Σε θυμόμουν κάτι βράδια σαν κι ετούτο. Δε ξέρω γιατί σαν αυτό, φαντάζομαι αυτά τα πράγματα δεν εξηγούνται, αλλά καταλαβαίνω όταν αποφασίζεις να έρθεις να με βρεις. Και ήθελα να ξαπλώσω πάλι δίπλα σου, ήσυχη και γαλήνια, να βρεθώ στην αγκαλιά σου, να με κρατήσεις και να μη μιλήσεις και να βρει ο κόσμος τη θέση του και εγώ τη θέση μου σε αυτόν. Να μου πεις πως όλα θα πάνε καλά κι ας μη το πιστεύω. Και να με χαιδέψεις και να μου τραγουδήσεις. Να κοιμηθώ χωρίς έννοιες, φόβο κι ανησυχίες. Να περάσει κι αυτή η άγρια νύχτα. Να περάσει χωρίς εφιάλτες, να περάσει και να είναι όμορφα, να είναι κουρτίνα από λευκή δαντέλα στο φύσημα του ανέμου, να μυρίζει σαν εκείνο το καλοκαίρι και φτάνει στα μάτια σου.
Θα σε θυμόμουν και στο στέκι μας. Το πεζούλι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Θα σε θυμόμουν να με κοιτάς εκεί ακριβώς στη ίδια θέση. Μα άργησες, πια δε σε θυμάμαι όποτε κάθομαι εκεί. Καμιά φορά, προσπαθώ να ξανακούσω στην ίδια σειρά, τις ίδιες λέξεις που μου είπες και να κάνω πως τα ξαναζώ. Αλλά πέρασε ο καιρός, χρόνια, άλλαξε η γη, άλλαξες κι εσύ. Και δε σε θυμάμαι. Δεν μπορώ. Παλεύω. Κι είναι, έχουν να λένε οι αναμνήσεις, κάτι από αλήθεια όταν τις θυμούνται πάνω από ένας. Ειδάλλως, αν τις θυμάσαι μοναχά εσύ, είναι παιχνίδι του μυαλού, είναι σφυροκόπημα του νου, είναι ψέμα ίσως. Αν εγώ μόνο θυμάμαι όσα ζήσαμε, κι εσύ τα έχεις προ πολλού ξεχάσει, ποιος λέει πώς συνέβησαν;
Θα σε θυμάμαι και άσχετες στιγμές, όταν παίζει την ηλίθια διαφήμιση στο ραδιόφωνο που είχαμε μάθει απ’ έξω και μουρμουρίζαμε κάθε φορά. Κι όταν πλένω κουτάλια και πετάγεται όλο το νερό πάνω μου, όποτε μου μιλούν για εξισώσεις κι όποτε κάποιου τα μάτια είναι τόσο γκρίζα όσο τα δικά σου.
Θα θέλω να σε θυμάμαι για το δυναμισμό σου, για το αστείο ψεύδισμά σου, για την ευγένεια των αισθημάτων σου και την γκρίνια σου. Γιατί μου έμαθες αυτό, να μη τα παρατάω. Γιατί το κάνω καλύτερα από εσένα.
Σε θυμήθηκα προχθές για το γέλιο σου. Το γέλιο σου, ναι. Αμήχανο, αυθόρμητο, αστείρευτο, που πια μου ακούγεται άχρωμο, άοσμο και μάλλον άγευστο. Τότε που σε έκανα να γελάς. Κι όχι γέλια προσποιητά, γέλια εγκάρδια, καμιά φορά μόνο και μόνο γιατί σκόνταψα στην πόρτα ή γιατί υπήρχες.
Να σε θυμάμαι; Δε θέλω. Έλεγα. Αλλά τώρα σβήνεσαι μέσα μου. Περπατάω εκεί που περπατούσα μαζί σου και δε σε νιώθω γύρω μου και φοβάμαι. Σε χάνω. Μου φεύγεις. Κι αν χθες ήταν τα απομεινάρια ενός έρωτα, σήμερα τα θυμάμαι μόνη μου κι είναι δικιά μου παράνοια όσα ζήσαμε, αύριο θα είναι λευκή ακουαρέλα με μία γκρι γραμμή από μολύβι, παχιά κι αχνή και κάποιος θα ρωτάει, τι ήταν εκεί;