Ο Άρθουρ Μίλερ είναι ο σημαντικότερος μεταπολεμικός θεατρικός συγγραφέας της Αμερικής, ο οποίος διαμόρφωσε και το παγκόσμιο θέατρο. Τα έργα του ήταν ένα συνεχές σχόλιο για τον τρόπο διακυβέρνησης των ΗΠΑ και ασκούσαν καυστική κριτική στο «αμερικανικό όνειρο». Ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο και τη συγγραφή μυθιστορημάτων, όμως, τα θεατρικά έργα είναι αυτά που καθιέρωσαν το όνομά του παγκοσμίως.
Άρθουρ Μίλερ: Ένα Συνηθισμένο Παιδί
Ο Άρθουρ Άσερ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1915 στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας του, Ισιντόρ Μίλερ, καταγόταν από την Πολωνία και κύρια ενασχόλησή του ήταν το εμπόριο, από το οποίο είχε καταφέρει να είναι οικονομικά ευκατάστατος. Η μητέρα του, Ογκούστα Μπάρνετ, ήταν δασκάλα και είχε γεννηθεί στην Αμερική, καταγόταν όμως από την ίδια πόλη της Πολωνίας με αυτή του συζύγου της. Ήταν Εβραίοι, πράγμα το οποίο επηρέασε τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών τους, δίνοντας του ένα θρησκευτικό χαρακτήρα. Είχε δύο αδέρφια, τον Κέρμετ και την Τζόαν, η οποία ακολούθησε την καριέρα της ηθοποιίας. Η οικογένειά του μετακόμισε στο Μπρούκλιν μετά το Κραχ του 1929, το οποίο τη διέλυσε οικονομικά. Έτσι, ο Άρθουρ Μίλερ άρχισε να εργάζεται από μικρή ηλικία, προκειμένου να βιοποριστεί. Εργάστηκε ως πωλητής ανταλλακτικών αυτοκινήτων, οδηγός φορτηγού, αλλά και τραγουδιστής σε ραδιοφωνικό σταθμό της περιοχής του. Πήγε σχολείο στο κακόφημο Χάρλεμ, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα αθλήματα, αλλά ήταν μέτριος μαθητής. Τίποτα δεν έδειχνε πως αυτό το παιδί από το Μπρούκλιν θα γινόταν ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς των ΗΠΑ, πως το όνομα του θα συγκαταλέγονταν ανάμεσα σε αυτά των κορυφαίων καλλιτεχνών όλων των εποχών και με τα έργα του θα επηρέαζε παγκοσμίως την τέχνη του θεάτρου. Η μόνη του επαφή με τη λογοτεχνία ήταν ορισμένα έργα του Ντίκενς, τα οποία είχε διαβάσει τυχαία, ενώ ώθηση προς τη συγγραφή δέχτηκε, διαβάζοντας τους «Αδερφούς Καραμαζώφ».
Πρώτα Βήματα
Το 1935 ο Άρθουρ Μίλερ ξεκίνησε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, με κύριο αντικείμενο σπουδών τη δημοσιογραφία. Διεύρυνε τις σπουδές του και στον κλάδο της φιλολογίας, των Αγγλικών, αλλά και της θεατρικής συγγραφής. Το ξεκίνημα αυτό σηματοδοτεί την έναρξη της συγγραφικής ζωής του Μίλερ. Ανακαλύπτει πως η συγγραφή θα γίνει συνοδοιπόρος και όπλο για τη ζωή του. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργάστηκε ως ρεπόρτερ σε φοιτητική εφημερίδα και παράλληλα έγραψε τα πρώτα του θεατρικά. Το 1936 κατέκτησε το πρώτο του βραβείο στο διαγωνισμό Χόπγουντ για το έργο «No Villain». Την πρωτιά στον ίδιο διαγωνισμό κατέκτησε και την επόμενη χρονιά με το έργο «Τιμές στην Αυγή», το οποίο είχε υπογράψει με το ψευδώνυμο Corona που εμπνεύστηκε από την μάρκα της γραφομηχανής του. Ακολούθησαν τα έργα «Τhe Grass Still Grows», «The Great Disobedience», «Listen My Children», «The Golden Years», «The Man Who Had All the Luck», «The Half-Bridge», τα οποία δε γνώρισαν επιτυχία και δεν χάρισαν στον Άρθουρ Μίλερ την αναγνωρισιμότητα και το δυναμικό ξεκίνημα που χρειαζόταν η καριέρα του, έδειξαν ξεκάθαρα όμως πως ήδη είχε γεννηθεί ένας πολυγραφότατος και ασταμάτητος συγγραφέας.
