Την “Γη των Ανθρώπων” ξεκίνησα να την διαβάζω κατά τη διάρκεια μιας πτήσης προς το Παρίσι, μιας που ήταν το μόνο μικρό σε μέγεθος βιβλίο που είχα βρει πρόχειρο στην βιβλιοθήκη όταν έψαχνα να εφοδιάσω την τσάντα μου με τα απαραίτητα του ταξιδιού. Έτσι, με την “Γη των Ανθρώπων” στο χέρι μέσα στο αεροπλάνο φαινόταν σαν να ‘χα ετοιμάσει το πιο στημένο σκηνικό, μιας που διάβαζα το βιβλίο του συγγραφέα-πιλότου στο οποίο εκείνος περιγράφει μοναδικά πώς είναι να πετάς (κυριολεκτικά και μεταφορικά) με τελικό προορισμό της πτήσης την πατρίδα του. Ιδανικό. Νομίζω ότι δεν έχω ευχαριστηθεί μια πτήση περισσότερο.
Όταν λοιπόν διαβάζεις την “Γη των Ανθρώπων” αναρωτιέσαι γιατί αυτός ο μοναδικός Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ έγινε γνωστός αποκλειστικά από τον Μικρό Πρίγκιπα και όχι για τον θησαυρό που κρατάς στα χέρια σου. Και δεν εννοώ ότι ο Μικρός Πρίγκιπας δεν θα ‘πρεπε να ‘χει την δέουσα αναγνώριση αλλά στ’ αλήθεια απορώ πώς ένα τόσο μοναδικό (κυριολεκτικά) βιβλίο όπως η “Γη των Ανθρώπων” τυγχάνει ελάχιστης αναγνώρισης.
Από την αρχή ακόμα του βιβλίου κατάλαβα γιατί τόσα χρόνια ο πατέρας μου σχεδόν με παρακαλούσε να το διαβάσω. Η “Γη των Ανθρώπων” είναι ένα απαύγασμα ανθρωπιάς, περικλείει τόσο μεστά αυτό το ταπεινό μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε ελάχιστες μόλις λέξεις, μιας που το βιβλίο είναι αρκετά μικρό. Διαβάζεις το βιβλίο κι ερωτεύεσαι τον συγγραφεά, ερωτεύεσαι την ανθρωπότητα, τις λέξεις, το φως, τη ζωή. Κι όλα αυτά χωρίς η μαγική πένα του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ να σε κουράσει ούτε λεπτό.
Δεν κατάλαβα, κι ούτε νομίζω πως θα μπορέσω να αντιληφθώ ποτέ, πώς μέσα σε τόσο λίγες λέξεις, αυτός ο άνθρωπος που δεν ήταν επαγγελματίας συγγραφέας αλλά πιλότος, κατάφερε να πλάσει κάτι μαγικό, όχι απλά μια περιγραφή κι ένα βιβλίο αλλά μια αλήθεια, ένα πανηγυρί αισθημάτων και εικόνων που ξυπνάνε μέσα σου τον άνθρωπο.
Ίσως ήταν αυτές οι ατέλειωτες ώρες πτήσεων που βρήκαν έδαφος στην τόσο μεγάλη καρδιά του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ και έσπειραν έτσι τόσο ανεπιτήδευτα και απλά την ακολουθία των λέξεων που συγκροτούν αυτό το διαμάντι. Αλλιώς δεν μπορεί να εξηγηθεί γιατί σχεδόν σε κάθε σελίδα έκλαιγα όχι από λύπη ή χαρά μα από το απροσδιόριστο με λέξεις συναίσθημα που δημιουργεί η έκθεση μπροστά στην αλήθεια και το μεγαλείο της ζωής. Ένιωθα λες κι ήμουν μικρή μπροστά σε μια συνειδητοποίηση τόσο μεγάλη. Δεν είναι το σενάριο, η πλοκή κι όλα αυτά τα λογοτεχνικά τερτίπια, ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ ξεκάθαρα δεν χρειάζεται τίποτα απ’ όλα αυτά.
Είναι οι πτήσεις του τότε ακόμα που τα αεροπλάνα θεωρούνταν τεχνολογικό θαύμα, η ελευθερία του απέραντου ουρανού, η ζωή του η γεμάτη περιπέτειες τέτοιες που ένας σύγχρονος άνθρωπος δεν θα ζήσει ποτέ, οι χώρες που είδε πολύ πριν τα ταξίδια γίνουν της μόδας και λίγο πριν ο άνθρωπος εν γένει αρχίσει να αυτοκτονεί πνευματικά, παραδίνοντας εκούσια ό,τι πιο πολύτιμο κουβαλούσε μέσα του.
Έτσι λοιπόν η μικρή, απλή και τόσο υπέροχα ταπεινή “Γη των Ανθρώπων” είναι από ‘κείνα τα βιβλία τα ικανά να σε ταρακουνήσουν, να χαραχθούν στην ψυχή σου ανεξίτηλα, να σε εμπνεύσουν, να σε γυμνώσουν από τις τόσες ψευτιές με τις οποίες έχουμε ντύσει τη ζωή μας. Ναι, γι’ αυτό έκλαιγα, γιατί γυμνή μπροστά στο φως και την αλήθεια συνειδητοποίησα πόσο πολύ ήθελα μόνο αυτό, πόσο πολύ αδικούμε τους εαυτούς μας…
Δίπλα στους Άθλιους, το έπος των βιβλίων κατά τη γνώμη μου, ήρθε να προστεθεί τώρα και η Γη των Ανθρώπων. Και τα δύο, όλως περιέργως, γάλλων συγγραφέων, ανθρώπων που έζησαν, οραματίστηκαν, αγάπησαν και άφησαν μια μεγάλη, ίσως την μεγαλύτερη ανθρώπινη παρακαταθήκη σε όλους εμάς.
Καλοδιάβαστο και θα με θυμηθείτε.