[punica-dropcap]Μ[/punica-dropcap]αστοροχώρια είναι ο τόπος των ξακουστών μαστόρων της πέτρας, που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο αφήνοντας πίσω τους έργα σπάνιας ομορφιάς. Τα πρώτα πέτρινα σπίτια τους εμφανίζονται σε λιγότερο από είκοσι λεπτά, αφότου αφήσεις πίσω σου την Κόνιτσα οδηγώντας με βόρεια κατεύθυνση προς Κοζάνη. Διάσπαρτα χωριουδάκια αριστερά και δεξιά του ποταμού Σαραντάπορου, που φτάνουν έως τις παρυφές του Γράμμου, καφενεία που είναι καθημερινά ανοιχτά το χειμώνα –παρά τους λιγοστούς κατοίκους–, ήσυχες πέτρινες γειτονιές, πυκνά δάση οξιάς και τοξωτά γεφύρια συνθέτουν το σκηνικό της απόδρασης σε τούτη τη γωνιά της Ηπείρου. Είναι ο τόπος των ξακουστών μαστόρων της πέτρας, που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο αφήνοντας πίσω τους έργα σπάνιας ομορφιάς.
Τα χωριά που αποτελούσαν τον παλιό Δήμο Μαστοροχωρίων είναι τα: Ασημοχώρι, Βούρμπιανη, Γοργοπόταμος, Δροσοπηγή, Οξυά, Καστάνιανη, Κεφαλοχώρι, Λαγκάδα, Πλαγιά, Πληκάτι, Πυρσόγιαννη, Χιονάδες και ο οικισμός της Θεοτόκου. Με το νέο νόμο «Καλλικράτης», ο Δήμος Μαστοροχωρίων μετονομάζεται σε «Δημοτική Ενότητα Μαστοροχωρίων» και συνενώνεται με το Δήμο Κόνιτσας και τις Κοινότητες Αετομηλίτσας, Διστράτου και Φούρκας, που αποτελούν πλέον τον νέο Δήμο Κόνιτσας.
Όλα τα Μαστοροχώρια υπήρξαν κέντρα των λαϊκών μαστόρων της πέτρας, των λαϊκών κτιστάδων (λιθοδόμων) και των πελεκάνων (λιθοξόων). Ήδη από τον 19ο αιώνα στην Ήπειρο, όταν έλεγαν «Μαστοροχώρια» εννοούσαν τα χωριά κτιστάδων της επαρχίας Κόνιτσας. Για περισσότερο από τρεις αιώνες, οι μαστόροι ταξιδεύουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και σε όλα τα Βαλκάνια. Από τα τέλη του 19ου αιώνα επιχειρούν τολμηρά και υπερπόντια ταξίδια. Αίγυπτος, Σουδάν, Αιθιοπία, Κογκό, Περσία, παραλιακή Τουρκία (Σμύρνη, Προύσα), Ρωσία (Ιρκούτσκ, Βλαδιβοστόκ), Γαλλία και Αμερική.
Εμπνεόμενοι από το φυσικό περιβάλλον μετακινούνται σε διάφορες περιοχές κατασκευάζοντας κάθε είδους κτίρια. Γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες, σαράγια, τζαμιά, χαμάμ, αρχοντικά, φάρους, μύλους, λιοτρίβια. Τα έργα τους, σκορπισμένα επί αιώνες σε τόπους κοντινούς, αλλά και σε χώρες μακρινές, μιλούν από μόνα τους για τις αρχιτεκτονικές τους αρετές και την καλλιτεχνική τους αξία. Όλη τους η τέχνη ήταν μία λέξη: αργά. Όσο πιο αργά δούλευαν, τόσο πιο καλοί μαστόροι ήταν. Τραγουδούσαν και σφύριζαν στο πελέκημα για να ξεχνιούνται και να μη βιάζονται. Εργάζονταν ομαδικά, οργανωμένοι σε ομάδες-μπουλούκια, δηλαδή οικοδομικά συνεργεία, που στηρίζονταν στο εθιμικό δίκαιο, σε άγραφους, αυστηρούς κανόνες και σε μια απαράβατη ιεραρχία. Μαθητούδια, τσιράκια, καλφάδες, αρχικαλφάδες, μάστοροι.
Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας (αρχιμάστορας), ο οποίος έπρεπε να έχει καταξιωθεί μέσα από την τέχνη του. Για να συνεννοούνται μεταξύ τους και να μην τους καταλαβαίνουν οι εκάστοτε εργοδότες, χρησιμοποιούσαν τη συνθηματική γλώσσα, τα κουδαρίτικ (κούδα=πέτρα). Έκτιζαν με ήθος, φιλότιμο και γνώση και θεμελίωσαν μια γηγενή αρχιτεκτονική αισθητική. Αξιώθηκαν να γίνουν μύθος και δημοτικό τραγούδι. Η αναχώρηση των μπουλουκιών γινόταν συνήθως την άνοιξη και συγκεκριμένα την Καθαρά Δευτέρα και η επιστροφή το φθινόπωρο. Στον τόπο του αποχωρισμού εκτυλίσσονταν σκηνές «αρχαίας τραγωδίας», καθώς μανάδες και γυναικόπαιδα αποχαιρετούσαν τους ξενιτεμένους.
Τα έργα των μαστόρων από τα χωριά του Δήμου Μαστοροχωρίων είναι τόσα πολλά και ποικίλα, ώστε δίκαια έμεινε η φράση ότι αυτοί “έχτισαν τον κόσμο”. Η παλαιότερη τεκμηριωμένη αναφορά επώνυμων μαστόρων από τα Μαστοροχώρια ανάγεται στα 1740, σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία σε αρχοντικό της Σιάτιστας, και αφορά μαστόρους από το χωριό Μπλίσδιανη, τη σημερινή Λαγκάδα. Ωστόσο, η τέχνη τους εξελίχτηκε και έφτασε στο απόγειό της τον 19ο αιώνα. Οι Πυρσογιαννίτες και Βουρμπιανίτες τεχνίτες, η φήμη των οποίων κυριαρχεί στα συγγράμματα, έχτισαν το 1871 το μονότοξο γεφύρι της Κόνιτσας. Έχτισαν επίσης το δίτοξο της Ζέρμας και πολλά τρίτοξα στα Ζαγοροχώρια.
Τα μπουλούκια των μαστόρων έφτιαξαν καταπληκτικά μοναστήρια όπως: την ανακαίνιση της Μονής της Ζέρμας, τη Μονή Στομίου, τη Μονή της Παναγιάς Μολυβδοσκέπαστης. Επίσης, εκκλησίες όπως: του Αγίου Νικολάου Πυρσόγιαννης, του Αρχιμαντρειού και της Μητρόπολης Ιωαννίνων και πλήθος άλλες, καμπαναριά στη Φιλιππιάδα και στη Δημητσάνα, σεράγια πασάδων στο χώρο της Ηπείρου και της Αλβανίας, αρχοντικά, μύλους, φούρνους και πέτρινα πηγάδια, ακόμα και φάρους όπως στο Λουτράκι στο Ηραίο ακρωτήριο. Δεν θα μπορούσαν να λείπουν και από πολλά έργα της Αθήνας στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως είναι η αποπεράτωση του ναού της Παναγιάς Χρυσοσπηλαιώτισσας. Στις ΗΠΑ (Ντιτρόιτ) και στην Περσία μαστόροι από τα Μαστοροχώρια έκαναν εργασίες διάνοιξης σιδηροδρομικών γραμμών ή έκτισαν γέφυρες.
Αυτό που χαρακτηρίζει τα βουνά της περιοχής είναι η ποικιλία του τοπίου. Από τις δασωμένες πλαγιές ως τα αλπικά λιβάδια και από τα χαμηλά φαράγγια έως τις κορυφογραμμές. Η σύνθεση της χλωρίδας της περιοχής είναι ιδιαίτερα πλούσια σε αριθμό φυτικών ειδών και αποτελεί πόλο έλξης για τους βοτανικούς επιστήμονες.
Έως σήμερα στην περιοχή έχουν βρεθεί 650 είδη που κατανέμονται σε 79 οικογένειες. Μεγάλης επίσης οικολογικής σημασίας είναι τα εκτεταμένα φυσικά ώριμα δάση που παραμένουν ανεπηρέαστα. Αυτό συνέβη διότι έμειναν εκτός εκμετάλλευσης για πολλές δεκαετίες λόγω του φόβου των ναρκοπεδίων και της εγκατάλειψης της περιοχής . Οξιές, μακεδονική δρυς, ανατολικός πλάτανος, μαύρη πεύκη, ελάτη, ρόμπολα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά είδη των μεγάλων δέντρων που συναντούμε. Στα αλπικά λιβάδια του Γράμμου συναντούμε και την Γκίστοβα ή Αλπική Λίμνη στα 2.350 μ. Είναι η ψηλότερη από κάθε άλλη ορεινή λίμνη στην Ελλάδα και στην οποία ζουν τρία είδη τρίτωνα. Πλούσια είναι η πτηνοπανίδα στην περιοχή, όπου ξεχωρίζουμε 21 αρπακτικά πουλιά (σταυραετός, χρυσαετός, κιρκινέζι κλπ.) δρυοκολάπτες, πετροπέρδικα κ.ά. Επίσης συναντώνται μεγαλύτερα θηλαστικά όπως αγριόγιδο, καφέ αρκούδα, αγριογούρουνα, ζαρκάδια, ελάφια και λύγκες, λύκοι και βίδρες.