Η Αναγνώριση
Ο Άρθουρ Μίλερ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου απαλλάχθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα και έτσι δεν υπηρέτησε τη θητεία του. Εργάστηκε ως ραδιοφωνικός ρεπόρτερ για τα δίκτυα CBS και NBC, έγραψε θεατρικά μονόπρακτα και συνέθεσε ένα σύντομο χρονικό του Παγκοσμίου Πολέμου που βρισκόταν σε εξέλιξη. Το Νοέμβριο του 1944 τον υποδέχτηκε για πρώτη φορά το θέατρο Broadway με το έργο «The Man Who Had All The Luck». Η παράσταση αποδείχθηκε δημοφιλής, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και χάρισε στον Άρθουρ Μίλερ το βραβείο της Εθνικής Θεατρικής Συντεχνίας. Το 1945 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Focus».
Το 1947 ανεβαίνει ένα από τα σημαντικότερα έργα του το «All my Sons». Ήταν από τα πρώτα έργα που ο Μίλερ ασκούσε κριτική στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, σχολίαζε τις συνέπειες της ανάμειξης των ΗΠΑ στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για τη μέση αμερικανική οικογένεια. Έδειχνε τον αντίκτυπο ενός σκληρού πολέμου, που η κυβέρνηση απλώς έστελνε ψυχές σε μια κόλαση, χωρίς να ενδιαφερθεί για την αποκατάστασή τους.
Το 1949 είναι μια χρονιά που ο Άρθουρ Μίλερ «χτύπησε τρεις φορές», καθώς απέσπασε τρία βραβεία: Βραβείο Πούλιτζερ, Βραβείο Κριτικών Νέας Υόρκης και Βραβείο Τόνι. Και τα τρία ήταν για το εμβληματικότερο έργο του που έφερε τον τίτλο «Ο Θάνατος του Εμποράκου». Το 1950 γνωρίζει μεγάλη επιτυχία μετά από τη διασκευή του έργου «Ο Εχθρός του Λαού» του Ίψεν.
Άρθουρ Μίλερ και Μακαρθισμός
Ο Άρθουρ Μίλερ ως καλλιτέχνης δε θα μπορούσε να σταθεί άπραγος απέναντι στην αντικομμουνιστική υστερία του μακαρθισμού που επικράτησε κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Στο στόχαστρο των διώξεων της κυβέρνησης βρέθηκαν πολλοί καλλιτέχνες με την κατηγορία των φιλοκομμουνιστικών, αλλά και ξεκάθαρα αριστερών πεποιθήσεων. Το 1953 ο Μίλερ έγραψε και ανέβασε το έργο «Η Δοκιμασία», το οποίο παρουσιάζει ένα κατηγορητήριο που μέσω μεταφορών και αλληγορίας απευθύνεται στον μακαρθισμό. Το έργο δε γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην εποχή του, έγινε όπλο και σύμβολο, όμως, κάθε φορά που κάποια χώρα κινδύνευε από ολοκληρωτικά καθεστώτα και στέρηση ελευθεριών.
Ο συγγραφέας από το ξεκίνημα της καριέρας του είχε στο στόχαστρο την εκάστοτε κυβέρνηση των ΗΠΑ και σε κάθε ευκαιρία κατακεραύνωνε το «αμερικανικό όνειρο». Το όνειρο αυτό ήθελε τη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης, η οποία μέσω της σκληρής δουλειάς καταφέρνει να αποκτήσει οικονομική ευμάρεια και ιδανικά δύο παιδιά και γκαράζ για δύο αυτοκίνητα σε ένα σπίτι στα προάστια. Το ουτοπικό αυτό σενάριο δεν έμεινε ασχολίαστο από την καυστική πένα του Μίλερ και σε κάθε ευκαιρία το καταδίκαζε.
Το 1954 του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα και λίγα χρόνια μετά, το 1957, συνελήφθη από τις αρχές, κατηγορούμενος ως φιλοκομμουνιστής. Του ζητήθηκε να καταδώσει ονόματα γνωστών και συναδέλφων του με αριστερές πεποιθήσεις και ενέργειες, πράγμα το οποίο αρνήθηκε και καταδικάστηκε από το Κογκρέσο. Ένα χρόνο μετά αθωώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η Συνέχεια της Πορείας του Μίλερ
Το 1955 ο Άρθουρ Μίλερ ανέβασε δύο μονόπρακτα θεατρικά. Το πρώτο έφερε τον τίτλο «Α View From The Bridge» και είχε ως θέμα τους Ιταλούς μαφιόζους των ΗΠΑ και τον τρόπο που έστελναν χρήματα στη Σικελία. Ένα θέμα εμπνευσμένο από τα γεγονότα που βίωνε η Αμερική, καθώς επί δεκαετίες οι Ιταλοί μετανάστες είχαν ως κύρια ενασχόληση την παρανομία. Το δεύτερο είχε πηγή έμπνευσης, αλλά και σκηνικό δράσης, την αποθήκη που δούλευε ο συγγραφέας την περίοδο του Κραχ.
