Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας, με μια ζωή τρέλας και δημιουργίας. Γνώρισε την απόρριψη, την απογοήτευση και την περιθωριοποίηση από το κοινωνικό περιβάλλον του αλλά και από τους γονείς του, που ουσιαστικά τον τιμώρησαν για μια ζωή επειδή οι επιθυμίες του δεν ταίριαζαν με τις δικές τους. Παρά τις δυσκολίες όμως ο Γιαννούλης Χαλεπάς δεν έχασε ποτέ το ταλέντο του και δεν ξέχασε ποτέ να δημιουργεί σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται η «Κοιμωμένη», που την έφτιαξε σε ηλικία 25 ετών, λίγο καιρό πριν νοσηλευτεί στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Όμως ο Γιαννούλης Χαλεπάς μπόρεσε να ξανά – αφιερωθεί στην τέχνη του και να βιώσει την αγάπη και την αναγνώριση από τον καλλιτεχνικό αλλά και τον απλό κόσμο. Ο ηλικιωμένος πια Χαλεπάς γίνεται σύμβολο της δύναμης του ταλέντου αλλά και της μοναξιάς ενός ασυμβίβαστου καλλιτέχνη. Πέθανε το 1938 στα 87 του χρόνια, περιτριγυρισμένος από αγαπημένα πρόσωπα.
Οι ρίζες του Γιαννούλη Χαλεπά
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου στις 14 Αυγούστου 1851, ή σύμφωνα με άλλες πηγές στις 24 Αυγούστου. Ήταν το 1ο από τα 5 παιδιά της οικογένειας Χαλεπά, του Ιωάννης και της Ειρήνης. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν φημισμένη Τήνιοι μαρμαρογλύπτες. Ο πατέρας του και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα σε Βουκουρέστι, Σμύρνη και τα παράλια της Μ. Ασίας, Άγιο Όρος, Σύρο, Αθήνα και Πειραιά. Η μητέρα του, Ειρήνη, το γένος Λαμπαδίτη, ήταν μια αυστηρή, λιγομίλητη και καταπιεστική μητέρα. Αγαπούσε τον Γιαννούλη, το πρώτο της παιδί, περισσότερο από τα υπόλοιπα και ασκούσε πάνω του μεγάλη επίδραση. Με τιμωρίες, φόβο και απειλές οδήγησε τον Γιαννούλη να μην παραδέχεται την αγάπη του για εκείνη. Δεν υπήρχε πια η τρυφερή σχέση μεταξύ μητέρας και παιδιού.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς από μικρός είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε. Παρόλο που ήταν άριστος στα μαθήματα του σχολείου, οι δεξιότητές του είχαν αρχίσει να φαίνονται. Για αρκετό διάστημα κατά τα σχολικά χρόνια, ενώ είχε σταματήσει να μπαίνει στο εργαστήρι του πατέρα του, επισκεπτόταν άλλα εργαστήρια του χωριού του. Τα καλοκαίρια, η θάλασσα τον τραβούσε και περνούσε τις ώρες του στην παραλία του Πάνορμου. Μια άλλη αγαπημένη του συνήθεια ήταν να κάνει βόλτες με τους φίλους του στα περιβόλια της Λαγκάδας.
Οι σπουδές του Γιαννούλη Χαλεπά
Ο πατέρας του Γιαννούλη Χαλεπά, παρότι ήθελε να κάνει τον γιο του έμπορο, βλέποντας το ταλέντο του, δεν στάθηκε εμπόδιο στην επιθυμία του. Η μητέρα του όμως ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τον γιο της να γίνει μαρμαράς, καθώς την θεωρούσε μια δουλειά κατώτερη. Παρόλα αυτά όμως, ο Γιαννούλης Χαλεπάς αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Το 1869 πήγαν οικογενειακώς στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα γλυπτικής στην Σχολή Καλών Τεχνών. Στην Αθήνα υπήρχαν πολλά μαρμαρογλυφεία, με μεγαλύτερο εκείνο των αδερφών Φυτάλη στην οδό Ακαδημίας, απέναντι από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Αμέσως μόλις έφτασαν, πήγαν να συναντήσουν τον Γεώργιο Φυτάλη, τον μεγαλύτερο από τα αδέρφια, που τους υποδέχτηκε εγκάρδια. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ενθουσιάστηκε και στην συνέχεια επισκέφτηκε κι άλλα εργαστήρια Τηνιακών, όπως των αδερφών Μαλακατέ στη γωνία Σταδίου και Κοραή. Εκείνη την εποχή ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γεμάτος όνειρα και ελπίδες και ανυπομονούσε να εκφράσει το ταλέντο και την δημιουργικότητά του. Δάσκαλός του στη σχολή ήταν ο Ελληνοβαυαρός Λεωνίδας Δρόσης, νεοκλασικός γλύπτης. Το 1872 ο 21χρονος Γιαννούλης Χαλεπάς αποφοιτεί από την σχολή με άριστα.