Κάθε χωριό κι άλλη ιστορία
Το Ασημοχώρι (Λισκάτσι):
Είναι χτισμένο ανάμεσα σε δύο παραπόταμους του Σαραντάπορου με το μοναδικής ομορφιάς δάσος και φημίζεται για τους μαραγκούς, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε φημισμένους σκαλιστάδες με ειδικότητα στις κυκλικές σκάλες. Στην πλατεία του χωριού δεσπόζει το πετρόχτιστο σχολειό. Θεμελιώθηκε το 1907, και η κεντρική εκκλησία της Παναγίας που χτίστηκε το 1877.
Βούρμπιανη:
Οι κάτοικοί του ήταν επίσης ξακουστοί κτιστάδες και ξυλουργοί, που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο, ενώ διακρίθηκαν και στα γράμματα. Το 1875 ιδρύεται στο χωριό ένα σχολείο που έμελλε να γίνει πρότυπο σχολαρχείο ολόκληρης της επαρχίας Κόνιτσας. Ένα διαφορετικό χωριό σε σύγκριση με τα άλλα Μαστοροχώρια όπου ο επισκέπτης αξίζει να επισκεφθεί και τον Ιερό ναό της Παναγίας με το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 16ου αιώνα. Απαραίτητη μία στάση στην κεντρική πλατεία με τον πλάτανο και τα δύο παραδοσιακά καφενεία.
Δροσοπηγή (Κάντσικο):
Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα χωριά του Δήμου. Οι κάτοικοι ήταν κτίστες αλλά επίσης διακρίθηκαν στην αμπελοκαλλιέργεια και στην τέχνη του βαρελά. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει κοντά στη Δροσοπηγή ένα από τα λίγα γεφύρια που σώθηκαν στο Δήμο και το, μοναδικό στον άνω Σαραντάπορο, πέτρινο γεφύρι της Ζέρμας.
Καστάνιανη:
Είναι από τα πιο ιδιαίτερα για την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία τους Μαστοροχώρια. Ο επισκέπτης αξίζει να περιηγηθεί στα σοκάκια και να θαυμάσει τα πέτρινα σπίτια, τα καλντερίμια, αλλά και την κεντρική πλατεία. Αν είστε τυχεροί και πέσετε πάνω στις εκδηλώσεις του χωριού, θα νιώσετε πρωτόγνωρα. Ο επισκέπτης μπορεί να μείνει στον πέτρινο δημοτικό ξενώνα, ο οποίος διαθέτει τέσσερα δωμάτια και προσφέρει γνήσια μαστοροχωρίτικη φιλοξενία. Οι Καστανιανίτες μαστόροι ήταν ονομαστοί για την τέχνη τους στο πελέκημα και χτίσιμο της πέτρας και έργα τους υπάρχουν διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα.
Κεφαλοχώρι:
Είναι το πιο παραγωγικό χωριό της περιοχής με αρκετούς μόνιμους κατοίκους που σήμερα ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία. Το χωριό διαθέτει ταβέρνες, ενώ λειτουργεί ακόμα και νηπιαγωγείο και δημοτικό. Το Κεφαλοχώρι είναι ένα καινούργιο χωριό κτισμένο κοντά στην εθνική οδό, το οποίο δημιουργήθηκε το 1969, όταν οι κάτοικοι αναγκάστηκαν λόγω κατολισθήσεων να εγκαταλείψουν την παλιά Λυκόρραχη.
Λαγκάδα:
Ακόμα ένα γνωστό χωριό ανάμεσα στα πολλά Μαστοροχώρια του οποίου οι κάτοικοι εργάστηκαν ως μάστορες στη Δυτική Θεσσαλία και στη Δυτική Μακεδονία και κυρίως στα αρχοντικά της Σιάτιστας. Σήμερα έχει αρκετούς μόνιμους κατοίκους, ενώ δραστηριοποιούνται και δύο μονάδες υλοτομίας και επεξεργασίας ξύλου, τέσσερις δασικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί και αρκετές κτηνοτροφικές μονάδες.
