Τα Προσωπεία των Θεών είναι η πρώτη απόπειρα συγγραφής διηγημάτων της Ειρήνης Γεροντάρα. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Είχα διαβάσει στο προφίλ της κείμενα που είχε δημοσιεύσει και είχα προϊδεαστεί αλλά εδώ το αποτέλεσμα είναι άνω του επιθυμητού.
Κοινός παρονομαστής σε όλα της τα διηγήματα είναι ότι πάντα έρχεται η κάθαρση, η απέκδυση του προσωπείου για να φανερωθεί η λάμψη της ψυχής στο αντιφέγγισμα του προσώπου. Όπως αναφέρει:
“To σύμπαν ίσως βαρέθηκε να ανέχεται ετούτη την αδικία. Στομώνει κι αυτό όταν δεν τιμωρεί το άδικο, κι επαναστατεί. Η ισορροπία αποκαθίσταται στο τέλος.”
Advertising
H λογοτεχνική της κουλτούρα είναι ένα κράμα φιλοσοφίας, τέχνης τοπικών και ξένων παραδόσεων, όπως για παράδειγμα, η γοτθική μυθοπλασία, που είναι ολοφάνερη στον στίχο: «Μπροστά στον μαύρο καβαλάρη όλοι ήσαν ανήμποροι.» Ένα πέπλο μυστηρίου τυλίγει κάθε διήγημα σαν ιστός ενός αραχνιασμένου παρελθόντος σε ένα ερειπωμένο σπίτι. Οι πρωταγωνιστές είναι πάντα αθώα θύματα, έρμαια της κακοτυχίας ή της κακής προαίρεσης των άλλων, που σαν μικροί Θεοί ορίζουν τις τύχες τους.
Πάντα στα διηγήματα της ο αντιήρωας είναι ο παρανοϊκός, ο τζογαδόρος, ο μέθυσος, ο έμπορος λευκής σαρκός, ο τζογαδόρος, εκείνος ο άλλος, ο ξένος, που είναι άγνωστος. Η πτυχή εκείνη της προσωπικότητας που είναι κρυπτή υπό τον ήλιο. Ο εν δυνάμει που αποδεικνύεται εν ενεργεία ανήθικος. Oι μάσκες χιονιού λιώνουν και ξεκαθαρίζει η ομίχλη, φανερώνοντας το πρόσωπο στον ήλιο. Η κάθαρση γίνεται λύτρωση για τον αδικημένο. Η συγγραφέας φέρνει στο φως με τα 12 αυτά της διηγήματα το φως της ψυχής καταργώντας το σιδηρούν προσωπείον.

Τα Προσωπεία των Θεών, το πρώτο της διήγημα, από το οποίο αντλεί αυτοδίκαια και τον τίτλο του το βιβλίο, είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και το πιο ρεαλιστικά γραμμένο αφού είναι εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία, αυτής της οικογένειας της. Αναφορικά με το ύφος έχεις την αίσθηση ότι περιδιαβαίνεις στα σοκάκια της Μυτιλήνης και εισπνέεις τα αρώματα και τις γεύσεις, τα ήθη και τα έθιμα μιας άλλης εποχής, όχι πολύ μακρινής ωστόσο. Τοποθετημένο χρονικά στη δεκαετία του ’50, σαν ταινία του Φελίνι, με καλοστημένο σκηνικό, μας εισάγει στο πνεύμα της εποχής χωρίς να ξεχνά να προσδιορίσει τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα του τόπου. Αυτόματα σε κάποια σημεία του διηγήματος μάς έρχεται στο νου η ρήση του Σοπενχάουερ από «τους πόνους του κόσμου». Γράφει:
«Σε κάθε περίσταση βρισκόμαστε απέναντι σ έναν αντίπαλο κι όλη η ζωή είναι ένας πόλεμος αδιάκοπος που σ’ αυτόν υποκύπτουμε κρατώντας σφιχτά στα χέρια τα όπλα.»
