Οι μεγάλοι έρωτες λένε πως δε φοράνε νυφικό, οι “καψούρες” δεν εξελίσσονται πάντα σε αγάπη κι ο γάμος δε συνεπάγεται απαραίτητα έρωτα ή συναίσθημα. Για τους ρομαντικούς αυτού του κόσμου αυτό ποτέ δεν θα είναι αλήθεια. Όσα αισθανόμαστε δεν εκλογικεύονται. Αν προσπαθήσεις να εκλογικεύσεις ένα συναίσθημα θα είναι σαν να το απειλείς με βέβαιο θάνατο. Εκτός, βέβαια, αν αυτό είναι που θέλεις. Να το σκοτώσεις. Κάποια στιγμή έκανα αφελέστατα την προσπάθεια να εξηγήσω εκείνη τη μυστήρια κι ακατανίκητα δυνατή σωματική και συναισθηματική έλξη που μπορεί να γεννηθεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους και να τους ξεπεράσει. Μάταια όμως, καθώς πρόκειται για μια κατάσταση πολύ πια βαθιά από μια απλή και ρηχή επιθυμία. Ίσως αυτοί οι δυο άνθρωποι να μην κατάφεραν ως τώρα να είναι μαζί. Ίσως να μην το καταφέρουν ποτέ πόσο μάλλον όταν ένας από τους δυο ή και οι δυο φοβούνται να το ζήσουν. Πάντα όμως θα υπάρχει μεταξύ τους αυτό το «κάτι», που τους έχει δέσει με ένα αόρατο νήμα ώστε να τραβάει ο ένας τον άλλον σε κάθε ευκαιρία, πάντα θα τους ενώνει αυτό το παράξενο, οικείο, ανεξήγητο, «κάτι» που δε μοιάζει με κανένα άλλο και που ακόμη κι αν το καταχωνιάσουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους πιστεύοντας ότι δε θα ξαναβγεί, εκείνο θα γελάει μαζί τους χλευαστικά μέχρι το επόμενο ερέθισμα. Ως την επόμενη φορά που κάτι θα θυμίσει εκείνον ή εκείνη. Βλέπεις ο άνθρωπος μπροστά στα τόσα δυνατά συναισθήματα τα χάνει. Έτσι λοιπόν εθελοτυφλούν γιατί αυτό το άλλο που είχαν την τύχη να μοιραστούν δε μοιάζει με τίποτε απ’ όσα έζησαν ή πρόκειται να ζήσουν. Δεν είναι ότι δε θα συνεχίσουν τη ζωή τους –ίσως όμως για κάποιους αυτό ισχύει-, ένα όμως είναι σίγουρο ότι τίποτε δε θα είναι σαν εκείνο το συναίσθημα που τους ξεσήκωνε όταν βρίσκονταν μαζί. Ένα συναίσθημα που έπνιξαν και που έκρυψαν όπως-όπως στο σκοτάδι στο όνομα κάποιου «δεν πρέπει». Δεν γνωρίζουμε τυχαία ανθρώπους που μας αλλάζουν την ζωή, τους συναντάμε γιατί η ψυχή μας είναι έτοιμη να τους δεχτεί. Κάπως έτσι λοιπόν αυτές οι δυο ψυχές θα είναι κατά έναν περίεργο τρόπο για πάντα ενωμένες όπου κι αν βρίσκονται. Θα είναι πάντα «αυτοί οι δυο». Μια ιστορία που δε σβήνεται και που θα τους φέρνει κοντά στα πιο απρόβλεπτα μέρη, με τους πιο απρόβλεπτους τρόπους, τις πιο απρόβλεπτες χρονικές στιγμές. Να ενωθούν οι αύρες τους για λίγο μιας κι εκείνες ακόμη θυμούνται και ψάχνουν στα κρυφά η μία την άλλη.
Να φοβάσαι τ’ ανεξήγητα, να τα φοβάσαι όπως ο διάολος το λιβάνι γιατί αυτά που δεν μπορείς να ονομάσεις σου συνέβησαν και σου ταίριαξαν σχεδόν απόλυτα και ότι και να κάνεις δεν θα καταφέρεις να σκοτώσεις εκείνο που δεν έδωσες στον εαυτό σου την ευκαιρία να το ζήσει.
Στην αρχή αναφέρθηκα στους μεγάλους έρωτες τελικά λίγοι είναι οι τυχεροί αν όχι ελάχιστοι που γέρασαν μαζί με τον ίδιο άνθρωπο που ερωτεύτηκαν κι αγάπησαν. Αυτόν που δε φοβήθηκαν να μιλήσουν για το βαθύτερο Εγώ τους, που επικοινώνησαν οι ψυχές τους σε μια άλλη διάσταση πέρα από τα τετριμμένα. Αυτόν που φλέρταραν μαζί του, που θαύμασαν, ζήλεψαν, μάλωσαν και που τον έβαλαν σε ένα βάθρο ψηλά, πιο ψηλά κι απ’ τον εαυτό τους. Δεν ξέρω για σένα, εγώ όμως θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί όταν σε ενώνει αόρατο νήμα με έναν άνθρωπο η έλξη αυτή είναι παντοτινή και αυτό είναι από μόνο του σπάνιο και μοναδικό..