Οξυά:
Η παλιά της ονομασία είναι Σέλτση. Οι Σελτσιώτες μαστόροι και μαραγκοί ταξίδεψαν και δούλεψαν στην Θεσπρωτία, τη Μακεδονία, την Πάτρα και την Αθήνα, στην Αλβανία, την Περσία, την Αβησσυνία και το Χαρτούμ. Η πολυάριθμη παροικία του Σουδάν πρωτοστάτησε το 1907 στην ίδρυση του Συλλόγου «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Σέλτσης της Ηπείρου, ο Άγιος Νικόλαος», ο οποίος έφτιαξε ξενώνα, υδροδότησε το χωριό και έχτισε σχολείο. Στην Οξυά βρέθηκαν αρχαία αντικείμενα και διαπιστώθηκε η εγκατάσταση Δωρικών φύλων όπως έδειξαν και τα περισυλλεγέντα όστρακα χειροποίητων γεωμετρικών αγγείων του 9ου αιώνα π.Χ.
Πλαγιά (Ζέρμα):
Οι κάτοικοί της διέπρεψαν τον 17ο και 18ο αιώνα ως μαστόροι αλλά επίσης και στην αγιογραφία. Ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, το Αγρίνιο, τη Θεσσαλία και στην Αλβανία χτίζοντας κτίρια και εκκλησίες. Το πρόβλημα των καθιζήσεων ανάγκασε τους κατοίκους να μετεγκατασταθούν το 1979 στη σημερινή του θέση. Η μεγάλη πλατεία του καινούργιου χωριού φιλοξενεί τους καλοκαιρινούς μήνες θεατρικές και μουσικές εκδηλώσεις. Οι περισσότεροι κάτοικοι σήμερα ασχολούνται με την κτηνοτροφία, ενώ αρκετοί μετακινούνται τους χειμερινούς μήνες στη Θεσπρωτία.
Πληκάτι:
Χτισμένο στα 1.200 μ. υψόμετρο στους πρόποδες του Γράμμου και μέσα σε καταπράσινο τοπίο, είναι από τα ζωντανά χωριά της περιοχής. Οι κάτοικοι που παραμένουν και τον χειμώνα ασχολούνται κυρίως με κτηνοτροφικές, γεωργικές και οικοδομικές εργασίες. Από το Πληκάτι μπορεί ο επισκέπτης να προσεγγίσει τα λιβάδια του Γράμμου και την κορυφή του, ανακαλύπτοντας την ανεπανάληπτη ομορφιά του.
Πυρσόγιαννη:
Η Πυρσόγιαννη έβγαλε μερικούς από τους πλέον ξακουστούς μαστόρους που ταξίδεψαν σε όλη τη Βαλκανική και έφτασαν μέχρι το Αφγανιστάν. Αξίζει κανείς να περπατήσει στα καλντερίμια και να θαυμάσει τα υπέροχα και επιβλητικά πέτρινα σπίτια καθώς και τις εκκλησίες του χωριού με τα ξυλόγλυπτα τέμπλα. Λίγο παραπάνω από το δημαρχείο, βρίσκεται ο ξενώνας του χωριού. Στο ισόγειό του λειτουργεί εστιατόριο με την οικοδέσποινα να κερνάει καφέ και υπέροχα σπιτικά γλυκά του κουταλιού. Το Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων που βρίσκεται στη φάση της αποπεράτωσης θα στεγαστεί στο παλιό Δημοτικό Σχολείο. Στόχο έχει να αναδείξει τη λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση των Μαστοροχωρίων.
Χιονιάδες:
Είναι το μοναδικό χωριό από όλα τα Μαστοροχώρια, οι κάτοικοι του οποίου διακρίθηκαν στην τέχνη της αγιογραφίας και της ζωγραφικής. Αγιογράφησαν εκκλησίες σε όλη την Ελλάδα και στα Σκόπια, την Αλβανία και αλλού. Στην ανάδειξη του έργου τους αποσκοπεί η λειτουργία του Μουσείου Χιονιαδιτών Ζωγράφων. Το μουσείο πρόκειται να λειτουργήσει σε πετρόχτιστο κτίριο στο χωριό. Στον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στους Χιονιάδες αξίζει μία στάση στο μικρό πέτρινο μονότοξο γεφύρι, το οποίο χτίστηκε γύρω στα 1800.
Πουρνιά:
Η Πουρνιά είναι όμορφο χωριό με κρύα νερά και δάση οξιάς και πεύκου τριγύρω. Πηγαίνοντας στο χωριό συναντάμε τη μονότοξη πέτρινη γέφυρα. Ακριβώς από πάνω της στο κοίλωμα ενός απότομου βράχου είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτορας.
