
Σχεδόν 50 χρόνια πριν η Catherine Deneuve εισέβαλε σε έναν παριζιάνικο οίκο ανοχής με απροσδόκητη κομψότητα στο “Belle de Jour”. Από τότε ο γαλλικός κινηματογράφος προσέφερε μία νέα επαγγελματία του σεξ να τον σαγηνεύσει. Ανάλογη κομψότητα συναντά κανείς στο πρόσωπο της Marine Vacth. Έγινε γνωστή από το εντυπωσιακό ντεμπούτο της ως πρωταγωνίστρια στο δράμα “Young & Beautiful” του François Ozon το 2013. Η αξιομνημόνευτη ερμηνεία της μάλιστα κέρδισε μια υποψηφιότητα για το βραβείο Cezar την επόμενη χρονιά. Σήμερα, το ίδιο εντυπωσιακή και γοητευτική την συναντάμε στο γαλλικό φιλμ “Masquerade” (σ.σ “Kαμουφλάζ” στα ελληνικά) του Nicolas Bedos.
Η ομορφιά της, τα μαγευτικά πράσινα μάτια και η κομψή παριζιάνικη γοητεία είναι τόσο φανταχτερή όσο και η συγκρατημένη προσωπικότητά της. Απoύσα από τα κοινωνικά δίκτυα και σπάνια σε συνεντεύξεις, η Marine Vacth δεν ξεφεύγει από την επιθυμία των κινηματογραφιστών. Το πρώην μοντέλο του οίκου Chanel έχει γίνει μια από τις φετίχ ηθοποιούς του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Η Γαλλίδα ηθοποιός δείχνει να αιχμαλωτίζει, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της, της συνοδού και της απατεώνας με το έντονο ταπεραμέντο στη μαύρη αλλά και συναισθηματική φιλμογραφία του Nicolas Bedos.

Επαίνους και κριτικές
Η ταινία του Nicolas Bedos, που κυκλοφόρησε την 1η Νοεμβρίου, δίχασε αμέσως τους κριτικούς στη Γαλλία. Και όπως συχνά συμβαίνει με τον Γάλλο σκηνοθέτη, που σπάνια αφήνει αδιάφορη την κοινή γνώμη, περνάει από τον έπαινο στην πιο σκληρή κριτική.
Μεταξύ του γαλλικού Τύπου, είναι πολλές οι κριτικές που επευφημούν το «Masquerade» ως «αστείο, ζωηρό, σκληρό, απολύτως κυνικό και προικισμένο με κορυφαίο καστ». Αντίθετα, κάποιες επικρίσεις είναι σκληρές, που κάνουν λόγο μια ταινία «τόσο αξιολύπητη όσο ο μικρόκοσμός της». Η κριτική βέβαια δεν άφησε άθικτο ούτε τον σκηνοθέτη με το σχόλιο πως «μηρυκάζει τον μηδενισμό του με δύο σφαίρες και γελοιοποιεί τους ηθοποιούς του»

Μια ταινία που έχει το ελάττωμα του Γάλλου;
Γιατί όμως τόσο μίσος από μέρος των γαλλικών ΜΜΕ; Για τον Philippe Congiusti, ειδικό κινηματογράφου του RTS, μέρος της απάντησης είναι στο γεγονός ότι η Γαλλία δεν έχει συνηθίσει να παρουσιάζει τέτοιες ταινίες. «Ο Nicolas Bedos φτάνει με μια επιδεικτική πρόταση. Μια ταινία για την ταξική πάλη με όμορφες εικόνες, “ηδονικότητα”, σκληρότητα και πολύ καλό σενάριο», αναφέρει ο ίδιος. «Είναι μια ταινία που θα μπορούσαν να κάνουν οι Αμερικανοί και θα τη βρίσκαμε πολύ καλή. Μόνο που εκεί είναι ένας Γάλλος και επομένως δεν τον θέλουμε».
Από την πλευρά του, ο κριτικός του RTS, Rafael Wolf, πιο διακριτικός, υποστηρίζει «αναμφισβήτητα ότι ο Nicolas Bedos είναι προικισμένος ως σκηνοθέτης και ότι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί. Ωστόσο, το Mascarade είναι μια ταινία, που είναι πολύ μεγάλη και ακούγεται κούφια. Ο σκηνοθέτης, εκτός από το ότι ήθελε να θίξει πάρα πολλά θέματα, δεν κατάφερε να φτιάξει “αυτό το απολύτως άφθονο μωσαϊκό” που σίγουρα ονειρευόταν», αναφέρει ο κριτικός.
Μένει να ανακαλύψουμε τη γνώμη του κοινού για αυτήν την ταινία. Το μόνο σίγουρο όμως είναι το μακροχρόνιο χειροκρότημα μετά το τέλος της προβολής της ταινίας, εκτός συναγωνισμού, στο τέλος του τελευταίου Φεστιβάλ Καννών.
Ήταν πράγματι “Masquerade” η ταινία;
Το Masquerade δεν είναι μια ταινία κατά των ανδρών ή μόνο για γυναίκες. Φωτίζει μεν κοινωνικά θέματα, αλλά παραμένει μια μυθοπλασία με χαρακτήρες. Μια ταινία-αναφορά στις μάσκες που μπαίνουν και πέφτουν, που αγαπιούνται πολύ νωρίς ή πολύ αργά.

«Δούλεψα με τον εαυτό μου. Πάντα δουλεύω έτσι τις ταινίες μου. Υπάρχουν πολλά πράγματα που με τρέφουν. Όπως συζητήσεις, ταινίες που έχω δει, βιβλία που έχω διαβάσει, κομμάτια της καθημερινότητάς μου, άνθρωποι που συναντώ. Αλλά η δημιουργία του χαρακτήρα έγινε πραγματικά στο πλατό. Μαζί με τους συνεργάτες και με τον Nicolas, ο οποίος ήταν αμείλικτος υποστηρικτικός. Είναι κάποιος που αγαπά βαθιά τους ηθοποιούς και την υποκριτική. Αφήνει χώρο να φανταστεί ο καθένας τον χαρακτήρα του και να δοκιμάσει πράγματα. Υπάρχουν πολλές ανταλλαγές μεταξύ των ηθοποιών και του ίδιου, καθώς προχωράει. Και ο Nicolas έχει μια πολύ έντονη ευαισθησία και στο σετ. Έχει μονίμως την ανάγκη να κάνει κάτι, να είναι παρών», δηλώνει η Marina Vacth.