Το 1873 το Πανελλήνιο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου έδωσε υποτροφία στον Γιαννούλη Χαλεπά, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Εκείνη την περίοδο επικρατούσε στην τέχνη ο κλασικισμός της αρχαίας Ελλάδας και δάσκαλός του έγινε ο διάσημος κλασικιστής γλύπτης Μαξ φον Βίντμαν. Κατά την παραμονή του στο Μόναχο, ο Γιαννούλης Χαλεπάς δεν ανέπτυξε σημαντικούς έρωτες και πολλές φιλίες, πέρα από την γνωριμία του με τον συμφοιτητή του, Γιώργο Κωνσταντινίδη. καλλιτεχνικά όμως παρουσιάζει μια πρωτόγνωρη ωριμότητα, που φαίνεται στα έργα του. Στο Μόναχο εξέθεσε τα έργα του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης» και «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», για τα οποία βραβεύτηκε με το Χρυσό Μετάλλιο το 1874. Το έργο «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», φτιαγμένο από μάρμαρο, με ύψος 1,35μ. βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα. Αυτό το νεανικό έργο ο Χαλεπάς συνδυάζει την παράδοση της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με στοιχεία ρομαντισμού και ρεαλισμού.
Το 1875 στην Έκθεση των Αθηνών, στο Ζάππειο, εξέθεσε τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα» και το ανάγλυφο της «Φιλοστοργίας», έργου του από το 1835. Η υποδοχή που του κάνανε όμως ήταν αρνητική σε ανεξήγητο βαθμό.
Το 1876, μετά από την μείωση στο μισό και στην συνέχεια την καθυστέρηση για 1 χρόνο, η υποτροφία του διακόπηκε. Έτσι, στις αρχές της άνοιξης του 1876, ο Γιαννούλης Χαλεπάς επιστρέφει στην ΑΘήνα, όπου αρχικά άρχισε να εργάζεται στο εργαστήριο του πατέρα του και στην συνέχεια άνοιξε το δικό του.
Η ερωτική απογοήτευση
Λίγο πριν ανοίξει το εργαστήριό του στην Αθήνα το 1877, ο Γιαννούλης Χαλεπάς θέλησε να επισκεφτεί το χωριό του στην Τήνο. Στη σκέψη του βρισκόταν η Μαριγώ Χριστοδούλου, ανιψιά ενός Τήνιου βουλευτή και μοναδικός του έρωτας. Παρά την απόσταση, που τους χώριζε, η αγάπη του για εκείνη δεν είχε χαθεί και η μορφή της ήταν συνεχώς στο μυαλό του. Αποφασίζει, λοιπόν, να επισκεφτεί το αρχοντικό των Χριστοδούλου για να ζητήσει το χέρι της. Οι δικοί της αρνήθηκαν κι έτσι ο έρωτας του Γιαννούλη Χαλεπά για την Μαριγώ Χριστοδούλου έμεινε ανεκπλήρωτος. Η απόρριψη αυτή τον πλήγωσε βαθιά και κλόνισε τον ευαίσθητο ψυχισμό του. Αυτό ήταν και η αρχή της αντίστροφης μέτρησης για τον καλλιτέχνη.
