Η Ogawa γράφει λογοτεχνία με έναν τρόπο που σε κάνει να πνίγεσαι. Να πνίγεσαι, όμως, με τη δική σου θέληση. Σου προκαλεί τόσο έντονα συναισθήματα που δε θέλεις να σταματήσεις να διαβάζεις. Το «Ξενοδοχείο Ίρις» είναι μία δυστοπία, μία κλειστοφοβική, διαστροφική ιστορία που περιγράφει τη σχέση μίας ακόμη Λολίτας με έναν ηλικιωμένο. Όμως παρόλη την απέχθεια που σου προκαλούν οι σκηνές, δε θέλεις να δραπετεύσεις από τον κόσμο που με τόση μαεστρία έχει χτίσει η συγγραφέας. Θέλεις να παραμείνεις εκεί και να τα βιώσεις όλα ξανά και ξανά. Με τον πιο ηδονιστικό και αυτοκαταστροφικό τρόπο.
Μία διαφορετική ιστορία πάθους
Γνωρίζουμε τη Μαρί ως την δεκαεπτάχρονη κοπέλα που περνά τις ημέρες της πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν του Ίρις, του ξενοδοχείου που συντηρούν εκείνη και η αυταρχική μητέρα της. Μας εντάσσει στον κόσμο της εξιστορώντας τα γεγονότα της νύχτας που είδε -βασικά άκουσε- για πρώτη φορά τον μεταφραστή, τον άντρα που άφησε το πιο βαθύ αποτύπωμα στη ζωή της. Μετά την κραυγή της εκδιδόμενης γυναίκας που βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιό του, είχε ακούσει μόνο μία φράση από εκείνον, δύο μικρές λέξεις που τη συντάραξαν.
«Σκάσε πουτάνα!». Η φωνή του άντρα διέσχισε σε ευθεία γραμμή το διάστημα ανάμεσά μας. Ήταν μία φωνή τραχιά και βαθιά. Δεν περιείχε οργή ή θυμό. Είχε μάλλον μία στοχαστική χροιά. Δημιουργούσε μία ηχητική εντύπωση όμοια με εκείνη ενός μουσικού οργάνου όπως το βιολοντσέλο ή το κόρνο, όταν ηχούν μονάχα για μια στιγμή.
Advertising
Ο μεταφραστής ζούσε μόνος στο νησί απέναντι από την πόλη και ακούγονταν διάφορες φήμες για τη σεξουαλική του ζωή. Ακόμα κι αν έκρινες μόνο από τη γυναίκα στο ξενοδοχείο, μπορούσες να συμπεράνεις ότι οι ερωτικές του προτιμήσεις ήταν ιδιόρρυθμες. Όμως για την Μαρί ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Παρόλο που ήταν ηλικιωμένος, η νεαρή κοπέλα αισθανόταν γι’ αυτόν μία τρομερή έλξη που την ώθησε να τον ακολουθήσει στην πόλη και να “προκαλέσει” μία ακόμα τυχαία συνάντηση μαζί του.
Για τους αναγνώστες, η συμπεριφορά της Μαρί ίσως φαίνεται ακατανόητη. Εκούσια εμπλέκεται σε μία διαστροφική σχέση, γίνεται το ερωτικό αντικείμενο ενός άντρα που βλέπει το σώμα της σαν μία σάρκα διαθέσιμη προς εξευτελισμό. Βιώνει κάθε είδους ταπείνωση, αποζητά την θυματοποίησή της, την πλήρη υποταγή. Εφευρίσκει διάφορες προφάσεις για να δραπετεύει από το ξενοδοχείο και περιμένει με ανυπομονησία την επόμενη φορά που θα τον συναντήσει και θα βρεθεί μόνη μαζί του. Αυτό που ζει δεν είναι απλό πάθος, είναι μία παράξενη και άκρως επικίνδυνη σαγήνη των αισθήσεων και η συντριβή ολόκληρης της ύπαρξής της.
