Καλύτερα καλύβα όπου γελούν παρά παλάτι όπου κλαίνε. (Παροιμία)
Το να γελάς είναι σίγουρα ένα σημάδι πως κρατάς ζωντανή την φλόγα του παιδιού μέσα σου. Πως επιλέγεις να ξορκίζεις το κακό, με τη δύναμη του γέλιου. Γιατί είναι η μέθοδος της μακροζωίας. Η ποιότητα όμως αυτής της ζωής, μπορεί να μαρτυρηθεί μέσα από ένα αστείο, ένα γέλιο ακόμα και από ένα μειδίαμα;
Αναμφίβολα αυτό που σε κάνει να γελάς καθρεφτίζει την παιδεία ή τον τρόπο ζωής και δράσης σου. Αν γελάς για παράδειγμα με προσβολές, μπορεί να σημαίνει ότι έχεις γίνει θύμα αυστηρής κριτικής ή έχεις κάποιο κόμπλεξ, αν γελάς με με τη χρήση ωμών λέξεων μπορεί να σημαίνει ότι έζησες σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, αν γελάς με λογοπαίγνια σημαίνει ότι σκέφτεσαι εναλλακτικά κ.ο.κ.
Σε τελείως ανεξάρτητη θέση ίσως θα έπρεπε να μπει ο αυτοσαρκασμός. Το άτομο δεν φοβάται να τσαλακωθεί και να γελάσει το ίδιο, με τον εαυτό του. Αντιμετωπίζει μια άσχημη κατάσταση από το να την κρύψει κάτω από το χαλάκι, με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Δε δείχνει τις καταβολές του με το τι γελάει, αλλά τις απλώνει στο τραπέζι, τις διακωμωδεί. Άνετα αυτός ο τρόπος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί είτε ως αυτό-ψυχοθεραπεία είτε ως φόβος μήπως κάποιος άλλος γελάσει με κάποιο δικό σου στοιχείο κι έτσι παίρνεις το «ελάττωμα» και το κάνεις «προτέρημα».
Από αυτή τη σειρά υποθέσεων (κι όχι τεκμηριωμένης άποψης βασισμένης σε ψυχολογικές ή κοινωνικές μελέτες) μπορεί βέβαια κάποιος να σκεφτεί: Μπορεί να μπει περιορισμός στο χιούμορ; Να βάλεις όρια στη σάτιρα; Να υπάρχει κάτι σαν «αστυνομία του αστείου»; Μπορούν να υπάρξουν αστεία χωρίς να θίγεται καμία κοινωνική ομάδα; Η απάντηση είναι σαφώς «όχι», γεγονός που προκύπτει κι από τα παραπάνω. Το αστείο για να είναι αστείο, τις περισσότερες –αν όχι όλες τις φορές– περιέχει δόση αλήθειας. Της δικής του αλήθειας. Μια οποιαδήποτε οριοθέτηση ενδεχομένως να σήμαινε πως στερείς το δικαίωμα στον άλλο να εκφραστεί και να καταθέσει αυτή την αλήθεια. Αυτήν, τη δική του εμπειρία. Να τον λογοκρίνεις. Αντίθετα, εάν κάτι δε σε αντιπροσωπεύει και σαφώς δε σε κάνει να γελάς, από το να στήνεις στον τοίχο τον δέκτη ή τον πομπό, μπορείς να αναλύσεις το λόγο που αυτοί βιώνουν αυτό το γεγονός ως αστείο. Τη ρίζα του.
Ναι. Ο λόγος με τον οποίο γελάς δείχνει στοιχεία σου προς τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμα και ο λόγος που δε γελάς με κάτι, είναι κι αυτό ένα στοιχείο της προσωπικότητας σου. Το ζητούμενο όμως δεν είναι ούτε η κατηγοριοποίηση ούτε και η στοχοποίηση. Δεν μπορείς να λογοκρίνεις με το τι γελάει κάποιος αλλά μπορείς να σκεφτείς το πιθανό υπόβαθρο που υπάρχει σ’ αυτό. Ίσως το μόνο «όριο» που θα μπορούσε να μπει στο γέλιο για μεταξύ επιτρεπτού και ανεπίτρεπτου είναι μόνο ένας: Η σάτιρα, το αστείο και κάθε τρόπος που προκαλεί γέλιο, να μη δημιουργεί δάκρυα λύπης (κλάμα) αλλά περισσότερο γέλιο. Μόνο έτσι θα είναι μουσική ψυχής και στοιχείο μακροζωίας. Μόνο έτσι μπορώ να ερμηνεύσω τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου:
«Γέλα, καρδιά μου, γέλα. Βρες χρόνο να γελάς, αυτό είναι η μουσική της ψυχής.»
Γιάννης Ρίτσος.