Πρόσφυγας ονομάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες (1951), κάθε άνθρωπος που βρίσκεται έξω από το κράτος του οποίου είναι πολίτης εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου ότι εκεί θα υποστεί διωγμούς λόγω της φυλής, της θρησκείας ή της εθνικότητάς του, ή ακόμα εξαιτίας της ιδιότητας του μέλους μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή των πολιτικών του απόψεων (πολιτικός πρόσφυγας) και επιπλέον του είναι αδύνατο να εξασφαλίσει προστασία από τη χώρα του, ή, εξαιτίας του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να τεθεί υπό αυτή την προστασία.
Πέρα από τον τυπικό ορισμό που σε μια σύμβαση, σε ένα νομικό κείμενο, προσδιορίζεται μια μερίδα ανθρώπων, και πέρα από οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση, ως πρόσφυγας νοείται όποιος προσφεύγει ή για την ακρίβεια καταφεύγει σε έναν τόπο που δεν του είναι οικείος, καθώς αποτελεί τη μόνη του ελπίδα σωτηρίας. Πρόσφυγας, εν τέλει, κατέληξε να είναι ο ανεπιθύμητος άνθρωπος που πρόκειται να προκαλέσει προβλήματα. Αυτός που θα αλλοιώσει την εθνική ομοιογένεια. Μεγάλη μερίδα του πληθυσμού τον λοιδορεί, ωστόσο δεν έλειψε και η μερίδα που έσπευσε να τον βοηθήσει, αναγνωρίζοντας τις ανάγκες του.
Έχοντας ξεφύγει από το ντόρο που είχε προκαλέσει το προσφυγικό ζήτημα το προηγούμενο καλοκαίρι, με την έννοια ότι μονοπωλούσε ως θέμα στα ΜΜΕ, σήμερα, δεκαπέντε μήνες μετά την εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, χιλιάδες πρόσφυγες ζουν εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα. Άνθρωποι που διέφυγαν από τον τόπο τους και ήρθαν στην Ευρώπη για να βρουν ασφάλεια. Σίγουρα, η ελληνική πολιτεία προσέφερε μια κάποια ανακούφιση, με τα μέσα φυσικά που διέθετε, δεδομένης της γονατισμένης ελληνικής οικονομίας, καθώς και της άρνησης ανεπτυγμένων και προχωρημένων κρατών της Ευρώπης να συνδράμουν στο έργο και να ελαφρύνουν την κατάσταση.
20 Ιουνίου, λοιπόν, η παγκόσμια ημέρα για τους πρόσφυγες όπως καθιερώθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 2000, με αφορμή τα 50 χρόνια από την υπογραφή της «Συνθήκης για το καθεστώς των προσφύγων». Η ίδρυση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, ως προϊόν της εν λόγω Συνθήκης, σήμανε την εδραίωση ενός από τους σημαντικότερους ανθρωπιστικούς οργανισμούς παγκοσμίως. Αριθμεί πάνω από 5.000 στελέχη, τα οποία θέτοντας σε κίνδυνο την προσωπική τους ασφάλεια πολλές φορές, βοηθούν πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπους που συγκεντρώνουν την ιδιότητα του πρόσφυγα. Στα 54 χρόνια της ύπαρξής της, η Ύπατη Αρμοστεία έχει βοηθήσει συνολικά πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπους και έχει τιμηθεί δύο φορές με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Ποια είναι παρ’ όλα αυτά η σκοπιμότητα της καθιέρωσης μιας τέτοιας παγκόσμιας ημέρας όσο εκκρεμεί πρακτικά η αποκατάσταση των ανθρώπων αυτών; Με ποιον τρόπο επιτυγχάνεται η βοήθεια των προσφύγων και πώς καλύπτονται τελικά οι ανάγκες τους ούσα αφιερωμένη σ’αυτούς μια ημέρα μόνο από τις υπόλοιπες 365 του έτους; Μακριά από ρομαντικές προσεγγίσεις και ουτοπικές συζητήσεις επί συζητήσεων απόλυτα επιβεβλημένη είναι αποκλειστικά η έμπρακτη και άμεση βοήθεια. Διότι δε νοείται εν έτει 2017 αθώες ψυχές που δε χρωστούν τίποτε στον κόσμο να υποφέρουν, να μην έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τους συνομηλίκους τους και να βιώνουν σε τέτοια μικρή ηλικία το σκληρό πρόσωπο του κόσμου μόνο και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθούν σε κάποια εμπόλεμη ζώνη.
Στην τελική αν παντού οι πόρτες είναι κλειστές, και πουθενά δεν υπάρχει «χώρος» για τους πρόσφυγες, ποιο είναι ακριβώς το μέλλον τους; Και όταν δεν υπάρχουν ευκαιρίες, πώς να τις δημιουργήσουν μόνοι τους; Δείγμα της συνέχειας και αρμονικής συμβίωσης όλων των μελών στην παγκόσμια κοινότητα θα πρέπει να αποτελεί η ειλικρινής και πραγματική προσπάθεια ενσωμάτωσης των προσφύγων στη νέα κοινωνική πραγματικότητα την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν. Είμαστε όλοι μέλη της παγκόσμιας κοινότητας και έχουμε την ικανότητα να δημιουργήσουμε έναν κόσμο πιο «φιλικό» για τους κατοίκους του χωρίς να μεμψιμοιρούμε. Γιατί πρέπει να περιμένουμε από μια παγκόσμια ημέρα να λύσει το πρόβλημα, όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε η λύση;