Μια φορά και έναν καιρό σε έναν κόσμο μακρινό, υπήρχε ένα παλάτι τόσο μεγάλο, που για να μπορέσεις να το περπατήσεις από άκρη σε άκρη, θα έπρεπε να περπατάς για χρόνια ολόκληρα. Παρόλο που το παλάτι ήταν τεράστιο, και ο κήπος του ολάνθιστος, ο βασιλιάς ήταν συνεχώς μουτρωμένος. Τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να τον κάνει να γελάσει, ούτε και να χαρεί, τα μούτρα του ήταν συνεχώς κατεβασμένα, η καρδιά του ψυχρή σαν πάγος, και η γκρίνια του ανυπόφορη. Τα ωραιότερα λουλούδια του κόσμου, δεν του πρόσφεραν ούτε μια παροδική ευτυχία, τα πιο νόστιμα γλυκά, δεν γλύκαιναν ούτε τόσο δα την πίκρα που είχε το στόμα του, και η πιο δυνατή φωτιά, δεν μπορούσε να ζεστάνει την κρύα του καρδιά.
Τα χρόνια περνούσαν, και ο βασιλιάς εκεί σαν μαρμαρωμένος στον θρόνο του, αμίλητος και αγέλαστος, άφηνε τον χρόνο και τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια του. Το βασίλειο ολόκληρο ανησυχούσε για το που θα πάει αυτή η κατάσταση, όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση χειροτέρευε, ο βασιλιάς μαράζωνε όλο και περισσότερο. Έτσι, μια μέρα το προσωπικό του παλατιού, μάγειρες και μαγείρισσες, μπάτλερ και καμαριέρες, παραμάνες και κηπουροί, αποφάσισαν να συναντηθούν για να δουν τι θα κάνουν, πως θα φέρουν το χαμόγελο και πάλι στα χείλια του αγαπημένου τους βασιλιά. Ιδέες στο τραπέζι έπεσαν πολλές, ωστόσο καμία δεν έφερε αποτέλεσμα. Τι ζογκλέρ έφεραν, τι κλόουν και τσίρκα, χορευτές και ταχυδακτυλουργούς, μάγους και χαρτορίχτρες, τίποτα δεν έφερε το πολυπόθητο γέλιο. Και ο καιρός περνούσε, και ο βασιλιάς μαρμάρωνε, με μια ψυχή κενή, σε μια κρύα πολυθρόνα. Μέχρι που μια μέρα μια μικρή και όμορφη κοπέλα εμφανίστηκε από το πουθενά στο βασίλειο του, ζητώντας καταφύγιο και βοήθεια.
Το τι είχε περάσει αυτό το κορίτσι φαινόταν μόνο από τα σκισμένα του ρούχα, αλλιώς ούτε που θα το καταλάβαινε κανείς ότι κρύωνε, πεινούσε και φοβόταν. Στο πρόσωπο της κυριαρχούσε ένα γλυκό χαμόγελο που ζέσταινε μέχρι και το πιο κρύο δωμάτιο, και απέπνεε μια τέτοια ψυχική ηρεμία που μπορούσε να καταλαγιάσει και την πιο φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο βασιλιάς ταράχτηκε, στην παγωμένη του καρδιά ένιωσε ένα σκίρτημά, σαν η καρδιά του για μια μόνο στιγμή να παρέλειψε έναν χτύπο. Μα τι ήταν αυτό που ένιωθε;
Το κορίτσι ονομαζόταν Χαρά, και ήταν μια νεαρή ηθοποιός που προερχόταν από ένα μικρό χωριό κοντά στο βασίλειο. Το όνειρο της ήταν να κατέβει στην πόλη και να γίνει μέλος σε μια από τις πιο γνωστές ομάδες θεάτρου. Ωστόσο, το ταξίδι ήταν μακρύ και δύσκολο, όμως δεν παραπονιόταν, καθώς ήξερε πως κάθε πάθημα είναι και ένα μάθημα, και πως οι κόποι της θα ανταμειφθούν μια μέρα. Ο βασιλιάς απόρησε με τα λόγια και τις σκέψεις της Χαράς, μα πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόταν, να κάνει όλο αυτόν τον δρόμο για κάτι το αβέβαιο και να το απολαμβάνει και όλα; Σκεφτόταν πως μάλλον δεν στέκει και πολύ καλά, αλλιώς θα καθόταν στην ασφάλεια του σπιτιού της και δεν θα έβαζε τη ζωή και την βολή της σε κίνδυνο για ένα όνειρο, αν μη τι άλλο, άπιαστο και ουτοπικό.