Advertising
Έτσι ακριβώς νοιώθουμε διαβάζοντας το πρώτο της κεφάλαιο με ηρωίδα την «Σοφία», η οποία υποταγμένη στα πρέπει και όχι στα θέλω μιας κλειστής και συντηρητικής κοινωνίας νυμφεύεται ένα σύζυγο χωρίς να τον έχει διαλέξει, μα κρατά σφιχτά στην ψυχή της την ελπίδα για έναν αγνό έρωτα. Ωστόσο η Σοφία άτυχη εξαρχής, αν και Σοφή, θρηνεί και απελπίζεται καθώς η ζωή κάνει την ανατροπή της για άλλη μια φορά. Είναι μια ιστορία που μπορεί να θυμίζει διαβάζοντας την άλλες κοινές ιστορίες σαν κι αυτήν, όμως η γλαφυρότητα στην αφήγηση, η τεχνιώδης προσέγγιση στο λιτό μα γεμάτο συναισθήματα ύφος, μεταγγίζει ζωντάνια και ξεπερνά τη μελαγχολική διάθεση που υποκινεί η μνήμη.
Η γλυκιά υποδόρια ειρωνεία και ο σαρκασμός βρίσκονται στο προσκήνιο δημιουργώντας ένα ζεστό κύμα ευφορίας στον αναγνώστη και την ανάγκη να γυρίσει την επομένη σελίδα. Πολλοί θεωρούμε την λογοτεχνία αγέλαστη, κάτι το οποίο δεν ισχύει εδώ. Γράφει:
«Eκείνο το απόγευμα δεν αποτελούσε εξαίρεση, κι εφόσον είχε φύγει από νωρίς η προεδρίνα να μεταφέρει αλλού τα νέα της-διοτι υπήρχαν πολλά σπίτια και δεν προλάβαινε να πάει παντού ταυτόχρονα- τα είπε γρήγορα σ εμάς κι έφυγε για το επόμενο. Ξαφνικά, ακριβώς μετά τις φωνές της θείας για την τσαπατσουλιά στο κομπλέν της Μαρίκας….(αυτή ήταν η μαμά μου) που είχε σκύψει το κεφάλι κάτω ν’ αντέξει την κατσάδα που ερχόταν από την θεία της, η Λενιτσα η ξαδέλφη της μαμάς μου έβαλε μια τσιρίδα καθώς ένας παράξενος μαυριδερός άντρας είχε κολλήσει το μούτρο του στο τζάμι και κοιτούσε μέσα στο δωμάτιο γελώντας».
Advertising
Άλλοτε μέσα από το σαρκασμό της η συγγραφέας έξοχα αποδίδει το αδήλωτο. Προσεγγίζει με λεκτική ευλάβεια και στιγματίζει με προσήλωση την θέση της γυναίκας εκείνης της εποχής, μιας εποχής όπου η καταπίεση και οι προσβολές ήταν ο άρτος και ο οίνος τους, το μαρτυρικό εισιτήριο τους για τον Παράδεισο. Οι απόψεις της συνθέτουν ένα φιλοσοφικό ψυχογράφημα των καταστάσεων, δομούν και αποδομούν, για να εξιχνιάσουν την αλήθεια, για να σταθούν με σεβασμό απέναντι στα γεγονότα. Γράφει:
«Πιστεύω, τα μεγαλύτερα ψέματα τα λέμε στον εαυτό μας όταν ερωτευόμαστε. Ίσως είναι και από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της προσωπικότητας μας. Μα τυφλωνόμαστε τόσο πολύ από την ένταση του συναισθήματος που αδυνατούμε να διακρίνουμε οφθαλμοφανή πολλές φορές μειονεκτήματα στον χαρακτήρα του άλλου. Παίζει ρόλο όμως και η εποχή.»
