Η συλλογή των εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ της ποιήτριάς μας Έλενας Μαυροειδή αντλεί τον τίτλο της, «Τα μονοπάτια της σιωπής», από την ηχηρή σιωπή, την εσωτερική φωνή της ποιήτριάς, που μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας κλιμακωτά όπως περιδιαβαίνουμε στα μονοπάτια της ψυχής της. Αυτόν τον ήχο της σιωπής καλούμαστε απόψε να αφουγκραστούμε όσοι ήρθαμε απόψε να την τιμήσουμε.
Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Η αγάπη είναι η αρχή και το τέλος, με απόλυτο συνοδηγό στο δύσβατο μονοπάτι της ζωής, τον έρωτα. Τι γίνεται όμως όταν η αγάπη κουράζεται, όταν η υπομονή στερεύει και ο έρωτας απομακρύνεται; Τότε τα μονοπάτια της σιωπής σ’ ακολουθούν. Ο συμβιβασμός στρώνει το μωσαϊκό της ζωής με ασπρόμαυρα χρώματα και ο ουρανός της χαράς συννεφιάζει. Σαν τα ασπρόμαυρα ανθρωπάκια του Γαϊτη που κοσμούν τα μετρό των πόλεων, ανακατεμένα με το γκρίζο της οδύνης, τις ταλαίπωρες μέρες του χειμώνα. Γράφει η συγγραφέας μας:
«Θα προσπαθήσω, είπα, να βάψω τη ζωή ασπρόμαυρη,
Advertising
δεν θέλει χρώματα η ζωή για να ομορφύνει.
Ώσπου κατάλαβα πως στη ζωή το άσπρο-μαύρο επικρατεί,
χρώμα του δίνει μόνο η αγάπη.»
ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΚΑΙ ΦΘΟΡΑ
Η συγγραφέας μάς μιλά για τη μοναξιά και το άδικο, για τη ματαίωση και τη φθορά, για τα ανομολόγητα που δεν παραπονούνται, για τα ασήμαντα που γίνονται σημαντικά σαν δεν δικαιωθούν και γίνουν πράξεις.
«Ασήμαντα, φθηνά ρολόγια,
δείχνουν την ακριβή ώρα,
με αυτά που λένε ακριβά, σημαντικά.»
Advertising
«Πώς να πείσει την ψυχή να ηρεμήσει την καρδιά, να μη ζητά όσα ποτέ δεν είχε;» Η Έλενα Μαυροειδή αναρωτιέται για να ομολογήσει στον καθρέφτη της, αντί εξομολογήσεως :«δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω, ίσως γιατί σταμάτησα στο χθες».
Κι αυτός ο δήθεν τέλειος κόσμος είναι που αναστατώνει το είναι της, όταν αναλογίζεται την ασημαντότητα του «εγώ» και το ανέφικτο του «εμείς».
«Παράξενο πράγμα η ψυχή μου, παράλογα πράγματα μου ζητά σε μια ψυχρή λογική του τέλειου κόσμου».
Οι μεταφορές είναι υπέροχες στη γραφή της. Οι αναμνήσεις γίνονται πτώματα, ερείπια μιας σκορπισμένης ευτυχίας. Η ποιήτρια όταν δεν μπορεί πλέον να αγγίξει άλλο βυθό, αναδύεται στον ουρανό της άνοιξης. «Είπα, Θεέ μου, πόση μοναξιά …και βγήκε ο ήλιος, στα χείλη μου άνθισε το χαμόγελο, σαν ρόδο καταμεσής της άνοιξης.»
ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η συνειδητοποίηση της απώλειας γίνεται φυγόκεντρος προς την ελευθερία. Η γυναίκα παρομοιάζεται με αναρριχώμενη τριανταφυλλιά στους τοίχους της θύμησης, σ’ ένα άδειο σπίτι, «της φτάνει μόνο που μπορεί, σ’ αυτή την άχρωμη ζωή, λίγη ομορφιά να δώσει».
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Οι κειμενικοί δείκτες που χρησιμοποιεί, με παρομοιώσεις και μεταφορές, γίνονται γέφυρες ανάμεσα σ’ εκείνη και το αναγνωστικό κοινό, κατορθώνοντας να το συγκινήσει. Αυτός ο εσωτερικός μονόλογος που χρησιμοποιεί η ποιήτριά μας είναι ο τρόπος της να φτάσει στην ψυχή του αναγνώστη το ορμητικό της συναίσθημα και να τον συνεπάρει σαν ποτάμι βαθύ. Το ζητούμενο γίνεται η σωτηρία της ψυχής, η γαλήνη της καρδιάς και το επιστέγασμα αυτών, η ολοκλήρωση του ανολοκλήρωτου ίμερου που σιγοκαίει την ύπαρξη. Όλα αυτά όμως δεν γίνονται εγωκεντρικά, αλλά σε μια βλέψη καθολική. Γράφει:
«Αυτά κι άλλα πολλά ταράζουν τη σιωπή μου
και νοιώθω να σαλεύει το μυαλό
σ’ έναν κόσμο που δεν κατανοώ,
κι ας γίνομαι εγώ ο δικαστής μου.»
Advertising
Η ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Η αγάπη, ο κεντρικός πυλώνας της γραφής της Έλενας Μαυροειδή, είναι σαν μικρό παιδί που παίζει μοναχό του, γεμάτο παράπονο. Χωρίς συμπαίκτη, αναρωτιέται η συγγραφέας μας, πώς να μοιραστεί η χαρά, πώς να ολοκληρωθεί η αγάπη; Οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται πνιγηρές και αντί να βαλσαμώνουν, φαρμακώνουν. Η ποιήτρια αναζητά τη λύτρωση στη χαρά του πετάγματος, στην απομάκρυνση από το φθαρτό, στην απογείωση της αγάπης. Με ανθρωποκεντρικό στοχασμό γράφει:
«Χθες βράδυ η αγάπη με πήρε απ’ το χέρι,
μου είπε “έλα, να πετάξουμε ψηλά”.
Advertising
Υπέροχη η θέα από ψηλά,
η ομορφιά σου κόβει την ανάσα,
κι αναρωτιόμουν το γιατί έχει η γη τόση ομορφιά.
Ίσως γιατί δεν μπόρεσα από εκεί ψηλά
Advertising
άνθρωπο να διακρίνω.»
ΑΛΛΑΞΟΠΟΡΕΙΑ
Η ποιήτρια με μια κοινωνική ενατένιση κρατά απ’ το χέρι σφιχτά την ελπίδα κι ας συνειδητοποιεί τη σκληρότητα του χρόνου, την προδοσία του εφήμερου. Φτάνει, γράφει, να ακολουθήσει το δρόμο της δικής της καρδιάς. Η υπομονή γίνεται παγίδα, ναρκοπέδιο ονείρων. Είναι καιρός για αλλαγή και αλλαξοπορεία. Και η μούσα της ποίησης οδηγεί την ποιήτριά μας να αδράξει τα όνειρά της, να βρει, όπως θαυμάσια γράφει, «εκείνο το γνώριμο βλέμμα που τα ‘βλεπε όλα ωραία»!
Τα όνειρα δεν πραγματώνονται, γίνονται καράβια που βουλιάζουν, όπως γράφει. Η συγγραφέας Έλενα Μαυροειδή, παλεύει να κρατήσει τα όνειρά της στην επιφάνεια του συναισθήματος, πριν τα ρουφήξει η θαλασσινή δίνη της Σκύλας και της Χάρυβδης. Εν τέλει, κατορθώνει σαν άλλος Οδυσσέας να συνεχίσει τη ρότα της για την μαγική της Ιθάκη.