Με λίγο από εκείνο που ονομάζουμε γερμανική πειθαρχία και με μπόλικη ιρλανδική ψυχή, ο 40χρονος πλέον Michael Fassbender φαίνεται να έχει συνδυάσει εξαιρετικά ένα αδιαμφισβήτητο ταλέντο και την επιτυχία που εκείνο του χάρισε με μια προστατευμένη προσωπική ζωή και μια αξιοθαύμαστα ισορροπημένη προσωπικότητα.
Ο Michael γεννήθηκε στη Χαϊδεμβέργη τον Απρίλιο του 1977 από Γερμανό πατέρα και Ιρλανδή μητέρα, στη χώρα καταγωγής της οποίας μετακόμισε η οικογένεια όταν εκείνος έγινε δύο ετών. Ο δρόμος της υποκριτικής άνοιξε για τον ηθοποιό ή μάλλον επιλέχθηκε ξεκάθαρα από τον ίδιο 15 χρόνια αργότερα, όταν αρνήθηκε να σπουδάσει, σκηνοθέτησε την πρώτη του θεατρική παράσταση (μια μεταφορά του «Reservoir Dogs») και έπεισε τους γονείς του ότι αυτό ήταν που ήθελε να κάνει στο εξής. Σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου μετά από σύντομες δραματικές σπουδές και μερικά θεατρικά, εξασφάλισε τον πρώτο τηλεοπτικό του ρόλο στην πολυβραβευμένη πολεμική σειρά «Band of Brothers» (2001) με παραγωγούς τους Tom Hanks και Steven Spielberg.
Ιδέα δεν είχε ο 17χρονος ενθουσιώδης εαυτός του Michael Fassbender, όταν πρωταγωνιστούσε σ’ εκείνο το δικό του, συνοικιακό «Reservoir Dogs», ότι λίγα χρόνια αργότερα θα συνεργαζόταν με τον ίδιο τον Quentin Tarantino στο «Iglourious Basterds» (2009), τη μέχρι τότε πιο επιτυχημένη -εμπορικά- ταινία του εκκεντρικού σκηνοθέτη. Η μεγάλη αρχή ωστόσο είχε ήδη γίνει, την προηγούμενη χρονιά, στο «Hunger» του Steve McQueen όπου υποδύθηκε τον Bobby Sands, μέλος του Provisional IRA που πέθανε σε φυλακή της Β. Ιρλανδίας μετά από απεργία πείνας.
Το «Hunger» ήταν μόνο το έναυσμα της συνεργασίας Fassbender-McQueen που συνεχίστηκε με το «Shame» (2011), μια γενναία ματιά στην καθημερινότητα ενός σεξουαλικά εθισμένου νέου, και το «12 Years a Slave» (2013) όπου ο ρόλος του απάνθρωπου κτηματία Edwin Epps οδήγησε στην πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ. Πολλοί ισχυρίζονται -και όχι άδικα- ότι η Ακαδημία μάλλον καθυστέρησε να τον προτείνει, δειλιάζοντας μπροστά στο αποκαλυπτικό γυμνό και το έντονο σεξουαλικό περιεχόμενο του «Shame».
Με το όνομά του να εμφανίζεται στις οθόνες μας κάθε λίγο και λιγάκι, δεν είναι κρυφό πως η τελευταία δεκαετία υπήρξε παραγωγικότατη για τον ηθοποιό που γυρίζει ακούραστα ταινίες, βελτιώνοντας με τις ερμηνείες του ακόμη κι εκείνες που κατά τ’ άλλα δεν εντυπωσίασαν. Σ’ αυτές δεν ανήκουν, πάντως, ούτε το «Jane Eyre», κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Charlotte Bronte, όπου ο Fassbender πρωταγωνιστεί με την Mia Wasikowska, ούτε η «Επικίνδυνη Μέθοδος» του David Cronenberg, όπου ενώνει της υποκριτικές του δυνάμεις με έναν ακόμη εξαίρετο και αγαπημένο ηθοποιό, τον Viggo Mortensen. Στους ρόλους των διεθνώς αναγνωρισμένων ψυχαναλυτών Carl Jung και Sigmound Freud, το καλλιτεχνικό ζευγάρι έδωσε πνοή σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φιλικές σχέσεις αλλά και ιδεολογικές διαμάχες των αρχών του 20ου αιώνα.
Ο Fassbender έχει συστηματικά αποδείξει ότι είναι φτιαγμένος από εκείνη τη σπάνια πρώτη ύλη των ηθοποιών που αλλάζουν πρόσωπα χωρίς θορυβώδεις εξωτερικές αλλαγές και δίνουν βαθιές, προσγειωμένες ερμηνείες τόσο επιφανών προσώπων, όσο και απλών ανθρώπων που σχεδόν ακούσια, όπως όλοι μας, εκδηλώνουν τα πάθη, τις ευαισθησίες και τις αδυναμίες τους.
Είναι ίσως η ίδια πρώτη ύλη με εκείνη που έπλασε τον Mortensen και τον Joachin Phoenix, τον Tom Hanks και τον Daniel Day-Lewis (ο οποίος πρόσφατα ανακοίνωσε ότι αφήνει το επάγγελμα και ένα ειλικρινές δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο κάθε σινεφίλ που σέβεται τον εαυτό του) που δηλώνει την ποιότητά της με κάθε ευκαιρία, από blockbuster σαν τα prequel των X-men μέχρι κάτι τρομακτικά όμορφα indie -που ίσως δεν έχεις δει- με χαρακτήρες ρεαλιστικούς και πολλά κότσια, σαν το «Fish Tank» της Andrea Arnold.