Στους Ενδιάμεσους, η αβεβαιότητα η αγωνία και η αμφιβολία απότοκα της θλίψης και του πόνου δένουν άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους σε μια κοινή μοίρα, όπου μοιράζονται τον πόνο, αφού «κουβαλούν στους ώμους τους το κοινό τους βαρος». Τότε ο άνθρωπος μέσα από το δίοπτρα της συγγραφεως μας, υπερβαίνει τις διαφορές μπροστα στις δυσκολίες. Ο ουμανισμός και η αγάπη είναι έντονη στους στίχους που ζεσταίνουν την ψυχή μας: “Η κόλαση είναι ίδια για όλους. Το πώς την αντιμετωπίζει ο καθένας είναι το διαφορετικό. Και οι είκοσι γονείς κατεβαίναμε στο παρεκκλήσι και ανάβαμε κεριά. Ακόμα και οι μη χριστιανοί. Ο Θεός είναι ίδιος παντού και για όλους.» Η συγγραφέας προβάλει την ζωή ως την μέγιστη αξία παραβλέποντας μικρότητες και υψηλές προσδοκίες.
«Μόνο η αληθινή αγάπη είναι εκείνη που ανθίζει μακριά από το συμφέρον και που υπάρχει και έξω από τα μυθιστορήματα», όπως καταλήγει στους Γείτονες, το τρίτο της διήγημα. Φαίνεται ότι η ρήση του μεγάλου Καζαντζάκη την έχει διαποτίσει όταν λέει “ Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό.»
Στον μόλις δισέλιδο «Περαστικό» της, συνειδητοποιούμε πόσο περαστική είναι η ζωή μέσα από έναν ήρωα που συνεχώς φεύγει καθώς δεν βρίσκει ποτέ αυτό που βαθιά του αναζητά. Όταν στο τέλος στέκεται να απολαύσει αυτό που νομίζει πως τον οδηγεί στην ευτυχία, αισθάνεται πάλι εγκλωβισμένος στην λάθος επιλογή του. Το διήγημα ταλαντεύεται μεταξύ ελευθερίας και δεσμών, αφήνοντας μας να διερωτηθούμε αν ακόμα κι αυτοί που δεν σπάνε, οι πιο ελεύθεροι οι πιο δυνατοί… αν λυγίζουν από ανάγκη. Δηλώνοντας μας ότι το κλειδί της ελευθερίας μόνο η καρδιά μας το ορίζει, όπως και στον αλυσοδεμένο ελέφαντα του Χόρχε Μπουκάι.
Μια ιστορία φρίκης, εκκρεμεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην τρέλα στο διήγημα της με τίτλο «Λίζα σ αγαπώ». Ο πρωταγωνιστής εδώ σαν άλλος doctor Jeckile ms Heint , πετά το προσωπείο και αιφνιδιάζει. Τεχνικά η αρτιότητα του διηγήματος το κατατάσσει πολύ ψηλά καθώς χρησιμοποιεί λέξει που δημιουργούν συνοχή, όπως η λέξη «φράχτης» και δένουν το χθες με το σήμερα. Ευφάνταστο και καλά δομημένο το κείμενο με την επικείμενη ανατροπή προκαλεί το μυαλό του αναγνώστη να αναρωτηθεί για τα όρια της ανθρώπινης υπόστασης.
Στην «Ελπίδα» η συγγραφέας υπογραμμίζει με έμφαση ότι ποτέ δεν χάνεται, παρομοιάζοντας την με μια χάρτινη βαρκούλα, με το όνειρο του ταξιδιού της ζωής, αρκεί πάντα να έχει κανείς τα μάτια ανοιχτά να την αναζητήσει.
Στην «Πεταλούδα» η πρωταγωνίστρια ζει μια ονείρωση, φτιάχνει έναν μικρόκοσμο Παραδείσου μέσα στον μέγα και αγωνιώδη κόσμο που ζει για να ξεφύγει από την ασχήμια του. Εκεί, καταλύονται όλα τα πρέπει και τα μη, ενώ ενεργοποιούνται όλα τα «θέλω». Μόνο εκεί στην ονειρώδη κατάσταση της ψυχής, ο ήχος και η αλήθεια επικρατούν, ξεφεύγοντας από τα δεινά κα τα όρια της σκληρής πραγματικότητας.