Φούρκα:
Είναι ένα ορεινό βλάχικο χωριό που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.330 – 1.410 μέτρων. Η κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία. Σημαντικό από πολιτιστικής απόψεως είναι το λαογραφικό Μουσείο του χωριού, το οποίο περιέχει κυρίως παραδοσιακές στολές της Γυναίκας της Πίνδου. Το χωριό απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις αρχές του 1913. Αργότερα ιστορικά γεγονότα σημάδεψαν την περιοχή στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-1941). Εκεί τραυματίστηκε ο συνταγματάρχης Δαβάκης. Στο ένδοξο χώμα της άφησε την τελευταία του πνοή ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος. Στα βουνά της οι γυναίκες του χωριού κουβαλούσαν πολεμοφόδια στους φαντάρους που αγωνίζονταν για την λευτεριά.
Αετομιλίτσα (Ντέντσικο):
Το χωριό κατακλύζεται από όμορφα λιβάδια, καταπράσινες πλαγιές και πανύψηλα πεύκα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1600 μ. Χιλιάδες πρόβατα βόσκουν στις χορταριασμένες παρυφές του Γράμμου και τα τυροκομεία δουλεύουν εντατικά και βγάζουν υπέροχα τυριά.
Μη ξεχάσεις το Μολυβδοσκέπαστο:
Εθνικό και θρησκευτικό σύμβολο του Ελληνισμού, το μοναστήρι της Παναγιάς της Μολυβδοσκέπαστης, βρίσκεται στην εσχατιά της χώρας δίπλα στο φυσικό σύνορο με την Αλβανία εκεί όπου ενώνονται οι ποταμοί Αώος, Βοϊδομάτης και Σαραντάπορος. Στο μοναστήρι που παραμένει ζωντανό με την παρουσία τριών μοναχών, οι αγιογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο αλλά και η αρχιτεκτονική και διαρρύθμιση των χώρων μαρτυρούν πάνω από 250 χρόνια ιστορίας.
Μαστοροχώρια: Τουριστικές επισκέψεις “παντός καιρού”
Όπως καταλαβαίνετε, τα χωριά αυτά δεν είναι κοσμοπολίτικα. Σε κάποια από αυτά υπάρχει ξενώνας με εστιατόριο, ενώ σε άλλα χωριά θα βρείτε καφενείο. Εκεί συνήθως μπορείτε να απολαύσετε μεζέδες μαζί με το παραδοσιακό τσίπουρο της περιοχής.
Στη Μόλιστα αξίζει να σταθείτε στην βρύση του Αγίου Νικολάου που σας καλωσορίζει και βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία κάτω από τις αιωνόβιες βελανιδιές. Αξίζει επίσης να δείτε την υπέροχη θέα προς τον Σαραντάπορο από την Τζιαντόρα, την κορυφή του λόφου λίγο πριν το Γαναδιό, καθώς και το Μοναστήρι των Εισοδίων της Θεοτόκου στο χωριό Μοναστήρι. Η μονή είναι απλή μονόκλιτη βασιλική με επικλινή στέγη και στην είσοδο υπάρχει επιγραφή με την ημερομηνία ανακαίνισης το 1892. Παλιότερα υπήρχε εδώ θαυματουργή εικόνα της Παναγίας η οποία όμως έχει κλαπεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Αυτή είναι μια υπέροχη γωνιά της Ελλάδας, άγνωστη σε πολλούς, που αξίζει όμως να την επισκεφθείτε αν σας βγάλει ο δρόμος στην Ήπειρο. Ενδείκνυται για επίσκεψη και χειμώνα και καλοκαίρι, αφού ο τουρίστας μπορεί να κάνει διαφορετικές δραστηριότητες ανάλογα την εποχή.
Όπως είπα και πριν, όλες οι εποχές έχουν την ομορφιά τους. Οι εποχές όμως που κατά την προσωπική μου άποψη πρέπει να επισκεφθείτε την περιοχή για να δείτε τη φύση στα καλύτερά της είναι τα τέλη Οκτωβρίου και τα τέλη Μαΐου. Ειδικά στα τέλη Μαΐου, αν είστε τυχεροί, θα πέσετε πάνω στα καζάνια, οπότε και οι ντόπιοι βγάζουν το τσίπουρο της χρονιάς, γεγονός που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αφορμή για γλέντι.
Ξενώνες και εστιατόρια μπορείτε να βρείτε στα μεγαλύτερα χωριά, καλό όμως θα είναι να τηλεφωνήσετε πρώτα. Επιπλέον, σε όλα τα καφενεία των χωριών που λειτουργούν, θα βρείτε τοπικό τσίπουρο με μεζέ, γλυκά του κουταλιού και πίτες, ενώ σε ορισμένα χωριά μπορείτε να αγοράσετε και τοπικά προϊόντα.
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου