα η ανάδυση της ψυχής ακολουθεί μετά την κατάδυση ακολουθώντας την πορεία της φύσης αλλά και αντίστροφα.
«Νεκρική! Ήλπιζα σε ανάσταση…/Μα οι Ερινύες, πάντα εκεί…/Με κυνηγούν….μέσα απ’ της κούνιας το νανούρισμα ….Κι εγώ, πάντα παιδί ….Αναδύομαι!»
Advertising
Ανάδυση, Γιατί και Εσύ, τρία ποιήματα ενδεικτικά της ποιητικής της γραφής που καταθέτει η Τζένη Σακοράφα ως απόθεμα ψυχής. Η αυτοβυθιση είναι το πιο δυνατό της χαρακτηριστικό που οδηγεί στην αλήθεια και στο φως. Γνωρίζει καλά πώς μόνο ο βυθός, το κοίταγμα κατάματα μέσα στην ψυχής το έρεβος μπορεί να οδηγήσει στην κάθαρση.
«Βυθίζομαι…Ένα μαύρο πέπλο…το ονομάζω «άβυσσο» τυλίγει τον πέτρινο λαιμό μου» // «Ίπταμαι….Τα νυχτοπούλια , γίναν τζίτζικες, που τραγουδούν το φως!»
Φως και σκοτάδι, ήλιος και άβυσσος, γνωμοδοτούν την ποίησή της, ενώ οι λέξεις μεστές και βαρυσύμαντες, ορίζουν τη δική τους σκηνοθεσία στη λευκή σελίδα χρωματίζοντας την πότε πορφυρή, πότε πένθιμη και ενίοτε λευκή. Εξάλλου η ποιήτρια ζει για αυτή την κέρινη ελπίδα που πεθυμεί όσο τίποτα να μετουσιωθεί σε Άγιο Φως που ποτέ δεν σβήνει, το Φως της Αγάπης.
«Κέρινη ελπίδα! Λιώνεις….///Κι εγώ πάντα παιδί …Αναδύομαι!»
Advertising
Ποιήματα που καταθέτει ο Παντελής Βέλκος στη συλλογή, ενδεικτικά της όμορφης γραφής του, είναι:
Το κύμα, Τραγούδι Άνεμος και Με μια κιθάρα.
Παντού τραγούδι, στο κύμα, στον άνεμο, μέσα στο όνειρο, χωρίς την μουσική η καρδιά του ποιητή δεν αντέχει τον πόνο.
«Πάνω στα βράχια κάθεται/ τη θάλασσα αγναντεύει/θυμάται αυτή που έφυγε και όλο τη γυρεύει.»
Advertising
Ακόλουθη του έρωτα και της αγάπης, μουσικός παιάνας της νιότης και της χαράς, η γραφή του ποιητή εναρμονίζεται με τα στοιχεία της φύσης και περιγράφει τον παλμό της, άλλοτε γίνεται ένα με τα άγριο κύματα κι άλλοτε γαληνεύει.
«Είναι η δική μου η ψυχή σαξόφωνο που κλαίει και σιγοντάρει αγάπη μου έναν καημό στα στήθια, για μια γλυκιά ανάμνηση η μελωδία λέει.»
«Τον πιάνει το παράπονο κι αρχίζει το τραγούδι, μήπως τα αφήσει και φανεί/μέσα από τα άγριο-κύματα, η γοργόνα που του είχε κλέψει την καρδιά, αυτή που όλοι φώναζαν θαλασσινό λουλούδι.»
Ο στίχος του ποιητή είναι γεμάτος παράπονο, εκείνη η γοργόνα, το θαλασσινό του λουλούδι, του κλέβει την καρδιά. Το λουλούδι κρύβεται στης θάλασσας τα βάθη. Χωρίς τραγούδι, χωρίς καρδιά ο έρωτας χάνεται. Όταν επιστρέφει πίσω η φωνή γίνεται ηχώ που μετατρέπεται σε κλάμα. Ο παρηγορητικός και εξομολογητικός τόνος του ποιήματος μάς μεταφέρει στα παραδοσιακά μας τραγούδια, στα παραμύθια που ‘ναι κρυμμένα στα σεντούκια, σε μια άλλη παραμυθητική εποχή, ρομαντική, φανερό απόσταγμα γραφής των ποιητών του Μεσοπολέμου. Ρομαντικός, νοσταλγικός, με μουσικότητα και αισθαντικά ερωτική φωνή, επικαλείται ο ποιητής τη Μούσα του να του φωτίσει το δρόμο της αγάπης, να αποθέσει ιερό στεφάνι στα πόδια της θεάς Ποίησης, όπου μόνο εκεί βρίσκει παρηγοριά και γαλήνη η ψυχή του. Οπαδός του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη, υμνεί τον έρωτα και την αγάπη, εξυψώνει το δώρο της ζωής και σαρκώνεται τον πόνο μένοντας αήττητος στο χρώμα του αίματος, που στάζει ζωντανό στα χέρια του γιατί ξέρει ότι μόνο μέσα από τον πόνο μαθαίνεις τη ζωή. Με λιονταρίσια βήματα προχωρά στη ζωή και κελάρυσμα αηδονιού τραγουδά την αγάπη. Γράφει:
«Κι εγώ που πάντα θα ‘μαι εδώ αν σε κοιτώ μην κλάψεις,/με τ’ αηδονιού κελάιδισμα θε να σε νανουρίσω. Και την καρδιά που μάτωσες στα πόδια σου θ’ αφήσω.»