Η Χαρά ταξίδευε εφτά μέρες και εφτά νύχτες προκειμένου να φτάσει στην πόλη και ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Εξήγησε στον βασιλιά ότι το νόημα της ζωής είναι να κυνηγάς τα όνειρα σου, να μην επαναπαύεσαι και να διεκδικείς ό,τι σου αναλογεί. Από τον καναπέ του σπιτιού του δεν άλλαξε κανένας την ζωή του, πόσο μάλλον τον κόσμο ολόκληρο. Η αδράνεια φέρνει δυστυχία, καθώς η ζωή θέλει κυνήγι, μόνο αν “τρέξεις” να προλάβεις το τρένο που περνάει μπροστά από τα μάτια σου, θα μπορέσεις να βρεις μια μέρα την πραγματική ευτυχία. Με το να κάθεσαι μαρμαρωμένος στον θρόνο, το γέλιο δεν θα φτάσει ποτέ στα πνευμόνια σου και το χαμόγελο ποτέ στα χείλη σου. Πρέπει να σηκωθείς, για να καταφέρεις να κατακτήσεις τον κόσμο. Και η Χαρά αυτό είχε σκοπό να κάνει.
Ο βασιλιάς απόρησε με τα τόσο ώριμα λόγια αυτού του μικρού κοριτσιού, θαύμασε τη σοφία της αλλά και την όρεξη που είχε για να ζήσει, και να κυνηγήσει τα όνειρα της. Παρόλο που ο δρόμος προς την επιτυχία της δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, και οι κακουχίες που πέρασε αλλά και επρόκειτο να περάσει, ήταν πολλές, δεν το έβαλε ούτε στιγμή κάτω. Είχε σκοπό να πιάσει τη ζωή από τα μαλλιά και να την φέρει στα δικά της μέτρα. Δύο μέρες μετά, η Χαρά ήταν ακόμη εκεί, καθώς έπαιρνε δυνάμεις για να συνεχίσει το μακρύ της δρόμο. Ο βασιλιάς έδειχνε πιο ξέγνοιαστος από ποτέ, το προσωπικό του παλατιού, ένιωσε μια ανακούφιση, πίστεψε πως η Χαρά θα τον βγάλει από τη μιζέρια του, ωστόσο δυστυχώς έπεσαν έξω. Μερικές μέρες μετά, η κοπέλα αναχώρησε από το παλάτι και ο βασιλιάς ακόμη στεκόταν αγέλαστος, αν και κάτι στην όψη του είχε αλλάξει, είχε αναθαρρήσει.
Ένα πρωινό, μερικούς μήνες μετά, και ενώ ο βασιλιάς παρέμενε μαρμαρωμένος στον θρόνο του, ακούνητος και αγέλαστος, ο ταχυδρόμος έφερε ένα επείγον γράμμα στον βασιλιά. Όταν εκείνος το άνοιξε, ακούστηκε ένα “κλατς”, όπως κάνει όταν σπάει ένα ποτήρι, το παλάτι αναταράχτηκε. Ήταν ο πάγος από την καρδιά του βασιλιά, είχε επιτέλους σπάσει και τότε εκείνος ξέσπασε σε δυνατά γέλια, και ύστερα σε δυνατά κλάματα, ωστόσο ήταν κλάματα χαράς. Το χαμόγελο ανέβηκε στα χείλη του, ακόμη και στα μάτια του. Όλο το βασίλειο απόρησε, τι ήταν αυτό που είχε κάνει τον βασιλιά από άγαλμα να μετατραπεί και πάλι σε άνθρωπο. Ωστόσο, όταν είδαν τι περιείχε ο φάκελος, η απορία τους λύθηκε.
Ο φάκελος περιείχε μια αφίσα η οποία έδειχνε την Χαρά να πρωταγωνιστεί σε μια παράσταση σε ένα από τα πιο γνωστά θέατρα της πόλης. Ο βασιλιάς ένιωσε περηφάνια και στοργή για το μικρό κορίτσι που κυνήγησε τα όνειρα του παρόλο τις κακουχίες και τα δεινά που το βρήκαν. Που παρόλο που έκανε τόσο δρόμο, παρέμενε με το χαμόγελο και με μια ψυχική γαλήνη. Τότε κατάλαβε πως η ζωή είναι πολύ μικρή και πως όλοι πρέπει να μάθουμε να κυνηγάμε αυτό που αγαπάμε, μόνο τότε θα ευτυχίσουμε και θα νιώσουμε πραγματικά χαρούμενοι. Τότε αποφάσισε να ονομάσει το βασίλειο του Χαρά, και πως από εκεί και πέρα σε αυτό θα κυριαρχούν μόνο χοροί, πανηγύρια, γέλια και κυνήγι ονείρων. Τίποτα λιγότερο από την Χαρά, δηλαδή.