Γνωστό το παιχνίδι μας πια. Μιμήσεις και πάλι μιμήσεις. Δύσκολο να πάψει κάποτε αυτή η υποκρισία, όταν κανείς δεν αντέχει να είναι ο εαυτός του…
175ο χιλιόμετρο. Οι προβολείς λούζουν στο φως τη μικροσκοπική πινακίδα στην άκρη του δρόμου και στιγμιαία παίρνω τα μάτια από την άσφαλτο. Κοιτάζω το κοντέρ και υποβάλλω τον εαυτό μου σε μία διαδικασία διαρκών διαιρέσεων απόστασης-ταχύτητας, όχι τόσο επειδή με απασχολεί η ώρα της άφιξης, όσο για να παραμένω σε διαρκή εγρήγορση παίζοντας με το γκάζι και τους δεκαδικούς. Επιταχύνω απότομα, λες και από αυτή μου την αδέξια και άχρηστη κίνηση θα κριθεί η κόντρα με κάποιον φανταστικό αντίπαλο. Το γεγονός ότι στρέφω το βλέμμα στον πλαϊνό καθρέφτη και δίχως ντροπή υποκρίνομαι πως πράγματι κάποιος έχει κολλήσει ασφυκτικά τον προφυλακτήρα του στον δικό μου με κάνει να συνειδητοποιήσω για ακόμη μία φορά την τραγική διάσταση της βαρεμάρας μου. Σε λίγο θα χειροτερέψει η κατάσταση, καθώς δε θα αντισταθώ να μετατρέψω ένα απλό ταξιδάκι σε μία παράλογη σπουδή στις μιμήσεις.
Καμιά εικoσαριά χιλιόμετρα αργότερα κι ενώ συνεχίζω να προπορεύομαι στο φανταστικό μου αγώνα με το πόδι πεισματικά κολλημένο στο γκάζι, ο οδηγός που στ’ αλήθεια βρίσκεται στην εμβέλεια του καθρέφτη μου, δίχως ωστόσο να φανερώνει προθέσεις για ηλιθιότητες σαν τις δικές μου, στα ξαφνικά, ρίχνεται στη μάχη πετώντας άτσαλα το σώμα μίας κατακόκκινης BMW δεκαπενταετίας στην αριστερή λωρίδα αρχίζοντας να παίζει με μανία τα φώτα του. Κάνω δεξιά δίχως δεύτερη σκέψη. Δεν είχα τίποτα να χωρίσω με τον τύπο. Μου έφτανε που εδώ και είκοσι χιλιόμετρα κρατούσα τα πρωτεία στην προσωπική μου αναμέτρηση με έναν ανύπαρκτο ηλίθιο.
Πολύ αργότερα, κι ενώ είχα εξαντλήσει κάθε μουσικό μεράκι, ώστε ο ήχος των ελαστικών και του κινητήρα να αποτελούν την ύστατη λύση κόντρα στο νανούρισμα της ατέλειωτης ευγραμμίας, άρχισε να με απασχολεί ο τυπάς με τη BMW. Πέρασα αρκετή ώρα προσπαθώντας να αποφασίσω εάν κάποιος από τους γνωστούς μου πληρούσε τις προϋποθέσεις ώστε δίχως πολύ κόπο να δεχόμουνα να ανταλλάξουμε ζωές. Σε ποιου κακομοίρη το σώμα δε θα είχα πρόβλημα να τρυπώσω αναλαμβάνοντας τα πάθη και τη μιζέρια του και απολαμβάνοντας χαρές πιθανότατα ξένες σε μένα; Σπάω το κεφάλι μου, και είναι αλήθεια πως υπάρχουν δύο τρία πρόσωπα στον ευρύτερο περίγυρο μου που με σχετική ευκολία προκαλούν το φθόνο των άλλων, μα μου είναι αδύνατο να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση τους. Ανέσεις και ευκολίες που λείπουν από τη δική μου καθημερινότητα δεν αρκούν ώστε να αισθανθώ άτυχος ή αδικημένος που οι νόμοι της φύσης δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους ανταλλαγές. Αναρωτιέμαι εάν αυτή μου η αδυναμία, ίσως και εμμονική άρνηση, να αναγνωρίσω στοιχεία που καθιστούν τις ζωές των άλλων ασύγκριτα πιο ενδιαφέρουσες από τη δική μου, αποτελεί ένδειξη καθαρού ναρκισσισμού ή κάποιο εξασθενημένο ένστικτο που μας επιτρέπει να εκτιμάμε αυτό που έχουμε περισσότερο από εκείνο που ζηλεύουμε.