Η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά
Μετά από την ερωτική απογοήτευση και με την ψυχή πληγωμένη, ο 25χρονος Γιαννούλης Χαλεπάς επιστρέφει στην ΑΘήνα, όπου αρχίζει να εργάζεται πυρετωδώς. Τον Ιανουάριο του 1878 μπαίνει στο εργαστήριό του μια γυναίκα στα μαύρα, η μητέρα της Σοφίας Αφεντάκη. Η κόρη της είχε πεθάνει μόλις στα 18 της από φυματίωση κι εκείνη ζήτησε από τον Γιαννούλη Χαλεπά να κατασκευάσει ένα ταφικό μνημείο με το άγαλμα της κόρης της. Ο Χαλεπάς έφτιαξε το πήλινο πρόπλασμα, το οποίο έφτιαξαν αργότερα στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Η «Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά βρίσκεται ακόμα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου είναι και ο τάφος της Σοφίας Αφεντάκη. Είναι ένα αξεπέραστο έργο νεοελληνικής γλυπτικής και θεωρείται ως το κορυφαίο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά. Προκάλεσε όμως τον φθόνο των συναδέλφων του και παρόλο τον καλλιτεχνικό θρίαμβο, το έργο συνόδευε η απόλυτη σιωπή. Όπως έχει γράψει και ο Χρήστος Σαμουηλίδης, αυτή η απόλυτη σιωπή ήταν η σταγόνα που εξόντωσε τον Γιαννούλη Χαλεπά.
Η κατάρρευση του Γιαννούλη Χαλεπά
Ο 25χρονος Γιαννούλης Χαλεπάς, μετά την δημιουργία της «Κοιμωμένης», ένιωθε πως χρειαζόταν ελευθερία για να δημιουργήσει και δεν άντεχε να φυλακιστεί σε παραγγελίες άλλων. Οι γονείς του όμως ήταν αντίθετοι με αυτή του της επιλογή. Προτιμούσαν να ασχοληθεί με τις παραγγελίες για να κερδίσει χρήματα. Έτσι, λοιπόν, άρχισαν να του απαγορεύουν την ελεύθερη δημιουργία.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς έπαθε νευρικό κλονισμό. Άρχισε να καταστρέφει τα έργα του, καθώς τίποτα δεν τον ικανοποιούσε, ενώ επιχείρησε και αρκετές φορές να αυτοκτονήσει. Αίτια της ασθένειάς του τώρα πια, πέρα από κάποια πιθανή κληρονομικότητα, θεωρούνται η τελειομανία του, η υπερκόπωση, η ερωτική απογοήτευσή και τα εμπόδια στην ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση. Εκείνη την εποχή όμως, η ψυχολογία και η ψυχιατρική ήταν ακόμα στα αρχικά τους στάδια και οι γονείς του Γιαννούλη Χαλεπά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειάς του.
Ο πατέρας με τον αδερφό του Γιαννούλη είχαν φύγει για να δουλέψουν στη Μ. Ασία. Η μητέρα του Γιαννούλη ανησυχεί όταν ο γιατρός την ενημερώνει οτι μπορεί ο γιος της να έχει κάποια ψυχοπάθεια. Έστειλε, λοιπόν, γράμμα στον άντρα της κι εκείνος μετά από μέρες φτάνει στην Αθήνα. Στο σπίτι τους, στην οδό Μαυρομιχάλη 6, βλέπει την γυναίκα του σε άσχημα κατάσταση. Ο γιος του δούλευε στο εργαστήρι κι όταν τον είδε, ξέσπασε σε κλάματα. Η πρόταση του γιατρού ήταν να κάνει ο Γιαννούλης ένα θεραπευτικό ταξίδι στα λουτρά της Λούτζας στη Μικρά Ασία κοντά στα Αλάτσατα, εκεί που δούλευαν ο Χαλεπάς πατέρας με τον άλλο γιο. Αρχικά υπήρξε μια βελτίωση, που δεν κράτησε όμως πολύ και ακολούθησε μια απόπειρα αυτοκτονίας.