Η ποιήτρια Μαίρη Ηλιάδη μάς παραθέτει έξι ποιήματα, ερωτικά, με εξαίρεση το πρώτο όπου αφιερώνει στη μητέρα της . Στο Καλό ταξίδι Μάνα μου ξεπροβοδίζει στο αιώνιο ταξίδι την μητέρα της σαν τραγούδι, σαν μπαλάντα, μέσα στο φως της απεραντοσύνης του σύμπαντος.
«Καλό ταξίδι μάνα μου/στου ουρανού τους δρόμους/που οι άγγελοι περπατούν/μ’ άσπρα φτερά σους ώμους.» Η μάνα είναι ο άγγελος, ο φάρος, το φυλακτό, εκεί που η μνήμη μένει πάντα άσβεστη. Μητέρα και η ίδια πέντε παιδιών αναγνωρίζει την αξία της μητρότητας, την σοφία της ιερότητας του προσώπου της μάνας, τον ιδιαίτερο ρόλο που κατέχει στην ζωή της γυναίκας. Σαν φόρο τιμής ξεκινά με αυτό της το ποίημα , και κατόπιν παραθέτει τα μικρά της ερωτικά.
Ο έρωτας είναι τα πάντα για την ποιήτρια…
«Εσύ τα αστέρια του ουρανού» γράφει στο ποίημα της Το ομορφότερο ποίημα ΕΣΥ
η ποιήτρια πιστεύει πως μόνο μέσα από την αγάπη μπορεί ο άνθρωπος να οδηγηθεί στην θέωση καθώς το ομορφότερο ποίημα που μπορεί να δημιουργήσει είναι ο ίδιος ο έρωτας. Χωρίς εκείνον ο Ίμερος κυνηγά την ψυχή , κι εκείνη δεν ακτινοβολεί.
«Ω ναι! Αν δεν ήσουν εσύ/θα έμενα καρδιά μισή/βαθια μες στο σκοτάδι.»
Στο Πηγάδι των Ευχών η ποιήτρια μας λέει πως η γη καταστράφηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο άνθρωπος δεν την σεβάστηκε γι αυτό η ποιήτρια ονειρεύεται έναν άλλο κόσμο ονειρικό. Εκεί, η ψυχή που ταξιδεύει μέσα σε ατέλειωτους κύκλους ολοκληρώνει το όνειρο. Το όνειρο ξεπερνά τους νόμους της φύσης κι εκεί η ψυχή πραγματώνεται.
«Δυο μάτια, δυο χέρια, μια ψυχή/γίναν σελήνη που για πάντα αντηχεί/μουσική πανδαισία σ’ ομορφότερη γη.»
Η ποιήτρια μας μιλά για την αθανασία της ψυχής , για την αέναη ομορφιά της πέρα από την κοσμικότητα της ύλης. Λογικό θα σκεφτεί κανείς, αναλογιζόμενος την επαγγελματική της κατάρτιση, ούσα η ίδια ψυχολόγος, επικεντρώνεται στην ομορφιά της ψυχής, χωρίς να απαρνείται την ομορφιά της Δημιουργίας, ενστερνίζεται την πραγματικότητα, την ευλογημένη παρουσία του ανθρώπου στη γη, αλλά αποποιείται το ψεύτικο της μορφής του.
«Μεγαλοπρεπής δημιουργία/η Άγια, η Θεία…/που έπλασε ο Θεός την γη/κοιτώντας μες τα μάτια σου ιεροτελεστία.»
Η εξομολογητική διάθεση της ποιήτριας εντοπίζεται στο ποίημα της Κόκκινο Διαμάντι, όπου ένας πειρατής, κατορθώνει μέσα από μια φουρτουνιασμένη θάλασσα να διεισδύσει στο ολόχρυσο θαλασσινό παλάτι, και να το κερδίσει ανακαλύπτοντας το μυστικό του, το Κόκκινο Διαμάντι, που δεν είναι άλλο από την ψυχή, ότι πιο πολύτιμο έχει ο άνθρωπος στην ουσία του.
«σε ένα κοράλλι ολόλευκο ήταν φυλαγμένο το κόκκινο διαμάντι».
Η ποιήτρια παίζει με τις χρωματικές αντιθέσεις και τους συμβολισμούς, ανάμεσα στον έρωτα και την αγνότητα, την προδοσία και τη λύτρωση. Με μεταφορές και παραλληλισμούς μάς μεταφέρει στον θαλασσινό ψυχικό της διάκοσμο, φτιαγμένο από άμπωτες και παλίρροιες. Πετυχαίνει να μας παρασύρει και να μας τοποθετήσει στην καρδιά του ποιήματος, πετυχαίνει την συνταύτιση με τον αναγνώστη, πράγμα σπάνιο που απαιτεί αληθινό ταλέντο και αφοσίωση στην ποιητική δημιουργία.
Και με το τρίστιχο: “Άστρο μαγικό// λευκοφώτισε δρόμους// στρωμένους ρόδα”, που περιλαμβάνεται στα ελληνικά χάϊκου της Νέας Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς, η ποιήτρια φωτίζει το δρόμο της ποίησης με στρωμένα ρόδα “μέσα σε μια νύχτα σκοτεινή, γεννώντας φεγγάρια”.