«Δεν μπορώ να βγούμε απόψε. Έχω κανονίσει να κάτσω μέσα».Ετοιμάζεσαι να πεις και επειδή κανείς δεν πρόκειται να το καταλάβει και να το σεβαστεί αυτό για το λόγο αυτό αυτολογοκρίνεσαι και σταματάς την πρόταση σου λίγο πιο νωρίς και τελικά λες:«Δεν μπορώ να βγούμε απόψε. Έχω κανονίσει». Στο συγκεκριμένο κανείς δε θα σου πει τίποτα. Το να έχεις κανονίσει να βγεις, είναι βλέπεις κοινωνικά αποδεκτό εν αντιθέσει με το να θες να μείνεις μόνος σου. Αυτό για κάποιους σημαίνει πως κάτι δεν πάει καλά μ’εσένα. Σάββατο βράδυ μόνοι τους θέλουν να μείνουν μόνο οι «άρρωστοι», «οι τρελοί», οι «επικίνδυνοι» αυτή είναι η γενική παραδοχή. Εγώ όμως, για μια ακόμη φορά αποφάσισα να μείνω μέσα. Και αν κάποιοι με θεωρούν «άρρωστη» ή «τρελή» ή δεν ξέρω και εγώ τι άλλο γι’ αυτό, δε με αφορά πια. Εγώ ξέρω τι είμαι. Και για να φτάσω ως εδώ, μη γελαστείς, μου πήρε καιρό.
Είμαι εσωστρεφής και δε χρειάζεται να προσπαθώ να το αλλάξω… Αν και τα νούμερα όπως και πολλά άλλα δεν τα πιστεύω, έπεσε στα χέρια μου μια έρευνα που έλεγε πως οι εσωστρεφείς αποτελούν το 25 – 30 % του πληθυσμού, εμένα βέβαια κανείς δε με έχει ρωτήσει στο δρόμο αν είμαι εσωστρεφής ή εξωστρεφής ώστε να με εντάξει σε μια κατηγορία, παρ’ όλα αυτά όμως φαίνεται πως αποτελώ -για άλλη μια φορά- μειοψηφία.
Ούτε ντροπαλοί είμαστε, ούτε είναι ότι δε μας αρέσει να μιλάμε. Είναι σύνηθες των ανθρώπων όταν δεν καταλαβαίνουν έναν άνθρωπο, να θέλουν να του βάλουν μια ταμπέλα για τη δική τους διευκόλυνση. Και έτσι, ακούς συχνά «Είσαι λιγομίλητη ε;», «Βλέπω πως είσαι ντροπαλή». Ε, άμα το βλέπεις τόσο ξεκάθαρα εσύ, εγώ δεν μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα. Το σίγουρο είναι πως δεν είμαι λιγομίλητη. Αν ξεκινήσω να μιλάω για ένα θέμα που με απασχολεί, για κάτι που αγαπώ και παθιάζομαι, μιλάω ασταμάτητα χωρίς να πάρω ανάσα. Δε μιλάω όμως για να μιλήσω. Δε μ’ αρέσουν οι ψιλές κουβέντες. Δε μ’ αρέσει να μιλήσουμε για τον καιρό και για οτιδήποτε δεν εξιτάρει τον εγκέφαλο μου. Δε με ενδιαφέρει να γεμίσω τη σιωπή, αν δεν έχω κάτι σημαντικό να πω. Μια χαρά είναι η σιωπή, ως έχει. Γιατί όλοι επιμένουν να τη γεμίσουν με παντελώς ανούσια πράγματα; Να ξέρεις, πως οι εσωστρεφείς άνθρωποι όταν νιώθουν άνετα με τον άνθρωπο που έχουν δίπλα τους, μιλάνε συνεχώς, εκφράζονται αδιάκοπα. Με ανθρώπους όμως που δεν έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ε, αυτό αποτελεί ένα άλλο κεφάλαιο. Όταν δε μιλάω είναι επειδή σε ακούω. Και δε βιάζομαι να πω κάτι, γιατί ακούω για να σε καταλάβω, όχι για να σου απαντήσω και για να ξεμπερδέψουμε και οι δυο.