Οι γιατροί στην Αθήνα πρότειναν τον εγκλεισμό του Γιαννούλη Χαλεπά σε ψυχιατρείο. Η μητέρα του όμως αντέδρασε και πρότεινε ένα ταξίδι στην Ιταλία. Ένα μήνα έμειναν στην Φλωρεντία και μετά πήγαν στην Ρώμη. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς θαυμάζει τα έργα των Ιταλών καλλιτεχνών και ευχαριστιέται αυτό το ταξίδι. Στην συνέχεια πηγαίνουν στην Νάπολη και τέλος στην Πομπηία. Επιστρέφουν στην Ελλάδα στα τέλη του 1879.
Με την επιστροφή στην Ελλάδα, επέστρεψαν και τα συμπτώματα την ασθένειας του Γιαννούλη Χαλεπά. Άρχισε να βυθίζεται και πάλι στην σιωπή και τα παραμιλητά. Μετά από 10 χρόνια επιστρέφει στην Τήνο, όπου κάνει μακρινούς περιπάτους και αγναντεύει τη θάλασσα. Προσπάθησε να προσεγγίσει ξανά το περιβάλλον της Μαριγούλας, χωρίς επιτυχία. Μετά από λίγο επιστρέφει στο σπίτι του στην Αθήνα.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς τρόφιμος ψυχιατρείου
Η κατάσταση του Γιαννούλη Χαλεπά συνεχώς χειροτέρευε. Το 1888 οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας με την ρητή εντολή να μην του επιτραπεί να έχει οποιαδήποτε καλλιτεχνική δημιουργία. Πίστευαν λανθασμένα ότι η τέχνη του τον οδηγούσε στην τρέλα και όχι η πίεση που του ασκούσαν εκείνοι.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς στο ψυχιατρείο αντιμετωπίστηκε όπως κάθε ψυχασθενής εκείνη την εποχή. Οι γιατροί και οι φύλακες, ακολουθώντας τις εντολές της οικογένειας, κατέστρεφαν οτιδήποτε είχε δημιουργήσει εκείνος είτε το είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται ότι από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει κατά τον εγκλεισμό του, μόνο ένα έργο σώθηκε, που το είχε κλέψει ένας φύλακας και είχε παραπέσει στο υπόγειο του ιδρύματος. Ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.
Οι μέρες του Γιαννούλη Χαλεπά στο ψυχιατρείο ήταν κενές, βυθισμένες στο σκοτάδι και το βλέμμα του μονίμως απλανές και μελαγχολικό. Κατά την παραμονή του δεν τον επισκέφθηκε ποτέ κανείς δικός του, πέρα από τον παλιό του φίλο Γιώργο Κωνσταντινίδη. Την μονοτονία της ζωής του έσπασε το 1901 ένα γράμμα της μητέρας του, [ου τον πληροφορούσε ότι είχε πεθάνει ο πατέρας του. Μόλις διάβασε αυτό το γράμμα, ο Γιαννούλης Χαλεπάς έκλαψε για ώρα.
Ένα χρόνο περίπου μετά τον θάνατο του πατέρα του, που θεωρούνταν ο κύριος υπεύθυνος για τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, η μητέρα του πήγε να πάρει τον γιο της πίσω στο σπίτι, αφού θεωρούνταν πια «ήσυχος». Ήταν 6 Ιουνίου του 1902 και Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είχε μείνει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας 13 χρόνια, 10 μήνες και 27 ημέρες.
Η ζωή μετά το ψυχιατρείο
Η οικογένεια, μετά την επιστροφή του Γιαννούλη στον έξω κόσμο, δεν έμεινε για πολύ στην Αθήνα. Ο πατέρας είχε πεθάνει, ένας αδελφός είχε αυτοκτονήσει, μια αδερφή είχε ψυχολογικά προβλήματα και η μητέρα έδειχνε γερασμένη εξαιτίας όλων αυτών των καταστάσεων. Επιστρέφουν, λοιπόν, στον Πύργο της Τήνου, όπου η μητέρα επιτηρούσε αυστηρά τον 50χρονο πια Γιαννούλη Χαλεπά. Πίστευε ακόμα ότι η τέχνη και η γλυπτική ευθύνεται για την τρέλα του γιου της και γι αυτό έκρυβε τα υλικά του και κατέστρεφε ότι εκείνος δημιουργούσε. Πολλά από τα έργα του τα πέταγε ανάκατα στο υπόγειο του σπιτιού. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς όμως είχε τόση λαχτάρα να καλλιτεχνήσει, που βρήκε τρόπο να το κάνει στους τοίχους του σπιτιού του, φτιάχνοντας καλλιτεχνικά γραφήματα. Όταν τα έβλεπαν οι δικοί του, ασβέστωναν από πάνω τους για να μην φαίνονται.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν πια μια πληγωμένη ψυχή και δυο φυλακισμένα χέρια. Οι συντοπίτες του τον αντιμετωπίζουν σαν τον τρελό του χωριού. Γίνεται νεροκουβαλητής, βόσκει τις κατσίκες των συγχωριανών του και δέχεται τις κοροϊδίες των παιδιών. Κι αυτό γυρίζει κουρελής στους δρόμους και μαζεύει από κάτω τις γόπες για να τις καπνίσει. Το βράδυ γυρίζει στο σπίτι του και κάθεται αμίλητος σε μια γωνιά για να μην τον μαλώσει η ηλικιωμένη μητέρα του.
Μόλις ο καθηγητής του στο Πολυτεχνείο, Θωμάς Θωμόπουλος, έμαθε ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς βγήκε από το ψυχιατρείο, τον επισκέφθηκε στην Τήνο και συγκλονίστηκε από την κατάσταση που αντίκρισε. Το 1915 ο Κωστής Παλαμάς έγραψε για τον Γιαννούλη Χαλεπά στην εφημερίδα «Εμπρός», τονίζοντας ότι η τέχνη έπαψε πια να φωτίζει τον δρόμο του και είναι ένας ζωντανός νεκρός στον τόπο του.
Ο θάνατος της μητέρας του και η απελευθέρωση
Το 1916 πέθανε η μητέρα του Γιαννούλη Χαλεπά, έχοντας ήδη χάσει δυο παιδιά, την Κατερίνα και τον Πραξιτέλη. Ο 65χρονος Γιαννούλης δεν έχυσε ούτε δάκρυ. Στεκόταν αδιάφορα δίπλα στην σορό της μητέρας του και δεν ακολούθησε την κηδεία στο νεκροταφείο. Άνοιξε το υπόγειο του σπιτιού κι άρχισε αμέσως να δουλεύει. Μπορεί να είχαν περάσει δεκαετίες από την τελευταία φορά που ασχολήθηκε με την γλυπτική όμως η καταπιεσμένη τέχνη του ξέσπασε. Οι συγχωριανοί του θεώρησαν φυσική αυτή την αντίδραση για ένα τρελό, όπως θεωρούσαν εκείνον. Εκείνος όμως αισθανόταν πια ελεύθερος. Μόλις επέστρεψαν από τον νεκροταφείο στο σπίτι, η ανιψιά του ρώτησε τον Γιαννούλη Χαλεπά αν ίσχυαν οι φήμες που άκουσε, ότι αγαπούσε τη Σοφία Αφεντάκη, στον τάφο της οποίας είχε δημιουργήσει το γλυπτό της «Κοιμωμένης». Εκείνος απάντησε ότι μοναδική του αγάπη υπήρξε η Μαριγώ. Εκείνη, όμως, είχε παντρευτεί πια κάποιον άλλο.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα του ο Γιαννούλης Χαλεπάς είχε θεραπευτεί εντελώς. Παρότι το περιβάλλον του τόπου του ήταν εχθρικό για τους ψυχικά ασθενείς και διέθετε εντελώς πρωτόγονα μέσα, εκείνος σε πείσμα όλων άρχισε να δημιουργεί για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Και ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Άρχισε πάλι να δημιουργεί αριστουργήματα χρησιμοποιώντας μάλιστα μια εντελώς καινούρια τεχνοτροπία. Αν και είχε 4 δεκαετίες να ασχοληθεί και να ενημερωθεί για τις εξελίξεις, αναδύθηκε ένα ολοκαίνουριος καλλιτέχνης. Ήταν ο μοναδικός σύγχρονος γλύπτης που απέδιδε τόσο εκπληκτικά τις πτυχώσεις στα ρούχα των αγαλμάτων, που δεν είχαν σε τίποτα να ζηλέψουν εκείνα της αρχαιότητας.