Η λάμψη από τους προβολείς μίας νταλίκας στο αντίθετο ρεύμα ζωντανεύει στη μνήμη τη στιγμή που η BMW με προσπερνούσε. Δεν ξέρω γιατί. Οι νταλίκες είναι πισωκίνητες, το ίδιο και η BMW. Ίσως τελικά να υποβάλλω τις γνωριμίες μου σε αυτό το παράλογο ξεσκαρτάρισμα μόνο και μόνο επειδή ζηλεύω τον οδηγό της BMW. Ίσως η βαθύτερη αιτία που πυροδότησε όλη αυτή την ανοησία οφείλεται στον καημό μου να αποκτήσω ένα πισωκίνητο. Χαμογελάω καθώς αναλογίζομαι τις άπειρες μαλακίες που θα έκανα πράξη πίσω από το τιμόνι ενός παρόμοιου αυτοκινήτου και υπόσχομαι στον εαυτό μου πως στην επόμενη στάση για κατούρημα θα τσεκάρω τις αγγελίες για κάποια φτηνιάρικη σαβούρα σαν κι αυτή που με προσπέρασε. Ένα τηλεφώνημα με επαναφέρει στην πραγματικότητα των εκατό και κάτι χιλιομέτρων που απομένουν ως την πόλη σου. Αδιαφορώ για τον επαναλαμβανόμενο ήχο στο κάθισμα του συνοδηγού, παρ’ όλα αυτά εκνευρίζομαι με την εαυτό μου που για ακόμη μία φορά ξέχασα να το βάλω στο αθόρυβο. Σκέφτομαι με πόση έκπληξη θα σχολίαζες το γεγονός πως αποφεύγω να μιλήσω στο τηλέφωνο ενώ οδηγώ. Ίσως να κέρδιζα κι ένα από εκείνα τα σπάνια ”μπράβο” σου, όπως κάθε φορά που θεωρείς πως συμμορφώνομαι στο σπαστικό σου κήρυγμα περί ασφαλούς οδήγησης. Έχει πλάκα πάντως, και μου λέει πολλά για σένα το γεγονός πως επιμένεις να καλείς ενώ γνωρίζεις πως οδηγώ. Μάλλον σου είναι δύσκολο να καταλάβεις την ειρωνεία, εκτός κι αν η πονηριά σου φτάνει σε τόσο ανεκδιήγητα επίπεδα που περιμένεις να απαντήσω δίνοντας σου την αφορμή για ακόμη έναν επικριτικό μονόλογο με επίκεντρο την συμπεριφορά μου πίσω από το τιμόνι.
Συνειδητοποιώ πως πρέπει να περάσουμε μαζί το επόμενο διήμερο και αποφασίζω να μισώ την πόλη σου περισσότερο από σένα. Δεν πρόκειται για κάποια μορφή υποχώρησης που θα με κάνει να σε συμπαθήσω περισσότερο απ’ όσο μου επιτρέπει η εμπειρία μου μαζί σου, παρά για απλούστατη παραδοχή. Πράγματι απεχθάνομαι την πόλη σου. ΄Ένας συρφετός από άθλια τσιπουράδικα, μία αξιολύπητη παραλιακή για να φιλοξενεί τα τσιπουράδικα και ένα συγκλονιστικό ιστορικό κλήσεων για παράνομη στάθμευση στα πέριξ της γειτονιάς σου. Δύο πράγματα με βοηθούσαν πάντα να υπομένω τις άνοστες κουβέντες της παρέας σου και την βασανιστική υγρασία της πόλης σας: το ποτό και η μουσική σου. Ίσως μία από τις καλύτερες αποφάσεις που έχεις πάρει ποτέ, τα μαθήματα πιάνου ανέδειξαν μία αρκετά ενδιαφέρουσα πλευρά σου την οποία ποτέ δεν ήλπισα να διακρίνω. Πλέον, και το παραδέχομαι με δυσκολία, μπορώ άνετα να σε κατατάξω στην κατηγορία των ανθρώπων που για τα προσωπικά μου γούστα πληρούν ικανοποιητικά τις προϋποθέσεις του ΄’επαρκώς ανεκτού”.
Κατεβάζω ταχύτητα και ανοίγομαι αριστερά να προσπεράσω ένα θορυβώδες Scania που ντουμανιάζει με καυσαέρια το παρμπρίζ μου. Ρίχνω μία φευγαλέα ματιά στη διαφημιστική επιγραφή ”Μεταφορική Βορείου Ελλάδος” που καλύπτει κάποια δεκάδες τετραγωνικά του κοκκινωπού μουσαμά της καρότσας. Αισθάνομαι κάπως περίεργα καθώς αναλογίζομαι την κοινή μοίρα που με δένει τον νταλικέρη. Και οι δύο να οδηγούμε βραδιάτικα σε ένα δρόμο μόνο για την πάρτη μας και τόσο μακριά από το σημείο έναρξης: τη Βόρεια Ελλάδα. Αποφεύγω με χίλια ζόρια να ξαναπέσω στην παγίδα που μου επιφυλλάσσουν η κούραση και η πλήξη κάνοντας με να σκεφτώ τον εαυτό μου στη θέση του νταλικέρη, οπότε μεταφέρομαι νοερά στο σαλόνι σου, καμιά ογδανταριά και κάτι χιλιόμετρα νοτιότερα της νταλίκας.
