Χριστούγεννα 1977 σε ένα προάστιο του Μίσιγκαν. Ο Jack Van Dorn (George C. Scott) ετοιμάζεται να δει την μοναχοκόρη του για τελευταία φορά με το ίδιο βλέμμα, λίγο πριν αποχωρήσει για την χριστουγεννιάτικη εκδρομή που διοργανώνει η τοπική εκκλησία Καλβινιστών στην Καλιφόρνια. Ο Jack ζει εδώ και χρόνια μόνος με την έφηβη κόρη του, Kristen, η οποία μεγαλώνει σε ένα συντηρητικό, θεοσεβούμενο περιβάλλον κοντά με τους αγαπημένους της θείους και ξαδέρφια, αλλά δίχως την μητέρα της.
Όσο ο Jack δειπνεί με τον κουνιάδο και την αδερφή του, λαμβάνει ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα και μαθαίνει πως η κόρη του εξαφανίστηκε κατά την επίσκεψη σε ένα πάρκο. Κρατώντας με νύχια και με δόντια την ψυχραιμία του, με τη βοήθεια του κουνιάδου του προσλαμβάνει έναν ντετέκτιβ για να διερευνήσει την υπόθεση. Λίγες μέρες αργότερα, στα χέρια εκείνου και των αρχών πέφτει ένα πορνογραφικό φιλμ στο οποίο συμμετέχει η Kristen και ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να αναλάβει μόνος του την εύρεσή της, ξεκινώντας ένα αμφίβολο ταξίδι στα βάθη της παρανομίας που μαστίζει την πελώρια και αχανή πόλη του Λος Άντζελες, ενώ λίγοι είναι αυτοί που είναι διατεθειμένοι να δώσουν περαιτέρω πληροφορίες ακόμη κι αν γνωρίζουν και, πόσω μάλλον, χωρίς κάποιο χρηματικό αντάλλαγμα.
Περιπλέκεται στα σκοτεινά σοκάκια και τις πιάτσες της περιοχής που φωτίζονται μόνο από ατμοσφαιρικούς neon φωτισμούς, συναντώντας στο διάβα του σκηνοθέτες, παραγωγούς και πρωταγωνιστές ερωτικών ταινιών, πόρνες αλλά και νταβατζήδες ψάχνοντας τον κρυφό δημιουργό του φιλμ, αλλά και πρόσωπα που τυχόν είδαν ή άκουσαν το όνομα της Kristen. Το «Hardcore» είναι η δεύτερη ταινία και η πρώτη σκηνοθετικά μεγαλύτερη επιτυχία που σημειώνει στη φιλμογραφία του ο άρχοντας του neo-noir, Paul Schrader. Έχοντας κερδίσει σημαντικό προβάδισμα από θέμα εμπειρίας με την συγγραφική του συμβολή στον θρυλικό «Ταξιτζή» («Taxi Driver») το ‘76, ο Schrader αποφασίζει να «καταγράψει» τη δική του εμπειρία στο προάστιο του Μίσιγκαν, της εκκλησίας Καλβινιστών αλλά και το βίωμά του ως εφήβου μέσα στο προκείμενο κοινωνικό πλαίσιο.
Με όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικό, αλλά όχι επικριτικό βλέμμα, μιλά για τον απλό άνθρωπο που μεγαλώνει στην κοινωνία αυτή, τις ταπεινές έως και πολλές φορές ανιαρές του επιθυμίες και όνειρα που δεν βρίσκουν ενδιαφέρον στις κολασμένες απολαύσεις των μοντέρνων αστικών πόλεων, στην εκπόρνευση της τηλεόρασης ούτε και στους τρόπους που ο καθένας έχει επιλέξει για τον εκάστοτε λόγο να βγάζει το «ψωμί» του. Δεν τον νοιάζει τίποτα από αυτά, όμως τον νοιάζει η κόρη του κι αυτό θα σημάνει και την «κατηφόρα» του. Θα ανακαλύψει όλων των ειδών τις διαστροφές που δεν είχε φανταστεί πως μπορεί να υπάρχουν εκεί έξω έως τώρα και δεν θα σταματήσει να σκάβει ολοένα και βαθύτερα ούτως ώστε να γυρίσει πίσω σπίτι με την κόρη του και οι προσπάθειές του να μην βρουν το απόλυτο κενό.
Ο Schrader οπτικοποιεί ένα συναρπαστικό νουάρ παραλήρημα, που κατέχει όλες τις αρετές και τις εικόνες της δεκαετίας του ‘70 αλλά και εκείνης του ‘80 στην οποία και εισέρχεται δυναμικά, έχοντας ήδη πια «χτίσει» τη δική του χαρακτηριστική αισθητική. Ηλεκτρονική μουσική, μια συγκλονιστική ερμηνεία από τη «δεύτερη φάση» της καριέρας του George C. Scott, από τον οποίο δεν θα περίμενε κανείς τίποτα λιγότερο και η λυρικά εκθαμβωτική φωτογραφία του μετρ Michael Chapman («Taxi Driver», «Invasion of the Body Snatchers») συνθέτουν ένα από τα πιο γλυκόπικρα «hardcore» θρίλερ της δεκαετίας. Με άλλα λόγια, το νέο κεφάλαιο του νουάρ και η δράση, το χιούμορ και η τραγωδία συναντιούνται και μεγαλουργούν.
Όλα αυτά βέβαια με την καθοριστική συμβολή του Scott, του οποίου η ερμηνεία εμπεριέχει πάντοτε κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεται, πάντοτε πολυδιάστατη αλλά και διεισδυτική χτίζει έναν ολόκληρο χαρακτήρα από το μηδέν. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για το σημείο όπου ο ηθοποιός ξεδιπλώνει το αληθινό του ταλέντο; Όχι, καθότι αυτό είχε ήδη συμβεί πολλάκις μέχρι τότε – αλλά κι έπειτα στο «τρίτο» ουσιαστικά κεφάλαιο της καριέρας του – και η πραγματικότητα ήταν πως δεν σταμάτησε ποτέ να μας εκπλήσσει, όμως είναι σίγουρα μια φιγούρα που έμεινε ανεξίτηλη στο «Hardcore» του ‘79 (κι όχι μόνο) και τον ρόλο του Jack θα ήταν οριακά αδύνατον να ενσαρκώσει οποιοσδήποτε άλλος από τους υπερταλαντούχους της εποχής εκείνης του Αμερικάνικου σινεμά.
Όσο για την σκηνοθεσία του «Hardcore», μπορούμε ξεκάθαρα να μιλήσουμε για ένα roller-coaster στα έγκατα των μεγαλουπόλεων, μια κούρσα για γερά νεύρα και «παίχτες» που δεν έχουν σκοπό να το βάλουν κάτω ακόμη κι αν χρειαστεί να παλέψουν με δράκους. Αυτό ουσιαστικά έκανε και ο κύριος Van Dorn, ο οποίος σε αντίθεση με άλλους «απόντες» πατεράδες δεν παράτησε ποτέ την κόρη του ούτε και την ιδέα αυτής όταν άρχισε πλέον να του θυμίζει περισσότερο κάτι ξένο παρά «αίμα» του. Κι αυτή είναι και η διαφορά της Kristen με τα υπόλοιπα «παιδιά» που εγκαταλείφθηκαν και αναζήτησαν τα απωθημένα τους σε άλλα, ισχυρότερα «δεσμά». Εκείνα ακόμη παραμένουν στα… «αζήτητα»!
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: