Ένας από τους ωραιότερους «μύθους» της αρχαίας ελληνικής μυθιστορίας, εμπεριέχει πολέμους, αδελφικές έριδες, θεϊκές και ανθρώπινες εμπάθειες, δολοπλοκίες, την ψυχική ήττα στο μεγαλείο της και τέλος κάθαρση. Δηλαδή σχεδόν ότι και όπως κάθε έρωτας του σήμερα, που σέβεται τον εαυτό του.
Υπάρχει σεβασμός στον έρωτα και αν υπάρχει, τα ανωτέρω «προαπαιτούμενα» του, γιατί συμβαίνουν; Ποιός ένιωσε έρωτα και δεν πληγώθηκε έστω και μια φορά στη ζωή του, ενώ ταυτόχρονα προσπέρασε με ελαφριά τη καρδία ό,τι μπορεί και να πλήγωσε; Αυτό το συναίσθημα που ακόμη και αν όλοι μας το υμνήσαμε, το δοξάσαμε μέσα και έξω μας, εν τέλει κατακρημνίστηκε μαζί μας, το συμπαρασύραμε στη φθίνουσα πορεία αποτιμώντας στα «κέρδη» μας το λίγο χρόνο απόλαυσης και χαράς που πέρασε ίσως τόσο σύντομα.
Οι πεταλούδες στο στομάχι μάλλον δεν επιλέχθηκαν τυχαία για να καταγράψουν το συγκεκριμένο «σύμπτωμα». Οι πεταλούδες έχουν μικρή διάρκεια ζωής και μάλιστα, κάποια τους είδη πετούν τόσο κοντά στο φως ενώ γνωρίζουν πως θα καούν. Οι συμβολισμοί του χθες και του σήμερα με τον συνήθη μαγικό τους τρόπο συμπίπτουν και ομονοούν στο κοινώς αποδεκτό μεγαλείο του έρωτα και της ψυχής.
Το σήμερα, δυστυχώς, ομολογεί το να ερωτευόμαστε μια τσάντα, ένα φόρεμα, ένα αυτοκίνητο. Πόσες φορές άλλωστε δεν το έχουμε ακούσει αυτό με περισσή άνεση; Είναι η νέα καταγραφή και αυτή της ιστορίας του έρωτα. Μια πτυχή της που κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος και δεν μπορούμε να το ξορκίζουμε ως παράξενο ή περίεργο συμβάν στις σημερινές κοινωνίες. Όλα φθίνουν και συμπαρασύρουν τα όνειρα μαζί τους με κορωνίδα το πιο όμορφο, του έρωτα, τον κοινό παρανομαστή που κάποια στιγμή ζήσαμε όλοι μας.
Κάπου κάπου ακούγονται χαμηλόφωνα και δειλά κάποιοι να υπερασπίζονται την άποψη πως είναι υπερτιμημένο αυτό το συναίσθημα. Οι απώλειες είναι, λένε, περισσότερες από τα οφέλη του, μιλούν σαν να βρήκαν ή να εφηύραν μια ζυγαριά περί των μαζικών συναισθημάτων, όχι βέβαια πως δεν έχουμε ο καθένας μας ένα ζυγό για καθετί, κοινός όμως αυτός δεν είναι. Υπάρχουν όμως ανάμεσα μας εν αντιθέσει με τους παραπάνω και αυτοί που γνώριζαν ό,τι θα καούν από τον φτερωτό θεό και επέλεξαν συνειδητά να το κάνουν, δεν ήταν ούτε ποιητές ούτε τρελοί όπως πολλοί ίσως ισχυριστούν, συνηθισμένοι άνθρωποι ήταν -ίσως με μια δόση ρομαντισμού παραπάνω- που τόλμησαν να δουν τον έρωτα κατάματα και να ζήσουν το πρόσκαιρο και το εφήμερο εις γνώση τους. Πίστεψαν στο «πάντα» του που ενώ φαινομενικά με γυμνό μάτι δε διακρίνεται στην πραγματικότητα ζει βαθιά μέσα τους.
Γελάστηκαν; Συγκατέλεξαν τον έρωτα στα λάθη τους; Μάζεψαν τον πόνο σε μια γωνιά και κράτησαν τη λιγοστή αλλά πολύτιμη για αυτούς χάρη;
Αν ρωτήσετε εμένα, θα απαντούσα το τελευταίο, εσείς ίσως απαντούσατε το ίδιο, ίσως όμως και κάτι άλλο. Το σίγουρο όμως είναι πως έζησαν τον έρωτα με τον τρόπο που μπορούσαν, τον δικό τους, και αν τους αξίζει μια περγαμηνή -που τους αξίζει- είναι γιατί έχουν στο προσωπικό τους χρονοντούλαπο ένα αρχείο κατά δικό τους συχνά εν αγνοία του άλλου μισού. Δεν τους ενοχλεί, το δικό τους πολύτιμο τους αρκεί και το κρατούν καλά φυλαγμένο.
Κι αν πράγματι για μερικούς εκεί έξω είναι υπερτιμημένος ο φτερωτός κύριος, έτσι υπερτιμώντας τον και εμείς μπορέσαμε να τον αγαπήσουμε.
Ίσως για κάποιους από μας ο μύθος του έρωτα και της ψυχής εμπεριέχει μεγάλη δόση αλήθειας, αφού αυτό που διδάσκει είναι πως όταν ο έρωτας κυριεύει ολοκληρωτικά την ψυχή μένουν παντοτινά αχώριστοι..