Γράφω για εκείνο το κορίτσι το συνηθισμένο, το απόλυτα οικείο και γνώριμο σ’ όλους μας κι ας είναι απρόσωπο και παράλληλα απρόσιτο για γνωστούς και αγνώστους. Για εκείνο το κορίτσι που οι σκέψεις το βασανίζουν περισσότερο από τα ίδια τα πεπραγμένα της. Για εκείνο το κορίτσι που καθημερινά πληγώνεται κι όμως δεν το έδειξε ποτέ γιατί δεν αποζητά τον οίκτο και την λύπη κανενός. Για εκείνο το κορίτσι που πέρασε αλλά δεν σε άγγιξε αρκετά για να χρήζει την προσοχής σου. Για εκείνο το κορίτσι που σε αποζητά αλλά δεν αποτέλεσε ποτέ ούτε μία φευγαλέα σου σκέψη. Πόσους άραγε ανθρώπους πληγώνουμε στο διάβα μας δίχως να το συνειδητοποιούμε; Ερώτημα που ίσως δεν θα μας απασχολήσει ποτέ…
Δεν θα εστιάσω ιδιαίτερα στον απόκρυφο ερωτικό κόσμο που πλάθει αυτό το κορίτσι με την φαντασία της και ομολογουμένως με μαεστρία διαμορφώνεται στην ιδεατή σφαίρα του ονείρου αλλά στο πεδίο των διαπροσωπικών της σχέσεων όπως αυτός αποτυπώνεται στο χαρτί και στην καρδιά της.
Καταλογίζει στους ανθρώπους που την περιβάλλουν προθέσεις που ενέχουν το στοιχείο του φθόνου και της ζήλιας. Παρουσιάζεται αδύναμη να εξηγήσει την μανία καταδίωξης που την διακατέχει, αδύναμη να την αποδώσει στον έναν ή στον άλλο παράγοντα. Ίσως να είναι κάποιες τυχαίες σκέψεις ανάμεσα σ’ όλα εκείνα που αναμοχλεύει το μυαλό.
Σε μία προσπάθεια να αντιληφθεί την πηγή αυτών των σκέψεων καταλήγει σχεδόν με βεβαιότητα στην ροπή της στην κακία που τόσο φυσικά απορρέει από τα εσώψυχα της. Αυτό το τέρας που εκτρέφει καθημερινά με σκέψεις και λόγια, που θέλει να πολεμήσει, που θέλει να απαλλαχθεί από την ενοχλητική του παρουσία, που θέλει να τιθασεύσει αλλά είναι ανεπαρκής και λίγη.
Αυτή η κακία που προσπαθεί -ίσως μάταια- να βρει στις πράξεις, στα λόγια, στις κινήσεις των άλλων και κυρίως φίλων δεν έχουν παρά προέλευση από την ενδόμυχη πρόθεση της να μεταθέσει τα συναισθήματα, τα βαθιά και αληθινά της συναισθήματα στους άλλους αρνούμενη με τον πλέον δειλό τρόπο να την αποδεχτεί έστω και καθυστερημένα στον ίδιο της τον εαυτό. Έναν εαυτό στον οποίο είθισται να αποδίδει τον όρο «καρικατούρα ανθρώπου». Πάντοτε σκληρή και αυστηρή με τον εαυτό της χωρίς να του καταλογίζει κάποιο ελαφρυντικό με μία δόση υπερβολής στα λεγόμενα της. Κάνει λόγο για μία νοσηρή πλευρά της που την προσδιορίζει κατά τρόπο απόλυτο μεταθέτοντας αυτά που αισθάνεται στα κρυφά βλέμματα, στα λόγια που ειπώθηκαν εκ των υστέρων σε φίλους και γνωστούς.
Διακατέχεται ακόμη από αυτή την ιδιάζουσα αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό της μιας και απαιτεί δίχως ουσιαστικά να προσφέρει. Φοβάται την μοναξιά αν και φλερτάρει με την μοναχικότητα. Είναι αυτή η στάση της που σε συνάρτηση με τον υπέρμετρο ατομικισμό της την καθιστά αδύναμη να πει το σ’ αγαπώ που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακούν.
Διερωτάται ποια θέλει να είναι. Πάντως αυτό που βιώνει ως σώμα, πνεύμα και ψυχή, αυτό που εισπράττει από την ίδια της την ύπαρξη φαίνεται να την απογοητεύει, να την απωθεί από το ίδιο της το είναι.
Το χειρότερο όμως είναι πως δεν παλεύει ενάντια σ’ αυτό, δεν αγωνίζεται να το πολεμήσει, δεν φαίνεται να καταβάλλει την μηδαμινή προσπάθεια. Χάνεται, την τρώει, την καταπίνει. Αλλοιώνεται….