Το 1923 ο καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, Θωμάς Θωμόπουλος, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του. Το 1925 τα έργα αυτά παρουσιάστηκαν σε μια έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών. Αποτέλεσμα αυτής της έκθεσης ήταν το 1927 ο Γιαννούλης Χαλεπάς να βραβευτεί με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Εκτός από τον Θωμόπουλο, τον Γιαννούλη Χαλεπά επισκέφτηκε και ο τότε Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ο 76χρονος καλλιτέχνης θα καταφέρει να γίνει πια αποδεκτός στον πνευματικό κόσμο. Το ταλέντο του αλλά και η φήμη του τρελού που γιατρεύτηκε τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεωτεριστών καλλιτεχνών. Το 1928 έγινε η 2η έκθεση έργων του Γιαννούλη Χαλεπά στο Άσυλο Τέχνης.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Γιαννούλη Χαλεπά
Το 1930 η ανιψιά του Γιαννούλη Χαλεπά, Ειρήνη Χαλεπά, έπεισε τον θείο της να πάει να μείνει μαζί της στο σπίτι της στην Αθήνα, στη Νεάπολη, στην οδό Δαφνομήλη 35. Θέλει να τον βοηθήσει να ξαναβρεί τον εαυτό του. Στις 27 Αυγούστου 1930 ο Γιαννούλης Χαλεπάς αποφάσισε να επισκεφτεί την «Κοιμωμένη». Εκεί, ένα πλήθος είχε συγκεντρωθεί απ’ όλη την Αθήνα για να τον συναντήσει, δημιουργώντας το αδιαχώρητο στην είσοδο και στο προαύλιο του Α’ Νεκροταφείου, σε τέτοιο σημείο που χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας για να μπορέσει να φτάσει ο καλλιτέχνης στο σημείο. Κι έτσι, 52 χρόνια μετά την δημιουργία του, ο Γιαννούλης Χαλεπάς συνάντησε και πάλι το θρυλικό του έργο. Η συγκίνηση, όπως είναι φυσικό, ήταν μεγάλη και η εσωτερική του ταραχή εμφανής.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς πέρασε τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του στην ΑΘήνα. Ήταν πια μια αναγνωρισμένη προσωπικότητα των τεχνών και ο κόσμος τον θαύμαζε και το λάτρευε. Αυτά όμως δεν άγγιζαν τον Γιαννούλη Χαλεπά, που δούλευε με πάθος. Τα θέματα που επιλέγει, πέρα από την ελληνική μυθολογία, αφορούν και προσωπικά του βιώματα. Χαρακτηριστικό έργο εκείνης της περιόδου είναι η «Αναπαυομένη» το 1931. Το γλυπτό δείχνει μια γυναίκα, που στο δεξί της χέρι κρατάει μια πεταλούδα και την εμποδίζει να πετάξει. Η πεταλούδα συμβολίζει μια ψυχή. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς θεωρούσε αυτό το έργο του ανώτερο από την «Κοιμωμένη».
Ο πάντα δημιουργικός Γιαννούλης Χαλεπάς είχε αρχίσει να έχει πια φανερά τα σημάδια των γηρατειών και της κούρασης πάνω του. Τα χέρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν ενώ κάποια στιγμή η ημιπληγία νέκρωσε το δεξί του χέρι. Όμως πια δεν ήταν μόνος του. Είχε δίπλα του τα αγαπημένα του πρόσωπα, που έμειναν εκεί μέχρι το τέλος. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 1938 σε ηλικία 87 ετών.