Ιαπωνία και καταπίεση του γυναικείου φύλου
Η συμπεριφορά της Μαρί μπορεί να εξηγηθεί λόγω της καταπίεσης που υφίσταται από την μητέρα της και από τα πρότυπα που έχει ενστερνιστεί από παιδί. Έχει μάθει ότι το μεγαλύτερο προσόν για μία κοπέλα είναι να εξυπηρετεί τους άλλους, να υποτάσσεται στις επιθυμίες τους κάνοντας στην άκρη τις δικές της επιθυμίες. Και να το κάνει αυτό έχοντας καλοχτενισμένα, υπέροχα μαλλιά.
Το «Ξενοδοχείο Ίρις» μπορεί να παρομοιαστεί με την Ιαπωνική κοινωνία, μια κοινωνία που σέβεται απόλυτα την ιεραρχία εντός και εκτός οικογενειακού πλαισίου και ακολουθεί πιστά τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων. Παρά την πρόοδο που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, στην Ιαπωνία η θέση του “ασθενούς” φύλου είναι κυρίως στο σπίτι, ενώ αποτελεί και την μοναδική χώρα-μέλος του ΟΟΣΑ που απαγορεύει στις γυναίκες να κρατούν το επίθετό τους μετά το γάμο. Το γυναικείο πρότυπο φέρεται με απόλυτο σεβασμό και ευγένεια στους άλλους, ακολουθεί τυφλά οδηγίες και έχει πάντοτε άψογη εμφάνιση.
Η Μαρί προσπαθεί να δραπετεύσει από αυτή την κοινωνία, όπως φεύγει τρέχοντας και από το ξενοδοχείο. Η μητέρα της μιλά σε όλους για το πόσο όμορφη είναι και κάθε πρωί αφιερώνει χρόνο για να της χτενίσει τα μαλλιά. Όμως αυτές οι χειρονομίες καθόλου δεν μοιάζουν με μητρική φροντίδα και στοργή. Πλαισιώνουν εύγλωττα τη δυσλειτουργική σχέση τους και σε κάνουν να αναρωτηθείς για το πού μπορεί η ηρωίδα να αισθανθεί πραγματικά ασφαλής και πού όχι.
Με βάζει να καθίσω μπροστά στον καθρέφτη, μαζεύει τα μαλλιά μου πίσω και μου τα τραβάει με το αριστερό της χέρι τόσο που δεν μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση. Περνάει τη βούρτσα τόσο βίαια μέσα τους ώστε μπορώ να ακούσω τον ήχο που κάνει γδέρνοντάς μου το κρανίο. […] Και μόνο επειδή τα μαλλιά μου βρίσκονται υπό την εξουσία της, χάνω όλη μου την ελευθερία.
Η αισθητική της δυστοπίας
Η Μαρί αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία εκείνης και του ηλικιωμένου μεταφραστή με έναν τρόπο αποστασιοποιημένο, ψυχρό που βρίθει όμως περιγραφών και αισθήσεων. Η Ogawa ξέρει πώς να μεταμορφώσει μία ιστορία σε ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, σε λογοτεχνικό αριστούργημα. Παρόλο που γίνεται αμέσως εμφανές ότι η ηρωίδα της προσπαθεί να δραπετεύσει από την ασφυκτική ζωή της, η συγγραφέας δεν έχει σκοπό να ηθικολογήσει και αφήνει ανοιχτό το κείμενό της σε κάθε ερμηνεία.
Ο κόσμος του βιβλίου είναι κλειστοφοβικός, ανατριχιαστικός. Η διφορούμενη, υπαινικτική ατμόσφαιρα θυμίζει ψυχολογικό θρίλερ. Το έργο, όμως, είναι τόσο καλαίσθητο και διεισδυτικό που σε κάνει να ανατριχιάζεις. Η κομψότητα των φράσεων, η ενεργοποίηση όλων των αισθήσεων και η εικονοπλαστικότητα συνθέτουν μία αναγνωστική εμπειρία χωρίς προηγούμενο.
Το βιβλίο της Yoko Ogawa κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Παναγιώτη Ευαγγελίδη.