Εχθές το βράδυ σε συζήτηση με μια παρέα, πέφτει στο τραπέζι η ερώτηση περί αγαπημένης ταινίας. Ανάμεσα στις απαντήσεις ένας φίλος απάντησε με την γερμανική ταινία «Τρέξε Λόλα, τρέξε» με τον αξεπέραστο Sebastian Schipper. Συνειρμικά μου ήρθε στο μυαλό η αριστουργηματική ταινία 138 λεπτών, που είχε γυρίσει το 2015 με τίτλο “Victoria”. Ακόμα θυμάμαι πόσο εντυπωσιασμένη ήμουν όταν τελείωσε. Ο Sebastian Schipper γνώρισε τη διεθνή καταξίωση – κερδίζοντας την Αργυρή Άρκτο Κινηματογραφικού Επιτεύγματος στο Βερολίνο και τέσσερις υποψηφιότητες στα Ευρωπαϊκά Βραβεία – με ένα αξιομνημόνευτο τόλμημα, το οποίο κατόρθωσε να συνδυάσει με ένα, όχι απόλυτα αβίαστο, αλλά σίγουρα, οξυδερκές κοινωνικό σχόλιο.
Η ιστορία αφορά μια νεαρή κοπέλα από την Ισπανία, που έχει βγει να διασκεδάσει σε κάποιο βερολινέζικο κλαμπ. Στη πορεία της νύχτας γνωρίζει μια παρέα τεσσάρων ανδρών, οι οποίοι της υπόσχονται να της δείξουν την αληθινή διασκέδαση της πόλης. Μάλιστα η Victoria φλερτάρει με τον έναν. Ωστόσο, έχουν ένα χρέος να ξεπληρώσουν πρώτα. Όσο η νύχτα προχωράει, τα πράγματα αρχίζουν να ξεφεύγουν από τον έλεγχό τους.
Και έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά ενός ανήσυχου, ανικανοποίητου και αποπροσανατολισμένου κόσμου με ένα εντυπωσιακό μονοπλάνο 138 λεπτών. Ένα μοναδικό τεχνικό κατόρθωμα που απέσπασε την Αργυρή Άρκτο Κινηματογραφικού Επιτεύγματος στο Βερολίνο και τέσσερις υποψηφιότητες στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Ο Γερμανός σκηνοθέτης κάνει μια ταινία άθλο. Μια άσκηση που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ και την κάνει με τέτοια τεχνική τελειότητα που αργείς να το συνειδητοποιήσεις, καθώς η Βικτόρια κι οι φίλοι της, αφήνουν να διαχυθεί η αδρεναλίνη τους στη νύχτα. Η ταινία έχει ένταση, έχει σασπένς, αρνείται κάθε ευκολία. Η κάμερα πλησιάζει τα πρόσωπα, χαζεύει ένα ρομάντζο που μόλις γεννιέται. Περπατά στο βραδινό Βερολίνο, χορεύει στα κλαμπ. Κατεβαίνει στην κόλαση της μαφίας, παρακολουθεί με καρδιοχτύπι μια ολόκληρη ληστεία και το ανθρωποκυνηγητό που ακολουθεί. Η διαδρομή ως την αγωνιώδη κορύφωση ίσως να μην είναι απόλυτα πειστική, αλλά κανείς δεν έχει το χρόνο να κολλήσει σε λεπτομέρειες. Παρασύρεται σε έναν αφηγηματικό λαβύρινθο γεμάτο ζωντανούς χαρακτήρες, αμείωτη ένταση και έντονο ρεαλισμό.
Η αδιάκοπη κίνηση της κάμερας δεν αφήνει την πλοκή να κρεμάσει, ακόμα κι όταν αυτή «παίρνει ανάσες» για να ψυχολογήσει τους ήρωες, αποτυπώνοντας πειστικά την αίσθηση του επείγοντος, του ανικανοποίητου και του βεβιασμένου που διακατέχει τη σύγχρονη κοινωνία της ξέφρενης ταχύτητας.
Ο Schipper όπως θα δείτε στη “Victoria” δεν κόβει ποτέ καμία σκηνή. Από την πρώτη εικόνα ως την τελευταία, για δυόμιση ώρες, παρακολουθούμε ένα φιλμ που, μετά από πρόβες ενός μήνα, γυρίστηκε χωρίς ένα cut. Ο πραγματικός αφανής ήρωας, βέβαια, είναι ο οπερατέρ της ταινίας, ο οποίος και τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Καλή σας απόλαυση,
Μαρία
Χ