Το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς άφησε πίσω του σπουδαίο έργο, που υπολογίζεται περίπου σε 150 δημιουργίες, που περιλαμβάνουν γλυπτά αλλά και πολλά σχέδια και σκίτσα σε μονόφυλλα ή τετράδια. Σώζονται χρονολογημένα από το 1918 μέχρι και το θάνατό του το 1938. Πρόκειται για κλασικά στην σύλληψή τους έργα, που έχουν όμως νεοτερικές τάσεις. Εκείνο που εκτιμάται ακόμα κι από απλούς παρατηρητές είναι η εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων.
Ένα μεγάλο σύνολο των γλυπτών του Γιαννούλη Χαλεπά βρίσκεται στην κατοχή της οικογένειας Β. Χαλεπά, ενώ σημαντικά σύνολα γλυπτών φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα. Στην μόνιμη έκθεση του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού στην Χώρα της Τήνου, στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά, βρίσκονται 21 γλυπτά του καλλιτέχνη ενώ κάποια υπάρχουν και σε ιδιωτικές συλλογές.
Το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά έχει χωριστεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος, από το 1870 ως το 1878, καλύπτει τα νεανικά του χρόνια μέχρι την εμφάνιση της αρρώστιας του. Η δεύτερη περίοδος, από το 1902 ως το 1930, αφορά τα χρόνια που έζησε κι εργάστηκε στην Τήνο μετά την επιστροφή του από το ψυχιατρεία της Κέρκυρας. Η αρρώστια του αυτή επηρέασε τόσο το έργο του ώστε αυτή την περίοδο να έχει μια διαφορετική αντίληψη, αποβάλλοντας κάθε περιττό και αναζητώντας την ουσία των θεμάτων. Η τρίτη περίοδος είναι από το 1930 μέχρι το 1938 και αφορά τα χρόνια που έζησε κι εργάστηκε στην Αθήνα. Τώρα πια δεν υπάρχει κάτι που να τον περιορίζει ψυχικά και συναισθηματικά κι αυτό φαίνεται και στα έργα του.
Η ζωή και το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά είναι διδακτική για όλους μας. Οι γονείς του έφτασαν στα άκρα για να φυλακίσουν το πνεύμα του και να τον περιορίσουνε εκείνο που ήθελαν. Και αυτή η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα έφτασε να θεωρείται ο τρελός του χωριού. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε ποια θα ήταν η ζωή και το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά αν αντί να τον εγκλωβίζουν τον είχαν ενθαρρύνει.
Ακολουθεί η ταινία μικρού μήκους «Χαλεπάς», σε σκηνοθεσία The boy και Αργυρώς Χιώτη.
Για το άρθρο χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από:
- Γιαννούλης Χαλεπάς, Ανακτήθηκε από: https://el.wikipedia.org/ Τελευταία πρόσβαση: 23/7/22
- Πανταζόπουλος, Γ. (2020). Γιαννούλης Χαλεπάς: Η τραγική ζωή του μεγαλύτερου Έλληνα γλύπτη. Ανακτήθηκε από: https://www.lifo.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 23/7/22
- Γιαννούλης Χαλεπάς: Η μυθιστορηματική ζωή του γλύπτη σε μία έκθεση. (2022). Ανακτήθηκε από: https://www.huffingtonpost.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 23/7/22
- Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. (2007). ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ. Ανακτήθηκε από: https://www.nationalgallery.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 23/7/22
- ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ, Ανακτήθηκε από: https://www.tinos.biz/ Τελευταία πρόσβαση: 23/7/22
- Γιαννούλης Χαλεπάς. Η ερωτική απογοήτευση για την Μαριγούλα και η μανία να καταστρέφει τα έργα του. Η νέα ζωή στα 76, Ανακτήθηκε από: https://www.mixanitouxronou.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 23/7/22
- Liza. (2019). Η διδακτική ιστορία για όλους τους γονείς –Γιαννούλης Χαλεπάς, η συγκλονιστική ζωή του. Ανακτήθηκε από: https://e-mama.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 23/7/22
- Λούτσου, Ευαγ. (2019). Γιαννούλης Χαλεπάς: Η αυταρχική μητέρα του, ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο και η επιστροφή στα 65 του χρόνια. Ανακτήθηκε από: https://www.enimerotiko.gr/ Τελευταία πρόσβαση: 23/7/22