Στις Παράπλευρες Απώλειες η πλούσια ηρωίδα της δεν έχει όνομα. Αυτάρεσκη και επιφανειακή ζει μια ζωή κατά τους άλλους ιδανική χωρίς όμως ουσία. Πέφτει θύμα ενός νεώτερου της που τρελά ερωτεύεται μα εκείνος την προδίδει. Η ανατροπή έρχεται στο τέλος παρασύροντας μαζί της σαν ποτάμι και αθώα θύματα. Γεγονός που βάζει σε ηθοπλαστικό δίλημμα τον αναγνώστη.
Στην «Βρύση στον πλάτανο» ο κ. Θανάσης, αγωνιστής της ζωής χάνει την γυναίκα του, τον θησαυρό του. Όμως κατορθώνει να γίνει αθάνατος, μέσα από τα λαγήνια και το εργαστήριο του, γίνεται γνωστός ως τα πέρατα της γης χάρη στο ταλέντο και στην ψυχική του δύναμη. Εδώ τα σύμβολα το λαγήνι, το νερό, ο πλάτανος αντιμάχονται το θάνατο. Ο συμβολισμός ακουμπά ακόμα και τα ονόματα των προσώπων του διηγήματος δηλώνοντας περίτρανα τη νίκη της ζωής έναντι του θανάτου (Θανάσης, Νικόλας, Ελένη).
Στο Μεγαλώνοντας παρουσιάζεται η πατριαρχική οικογένεια με έναν έκφυλο πατέρα μέθυσο που ασελγεί στην ψυχή απέναντι στο γιο και στη γυναίκα του. Ωστόσο, εκείνη, είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη μα με το κενό στα μάτια. Οι ήρωες της κοντράρονται ηθικά με τους αντιήρωες. «Είναι πολεμιστές δυνατοί και άξιοι. Σμιλεμένοι με τα λόγια του Καζαντζάκη».
Όπως στην περίπτωση του Μιχάλη, που εμπνέεται από τον πνευματικό του πατέρα τον καπεταν Μιχάλη του Καζαντζάκη και λυτρώνεται με την ασκητική του αφού ο φυσικός του πατέρας είναι απών. Ο Μιχάλης μετέτρεψε το δράμα σε θαύμα, «ημέρεψε το τέρας μέσα του και το δάμασε, μετέτρεψε το τραύμα σε προσφορά, το πάθος σε Ανάσταση.
Οι ήρωες της Ρένας Γεροντάρα αντιμετωπίζουν την ατιμία σε ένα άδικο σύμπαν, σπάνε τα γυάλινα προσωπεία της ψευτιάς «ακατάπαυστα νικιούνται και πάλι ανασηκώνονται». Μέσα τους είναι ο Θεός. Ζουν για να νικήσουν. Οδηγούνται στην μοναδική ελευθερία που δεν είναι άλλη από την σωτηρία της ψυχής που πραγματώνεται στην ανιδιοτέλεια και την αλληλοπροσφορά.
Η «ασκητική» της συγγραφέως είναι η βαθιά της ενσυναίσθηση και πεποίθηση ότι μόνο η αλήθεια σώζει. Εδώ φαίνεται και η επιρροή της από τον σπουδαίο Καζαντζάκη ως προς την καθαρότητα της ύπαρξης.
Η καθαρότητα και αγιαστική διάθεση του μικρού παιδιού που αναζητά την κάθαρση ξεδιψώντας από τον αγιασμό των Θεοφανείων φανερώνεται στο διήγημα «Των Φώτων η κανάτα», όπου εκεί η συγγραφέας προεκτείνει το νόημα της αγάπης στην ηρωίδα της κυρά Φαιναρέτη, που ως άλλη Παναγιά περιμένει τα παιδιά να ευφρανθεί και να χαρεί. Γευόμενη το Βασιλικό Αξίωμα του Χριστού οδηγείται ένα βήμα πιο κοντά στην Ωραία Πύλη. Και όλο αυτό το πετυχαίνει μέσα από μια υπέροχη γιορτινή νησιώτικη εικονοποιεία κρατώντας ζωντανό το χρώμα της ελληνικότητας. Γιατί ελληνικότητα και θρησκεία είναι οι δυο βασικοί της πυλώνες στους οποίους η συγγραφέας χτίζει την λογοτεχνική της περιπλάνηση.