Την ίδια περίοδο, ο πρώτος του γάμος λήγει οριστικά, από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Αναγνωρίστηκε ως ακαδημαϊκός, καθώς έγινε επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Το 1956 παντρεύτηκε την Μέριλιν Μονρόε, την οποία είχε γνωρίσει το 1951. Ο γάμος τους διήρκεσε μόνο 5 χρόνια, διότι δεν ταίριαζαν καθόλου και η Μονρόε κατά τη διάρκεια του πάλευε με την κατάθλιψη και τις καταχρήσεις. Ο γάμος τους παρ’ όλα αυτά έμεινε στην ιστορία λόγω της μεγάλης σταρ και της μεγάλης αντίθεσης που είχαν οι χαρακτήρες τους. Το 1962, ένα χρόνο μετά το διαζύγιο με τη Μονρόε, παντρεύτηκε τη φωτογράφο Ίνκγε Μόρατ, με την οποία απέκτησε μια κόρη.
Το 1960 έγραψε το σενάριο για την ταινία «The Misfits», στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, ο Γκέιμπλ και ο Κλιφτ. Η ταινία δεν πήγε καλά εισπρακτικά, οι κριτικοί όμως εκθείασαν την ερμηνεία της Μέριλιν Μονρόε. Το 1964 το θεατρικό σανίδι υποδέχτηκε δύο έργα του: το «Incident at Vichy» και το «After the Fall». Για το δεύτερο, τού ασκήθηκε σκληρή κριτική, διότι χρησιμοποίησε στοιχεία από το γάμο του με τη Μονρόε, πράγμα το οποίο το κοινό δε δέχτηκε θετικά, αφού η μεγάλη ντίβα μόλις πριν 2 χρόνια είχε βρεθεί νεκρή. Το 1965 έγινε πρόεδρος της PEN International, η οποία ήταν η διεθνής ένωση λογοτεχνών και έκτοτε έδωσε σκληρό αγώνα για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Το δημοσιογραφικό του έργο δεν σταμάτησε ποτέ και ασχολήθηκε κυρίως με κοινωνικά και καλλιτεχνικά θέματα, αλλά και με φλέγοντα πολιτικά της επικαιρότητας. Το 1984 τιμήθηκε για την προσφορά του στην τέχνη του θεάτρου με το Kennedy Center Honors. Το 1987 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Timebends». Απέσπασε πολλά βραβεία καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του για το συγγραφικό του έργο. Τα Χριστούγεννα του 2004 ο Άρθουρ Μίλερ ανακοίνωσε πως το επόμενο έτος θα παντρευόταν την κατά πολλά χρόνια νεώτερη του σύντροφο, Άγκνες Μπάρλεϊ. Το γεγονός αυτό δεν πρόλαβε να γίνει, καθώς ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου του 2005 από καρδιακή ανεπάρκεια, στο σπίτι του στο Κονέκτικατ. Δύο χρόνια μετά το θάνατό του, ήρθε στο φως της δημοσιότητας πως από την Ίνγκε Μόρατ είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Ντάνιελ. Ο Ντάνιελ έπασχε από σύνδρομο Down και γι’ αυτό το λόγο ο Μίλερ δεν ήθελε να τον μεγαλώσει. Έξι εβδομάδες πριν πεθάνει τον συμπεριέλαβε στην διαθήκη του όμως.
Ο Θάνατος του Εμποράκου
Πρόκειται για το διασημότερο θεατρικό έργο του Άρθουρ Μίλερ, το οποίο του χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ και δύο ακόμη βραβεία. Είναι το έργο που πυροβολεί ευθέως το «αμερικανικό όνειρο» και στηλιτεύει όσα αυτό περιέχει, όπως ο κομφορμισμός, ο καταναλωτισμός και ο μύθος της φυγής ως μέσο γρήγορου πλουτισμού. Την σκηνοθεσία της παράστασης υπέγραψε ο μεγάλος Ελία Καζάν. Κεντρικός χαρακτήρας του έργου είναι ο Γουίλι, ο οποίος είναι ένας πλασιέ που δεν κατάφερε να γίνει επιτυχημένος καριερίστας και δεν κατάφερε να φτιάξει και μια επιτυχημένη οικογένεια. Σε ηλικία 60 χρονών κουβαλάει το φορτίο της επαγγελματικής και οικονομικής αποτυχίας, αφού δεν κατάφερε να εκπληρώσει το «αμερικανικό όνειρο». Αποφασίζει να αυτοκτονήσει με το αυτοκίνητό του για να προσφέρει με το θάνατό του τουλάχιστον κάτι στην οικογένειά του, τα χρήματα της ασφάλειας. Πρόκειται για μια τραγική φιγούρα που μέσα από την πορεία της βλέπουμε την αποτυχία των αμερικανικών προτύπων και τον αντίκτυπο στις ζωές και την ψυχολογία των ανθρώπων. Το έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία και καθιέρωσε τον Μίλερ παγκοσμίως. Ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1962 στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν.
Παρακάτω παρατίθεται μία συνέντευξη του παραχώρησε ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας το 1992.
Πηγές
www.newworldencyclopedia.org
el.wikipedia.org