Τώρα φυσικά είναι αδύνατον να το κάνω, μα όταν πράγματι βρίσκομαι στο σαλόνι σου κλείνω τα μάτια και αφήνομαι (ή έστω, υποκρίνομαι πως αφήνομαι) στη μελωδία της (ας πούμε) μουσικής σου. Τα δάχτυλα σου γλιστράνε αδέξια στα πλήκτρα καθώς το μυαλό σου παλεύει να συντονίσει πείσμα και φιλοδοξία με το ρυθμικό τικ τακ του μετρονόμου που τόσο πολύ φοβάσαι. Σφίγγω τα βλέφαρα γιατί βαριέμαι αφόρητα και μου είναι απαραίτητο να αισθανθώ κάτι έντονο, κάτι που θα τραβήξει την προσοχή μου περισσότερο από τις φάλτσες συγχορδίες που αιωρούνται στο δωμάτιο σαν κωμική επιβεβαίωση του γεγονότος πως η προσήλωση στη θεωρία και τους τύπους δεν φτάνουν να γεννήσουν μουσική όταν λείπει το συναίσθημα και κάποια ελάχιστη δόση τρέλας. Χαμογελάω καθώς συνειδητοποιώ πως επιτέλους άρχισες να ασχολείσαι με κάτι το οποίο η τελειομανής φύση σου δύσκολα θα συμπυκνώσει σε καλοσχηματισμένα κουτάκια σαν κι αυτά που χρησιμοποιείς για να σερβίρεις σε φίλους και γνωστούς την στενή οπτική σου για τα πράγματα. Μετά βίας μάλιστα κρατιέμαι να μην ξεσπάσω στα γέλια όταν κάποια στιγμή σηκώνω φευγαλέα τα φρύδια και αντικρίζω το αγχωμένο προσωπάκι που αγκομαχά πάνω από το θηριώδες πιάνο, ή μάλλον και τα δύο, πιάνο και προσωπάκι αγκομαχούν μαζί. Αυτός είναι και ο μόνος συντονισμός ρυθμού και συναισθήματος που καταφέρνω να ξεχωρίσω, όταν μετά από εξαντλητική προσπάθεια φτάνω στο σημείο να αδιαφορώ για το μετρονόμο και τη μελωδία σχεδόν όσο κι εσύ.
Ξανά σφίγγω τα βλέφαρα και απίθανες φιγούρες διαγράφονται σαν πολύχρωμα νήματα στο σκοτάδι των ματιών. Σκέφτομαι τις κουρτίνες σου. Γαμώτο…δεν ξέρω γιατί, μα πάντα ζήλευα το γούστο σου στη διακόσμηση. Αναρωτιέμαι αν αυτός είναι κι ο λόγος που υπομένω τη δολοφονικό σου παίξιμο, μόνο και μόνο δηλαδή επειδή απολαμβάνω το ωραίο περιβάλλον του σαλονιού σου. Προσπαθώ να διακρίνω κατά πόσο είναι δυνατό το ωραίο να υποσκελίσει το συγκλονιστικά άσχημο. Κι αν ναι, τότε μέχρι που φτάνει η δύναμη κάποιου να υπομένει το άσχημο, όταν ακόμη και η καλύτερη νάρκωση κάποτε φθίνει. Το άσχημο όμως θα είναι πάντα άσχημο. Δίνω μία πρόχειρη εξήγηση βασιζόμενος στη διάρκεια. Εννοώ φυσικά πως κάποτε, σε πέντε, δέκα λεπτά, το πολύ ένα μισάωρο, η μουσική σου θα σταματήσει να κακοποιεί την ακοή της ψωνισμένης σου παρέας που καμώνεται καλύτερα κι από σένα πως απολαμβάνει όχι φυσικά τα δικά σου, μα τα πρωτότυπα ακούσματα που ευθύνονται για την πρόσφατη λόξα σου με τους κλασσικούς. Από την άλλη, το σαλόνι σου δε θα πάψει να είναι εκεί. Θα είναι πάντοτε, και τώρα και αφού ολοκληρωθεί ο βιασμός του πιάνου, το ίδιο πανέμορφο σαλόνι με την φοβερή αισθητική που διακατέχει κάθε κουλτουριάρα κόρη με καλλιτεχνική φύση και φραγκάτο μπαμπά.