Στο τελευταίο της διήγημα «Τα κορίτσια» η αφήγηση γίνεται από την μόλις τεσσάρων χρόνων κοπελίτσα. Διηγείται την ζωή τους μέσα από τα παιδικά της μάτια. Η συγγραφέας μπαίνει στην ψυχοσύνθεση ενός μικρού παιδιού με φυσικότητα, θεατρικότητα (ίσως έκανε περωριες, όπως ο δικός μου μπαμπάς γράφει), ανεπιτήδευτα και με χιούμορ. Αυτό το μικρό κορίτσι έγινε ο μάρτυρας της ιστορίας του Πολυτεχνείου αφού με τα αγνά της μάτια αποτύπωσε το στιγμιότυπο όπου οι δυο γριές γειτόνισσες φυγάδευσαν τον αντιστασιακό εκείνη τη νύχτα της 17 Νοέμβρη του 1973. Οι αξίες της ελευθερίας και της παιδείας κλείνουν θαυμάσια το βιβλίο, αφού είναι αποτύπωμα της ψυχής, βασικό χαρακτηριστικό του προσώπου της συγγραφέως. Και με αυτούς τους καταληκτικούς στίχους η συγγραφέας ορίζει το δικό της δώρο προς εμάς δωρίζοντας μας το απαύγασμα της σοφίας της:
“Μέχρι σήμερα, πάνω από σαράντα χρόνια μετά, ακόμα θυμάμαι καθαρά τον κύριο με το θαλασσί πουκάμισο και μέσα μου ξέρω πώς εκείνη την ημέρα αυτός και τα κορίτσια μου έκαναν ένα υπέροχο δώρο. Με βοήθησαν να μεγαλώσω έχοντας και ψωμί και παιδεία μα κυρίως ελευθερία. Μου έδωσαν την ευκαιρία να μην χρειάζεται να διεκδικήσω αυτά που θεωρώ πια δεδομένα.”
Advertising
Η συγγραφέας Ρένα Γεροντάρα αποδεικνύει στα διηγήματα της ότι σήμερα τα πρότυπα των άγιων αγαθών ανθρώπων έχουν αντικατασταθεί από τα πρόσωπα των σταρ , ηθοποιών και πλουσίων.
Σήμερα επικρατεί το ανήθικο ηθικά, ο εκφυλισμένος , ο φίλαυτος και ο ηδονιστής. Το προσωπείο του σύγχρονου ανθρώπου είναι εγωπαθές. Για να αποτιναχτεί αυτό το ζυγό πρέπει να υπερκεράσει το «εγώ» του. Ασκώντας τις αρετές, κατά Παλαμά, ξεκινώντας με την εγκράτεια, την αγάπη και την περισυλλογή μπορεί να οδηγηθεί στην αυτοθεραπεία του, στον εναγκαλισμό της αλήθειας του. ‘Όταν ο άνθρωπος θεωθεί το άσαρκο μπορεί να ενδυθεί το φως.
Τα Προσωπεία των Θεών είναι μια εικονική πραγματικότητα, μια ψευδαίσθηση. Όμως το «είναι» ξεπερνά το «φαίνεσθαι» όταν ο άνθρωπος επιδιώξει την τελείωση του. Το ειδεχθές προσωπείον που θρέφεται από την αμαρτία μπορεί να αποβληθεί μόνο όταν το πρόσωπο οδηγηθεί στην ψυχική αρμονία, μέσω της εσωτερικής ησυχίας, δηλαδή της αυτογνωσίας και κατά προέκταση θεογνωσίας. Εδώ τα αμαρτήματα είναι πολλά. Η φιληδονία, η φιλαυτία, η υποκρισία κυριαρχούν μέσα από ήρωες που δελεάζονται από τα πάθη της κακίας. Και η συγγραφέας μας κατανοεί ότι στη σύγχρονη εποχή ο άνθρωπος πιο πολύ από ποτέ νομιμοποιεί την αμαρτία. Μας κάνει να αναρωτηθούμε πόσο δύσκολο είναι να οδηγηθεί κανείς στην πολυπόθητη άρση της.