Όσο κι αν η παρουσία του, όπως και οι πολυποίκιλοι χαρακτήρες που έχει υποδυθεί κατά καιρούς είναι δύσκολο να περάσουν απαρατήρητοι (σκέψου μόνο τον «Frank» της ομότιτλης ταινίας που, αντί για το πρόσωπο του ίδιου του Fassbender, είναι μια στρουμπουλή μάσκα που θυμίζει κεφαλάκι playmobil) η προσωπική, καθημερινή ζωή του παραμένει μακριά από τα φώτα και την κακεντρέχεια της σύγχρονης showbiz. Διατηρεί τα τελευταία περίπου 20 χρόνια το ίδιο διαμέρισμα στο ανατολικό Λονδίνο, αποφεύγει τις ερωτήσεις για την εκάστοτε σχέση του (την τελευταία φορά που τσεκάραμε ήταν η πανέμορφη και εξίσου ταλαντούχα, σουηδή ηθοποιός Alicia Vikander) και ισχυρίζεται πως κυκλοφορεί έξω, ακόμη κι αν τον σταματάνε συχνά, περπατάει, παίρνει ακόμη και το λεωφορείο.
Δε θα υπερβάλαμε αν παρατηρούσαμε ότι οι ισχυροί δεσμοί του Michael με την ταπεινότητα ενός αυθεντικού, καθημερινού ανθρώπου, γίνεται φανερό πως κρατούν καλά, κάθε φορά που στη μέση μιας συνέντευξης ξεσπά σε γέλια με σχεδόν παιδικό αυθορμητισμό. Ο ίδιος παραδέχεται ότι μπορεί εύκολα να πει ψέματα σε δημοσιογράφο κι ότι αυτό είναι αναγκαίο, δήλωση που μάλλον υπογραμμίζει, παρά αμφισβητεί την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, αν λάβει κανείς υπόψιν τα δεδομένα επακόλουθα της δημόσιας ταυτότητας κάθε μεγάλου «σταρ». Για τον Michael και τις ισορροπίες του ας αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι, έξι περίπου χρόνια πριν, πέρασε δυο μήνες μαζί με τον πατέρα του γυρνώντας την Ευρώπη με μηχανή, επικοινωνώντας ελάχιστα με τον έξω κόσμο και, σήμερα, ο τρόπος που μιλά ξεκαθαρίζει ότι παραμένει πιστός στην αναζήτηση γαλήνης που μαρτυρούν συνήθειες σαν εκείνη.
Πίσω στο άλλο άκρο του σχοινιού, ο Fassbender φαίνεται να περιορίζει αυτή την πολυπόθητη ηρεμία εκτός της επαγγελματικής του πορείας αφού και στα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια συνεχίζει ακάθεκτος να συνεργάζεται με μεγάλα ονόματα σε εξίσου μεγάλες ταινίες. Από σαιξπηρικό δράμα («Macbeth») στο πλευρό της Marion Cotillard μεταπηδά με ευκολία σε επιστημονική φαντασία υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ridley Scott («Prometheus», «Alien: Covenant»).
Από το βιογραφικό «Steve Jobs» (2015) του Danny Boyle και μια δεύτερη υποψηφιότητα για χρυσό αγαλματίδιο κάνει βουτιά στο μελό μεν, καλλιτεχνικά αξιόλογο δε, «The Light Between Oceans» (2016), από τον δημιουργό του «Blue Valentine», Derek Cianfrance. Και τελικά σήμερα, μετά από μια πρόσφατη συνεργασία με τον Terrence Malick («Song to Song»), προετοιμαζόμαστε να τον δούμε στο ρόλο του ντετέκτιβ Harry Hole, στην πρώτη κινηματογραφική απόδοση του Χιονάνθρωπου του Jo Nesbø. Tο πολυδιαβασμένο αστυνομικό μυθιστόρημα του Νορβηγού συγγραφέα έχει αναλάβει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο Σουηδός Tomas Alfredson («Tinker Tailor Soldier Spy», «Let the Right One In») και ο κεντρικός αντιήρωας αναμένεται να αποτελέσει το επόμενο χρυσό σκαλοπατάκι στη φιλμογραφία του πρωταγωνιστή.
Με την ωριμότητα και τη μετριοφροσύνη του, καθώς και με το χιούμορ του ο Michael Fassbender συμπληρώνει το άστρο του επί της οθόνης με κάτι που λάμπει ακόμη καλύτερα εκτός αυτής· μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, συγκροτημένη προσωπικότητα. Κι όπως ο ίδιος, η φράση που ξεχωρίζει στα αυτιά μας ανάμεσα σε τόσους διαλόγους και συνεντεύξεις, δεν είναι καμία δήλωση ψευτοφιλοσοφημένη και φαντεζί, αλλά απλή και ειλικρινής, ίσως ακόμη και φαινομενικά αδιάφορη.
«Ένιωσα άνετα…»
Πρόκειται για την απάντηση στο τι τον ενέπνευσε να ασχοληθεί αρχικά με την υποκριτική, που αν δεν ήταν τόσο αυταπόδεικτη και προφανής σε κάθε κινηματογραφική του εμφάνιση, θα την προσπερνούσαμε, ψάχνοντας αμήχανα για κάτι πιο εντυπωσιακό.