Κάποτε σε μια γκρίζα πόλη, σ’ ένα σκοτεινό σπίτι, ζούσε ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που έγραφε κι άκουγε μουσικές. Που έψαχνε να βρει τρόπους για να ζήσει.
Να κοιτάς ξανά και ξανά αυτά που γράφεις μου λέγανε. Να τα φιλτράρεις. Τα σκίζω όλα με μανία. Λευκός ο κόσμος μου, γράφω παντού. Οι λέξεις ξεχύνονται από το κεφάλι μου με ποδοβολητά. Οι καμβάδες μουτζουρωμένοι, σπασμένα πινέλα παντού. Κι ο κόσμος μου σπασμένος κι αυτός.
Να την πάλι η μουσική…
Δίχρωμο το άλογο μου και το λογικό μου, δίχρωμο κι αυτό. Η θάλασσα της λογικής γυρεύει να με καταπιεί. Τη γκρίζα πόλη αφήνω πίσω μου. Κίτρινο και κόκκινο η δική μου επιλογή. Δε θέλω ν’ αυξήσω τίποτε, μη μου μειώνεις τον αέρα, που αναπνέω. Μεγάλωσαν τα πόδια μου, μεγάλα παπούτσια φοράω. Μικρός ο κόσμος που πατάω. Ξυπόλητη χορεύω, δε με χωράει τίποτε. Περισσεύω!
Και κάποια στιγμή χάθηκα στους δρόμους του μυαλού μου.
Πίνω από το μπουκάλι μέχρι ν’ αδειάσει. Δεν έχω άλλο να πιώ, πίνω τις σκέψεις μου τώρα. Ρουφάω χαμόγελα και κάτι χάδια που είναι στον πάτο. Μέθυσα. Όλη η ζωή μου ένα ποτήρι που ξεχείλισε. Γλύφω από το χείλος τις τελευταίες σταγόνες. Ακολουθώ τη μουσική. Πίνω από ξένα ποτήρια. Το τώρα γίνεται χθες κι εγώ φοράω ρούχα παλιακά. Κρύβομαι σε σπηλιές, στα τέσσερα περπατάω. Ουρλιάζω! Μια κουκίδα είμαι σ’ ένα απέραντο σύμπαν. Έσπασε το ποτήρι, σπασμένα γυαλιά πατάω.
Και τότε έγινε κάτι μαγικό! Όταν αρχίσει η πτώση, τότε βλέπεις τις αλήθειες γύρω σου να αιωρούνται…
Ναι τώρα ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Θα γράφω για μένα… για σένα… Για όλους όσους δεν ψάχνουν για απαντήσεις, πάρα τις πολλές ερωτήσεις. Για εκείνους που αποφάσισαν να ζήσουν με τα μάτια της φαντασίας.
Έχουν περάσει χρόνια κι ακόμη πολλές φορές ψάχνω έναν ουρανό, που να με χωράει. Νιώθω ότι από τα χέρια μου ξεφεύγουν λέξεις, στάλες από χρώματα και στιγμές…και τα μάτια μου μόνιμα στραμμένα στη φυγή.
Όχι! Αν δεν μπορείς να σταματήσεις το κύμα, γίνε το κύμα!
Θα ανοίξω τέρμα τις κουρτίνες, ή μάλλον όχι. Θα τις βγάλω τελείως, θα τις σκίσω! Δε θέλω άλλες κουρτίνες στη ζωή μου. Να με τυφλώνει το φως θέλω, να βλέπω όλα τα χρώματα καθαρά. Να καταπιώ το φως, να γίνω φως. Να είναι η κουρτίνες μια λέξη από τα παλιά που ξεχάστηκε. Παραμύθι για παιδιά μαζί με τους δράκους, την ωραία κοιμωμένη και τη ζωή που δεν έζησα. Σταμάτησε να βρέχει ενοχές. Στεγνά τα όνειρα μου, μοσχοβολάνε. Ποιον να μαλώσω τώρα; Ξημερώνει
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα κορίτσι ζούσε σ’ ένα σπίτι που το φως το έκρυβαν βαριές κουρτίνες…
Αλλά πάντα ονειρεύονταν ότι κάποια μέρα θα πετάξει μακριά…