Δέκα και κάτι η ώρα. Χτυπά το τηλέφωνο. Μια ακόμη μέρα που δεν έχω όρεξη για πολλές κουβέντες. Κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου το τηλέφωνο καθώς χτυπά κάπως αποδοκιμαστικά. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να με πάρει κάποιος τηλέφωνο από τη στιγμή που μπορεί να μου στείλει μήνυμα. Με το τηλέφωνο έχω σχέση αγάπης – μίσους. Στο τηλέφωνο μιλάω με ανθρώπους που τους νιώθω πολύ κοντά μου ή όταν πρόκειται για δουλειά ή έστω όταν βιαζόμαστε για να κανονιστεί κάτι. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις το μήνυμα είναι ό,τι πρέπει. Άσε, που στα γραπτά είμαι σαφώς καλύτερη από ότι στα προφορικά. Περνούν πέντε λεπτά και στέλνω μήνυμα…
« Έλα, τι έγινε ;»
«Αμάν πια, σήκωσέ το καμιά φορά στην ώρα του»
« Τώρα το είδα, τι τρέχει; Τι νέα ;»
Σταμάτα ρε άνθρωπε να με κρίνεις! Όπως δεν κρίνω εγώ εσένα, σταμάτα να κρίνεις και εσύ εμένα. Από τότε που δέχτηκα την εσωστρέφεια μου όπως και άλλα ως μέρος αυτού που είμαι, την κατανόησα και την αγάπησα και από τότε έπαψα να πηγαίνω κόντρα στη φύση μου και να είμαι μια άλλη εκδοχή του εαυτού μου. Αν με αγαπάς, με αγαπάς ολόκληρη. Ουδέποτε με ενδιέφερε η αποσπασματική αγάπη. Και εγώ ολόκληρο σε αγαπάω ακόμη και με εκείνα τα χαρακτηριστικά σου που ενίοτε ενοχλούν και εσένα.
Να ξέρεις πως η ησυχία μου δεν κρατάει για πολύ. Περνάω πολύ καλά μόνη μου. Αυτό όμως δε σημαίνει πως μου αρέσει να είμαι πάντα μόνη μου. Μου αρέσει να σκέφτομαι, να λύνω προβλήματα, να έχω γρίφους που θα με προβληματίσουν, να γράφω, να διαβάζω, να ονειρεύομαι, να ονειροπολώ.
Οι εσωστρεφείς να θυμάσαι πως έχουν ένα χαρακτηριστικό. Όσο καιρό περνούν ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, ομιλίες, φασαρία άλλο τόσο χρειάζονται να μείνουν μόνοι τους για να φορτίσουν τις μπαταρίες τους. Προτιμούν να βγουν με ένα ή λίγους στενούς τους φίλους, να πιουν ένα καφέ ή ένα ποτήρι κρασί και να μιλήσουν παρά να πάνε σε μεγάλα παρτυ και πολυσύχναστα μπαρ.
Αν το ψάξεις επίσης από την επιστημονική πλευρά, ο εγκέφαλος των εσωστρεφών είναι διαφορετικός από των εξωστρεφών. Οι εσωστρεφείς είναι πολύ ευαίσθητοι στην ντοπαμίνη, ενώ οι εξωστρεφείς λιγότερο. Την συγκεκριμένη ορμόνη την παράγει επίσης ο εγκέφαλος μας όταν ερωτευόμαστε. Ίσως αυτό να σημαίνει πως οι εσωστρεφείς άνθρωποι τα χάνουν πιο εύκολα με τους μεγάλους έρωτες. Γι’ αυτό και για εκείνους ίσως είναι μια κατάσταση πιο επικίνδυνη από ό,τι για τους άλλους ανθρώπους. Ίσως και να φοβούνται να μπουν σε αυτή τη διαδικασία αν έχουν φάει τα μούτρα τους στο παρελθόν. Η επιστήμη δεν έχει ασχοληθεί ακόμη με το συγκεκριμένο θέμα. Το μόνο σίγουρο είναι πως το να προτιμάς να μένεις μια μέρα για να διαβάσεις ένα βιβλίο, αυτή είναι μια επιλογή που επιδέχεται και επιστημονικής εξήγησης
Καμιά φορά φέρνοντας στη μνήμη μου το ποίημα «Όσο μπορείς» νιώθω πως μόνο ο Καβάφης με καταλαβαίνει.
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.»
Δε θα μπορούσε να το αφηγηθεί τόσο σωστά, αν δεν το ένιωθε και αυτός. Έτσι πιστεύω. Να τους αγαπάς αυτούς τους ανθρώπους τους σιωπηλούς με το θορυβώδες μυαλό. Και αν δε θες να τους αγαπάς, προσπάθησε έστω να τους καταλάβεις, μόνο αυτό.