Κοιτάζω την παρέα σου και αναρωτιέμαι πως στο διάολο έπεισες αυτά τα δηλητηριώδη πλάσματα να παρευρεθούν στο πρώτο σου πριβέ κοντσέρτο. Ξέρω πολύ καλά πως είσαι ολόιδια με αυτούς αν κρίνω από την προσφιλή σας συνήθεια να σχολιάζετε τους πάντες και τα πάντα στα μέτρα ενός ηλίθιου ελιτισμού που πηγάζει από την αδιάκοπη αργία και τα παχυλά σας πορτοφόλια. Αισθάνομαι άβολα με την πάρτη μου καθώς συνειδητοποιώ πως προσπαθώ να τους μοιάσω κάθε φορά που αισθάνομαι την ανάγκη να έρθω πιο κοντά σου. Εδώ πράγματι υποχωρώ και το χειρότερο είναι πως δέχομαι με πρωτοφανή ευχαρίστηση το γεγονός πως μετατρέπομαι κι εγώ σε μαλάκα. Μιμούμαι τους πάντες, όσους εκτιμάς και συμπαθείς ίσως επειδή μου είναι αδύνατο να προκαλέσω κάποια άλλη αντίδραση πέραν της απόρριψης, όταν βρίσκω το θάρρος να σου παρουσιαστώ όπως στ’αλήθεια είμαι. Μιμήσεις που με γλιτώνουν από τις υστερίες σου.
Όσο για εκείνους…ποτέ δεν έμαθαν να είναι κάτι διαφορετικό. Μοναξιά και αθλιότητα ντυμένες με όμορφα, καλοφτιαγμένα χαμόγελα και πικρόχολα σχόλια. Πανομοιότυποι και τραγικοί, μιμούνται ο ένας τον άλλο, γιατί κανείς τους δεν μπορεί να υπάρξει εκτός της περίκλειστης ψευτοανωτερότητας. Μιμήσεις υπαρξιακές λοιπόν… Μιμήσεις με σκοπό τη συντήρηση ενός σάπιου και διαλυμένου εγώ.
Μα το ίδιο κάνεις κι εσύ αν το καλοσκεφτώ. Μιμείσαι εμένα τον ίδιο, υιοθετείς κινήσεις και κουβέντες μου, ενοχλείσαι και παραξενεύεσαι με ό,τι με κάνει να αισθάνομαι ανάλογα, ώσπου καταφέρνεις να ακυρώσεις οποιαδήποτε μοναδικότητα που θα μπορούσε να με διακρίνει από τους άλλους. Δε μου αφήνεις αφορμή να πιστέψω πως υπερέχω σε οτιδήποτε καθώς διαρκώς μου αποδεικνύεις πως είναι τόσο εύκολο και βαρετό να είμαι εγώ. Φυσικά δεν είναι πάντοτε η εκδίκηση ή η καλοπέραση εις βάρος των άλλων τα κίνητρα των δικών σου μιμήσεων, αφού βλέποντας σε να εκτίθεσαι σε αυτούς τους ηλίθιους ξετυλίγοντας δειλά και αδέξια όσα συγκλονίζουν την ψυχή σου, καταλαβαίνω τη θέση που μου αναλογεί ανάμεσα σε αυτές τις βλακόφατσες. Είμαστε κι οι δυο το ίδιο αμήχανοι και αγέλαστοι και καθώς είναι η πρώτη σου φορά που εμφανίζεσαι κάπως πιο αληθινή απ’ ό,τι σε έχουν συνηθίσει, αναζητάς καταφύγιο σε μένα. Αντιλαμβάνεσαι πλήρως το παράταιρο της παρουσίας μου και μαθαίνεις να μιμείσαι την αδιαφορία μου για τους άλλους. Μιμήσεις που προστατεύουν τον εαυτό σου.
Μία ξεχαρβαλωμένη πινακίδα με καλωσορίζει στην πόλη σου. Σκέφτομαι όλο αυτό το κόλπο της μίμησης και αναρωτιέμαι εάν οι ρόλοι που υποδύθηκα στη διαδρομή, του νταλικέρη και του τυπά στη BMW αποτελούν απλή αντίδραση ενός κουρασμένου μυαλού στη μονοτονία και την πολύωρη σιωπή, ή αν αντανακλούν κάτι βαθύτερο. Κάτι που μόνο εσύ έχεις ανακαλύψει πάνω μου που γιγαντώνεται αντιστρόφως ανάλογα με την απόσταση που μας χωρίζει. Μα κουράστηκα. Αναγκάζομαι να αναγνωρίσω πως είσαι αρκετά πιο περίπλοκη και ασύγκριτα πιο επικίνδυνη από μένα, οπότε για απόψε θα αρκεστώ στην πρωτοφανή μου ικανότητα να βρίσκω πάρκινγκ στη γειτονιά σου ώστε να αισθανθώ καλύτερα με τον εαυτό μου.