Μερικά από τα μεγαλύτερα και αξιοθαύμαστα αρχιτεκτονικά έργα σε όλη την ιστορία, είναι εκκλησίες – χώροι λατρείας, θρησκείας. Η ανάγκη του ανθρώπου για πίστη στο ύψιστο και Μεγάλο, είχε ως αποτέλεσμα, την αρχιτεκτονική των ιερών χώρων, κτιρίων διαχρονικών που προκαλούν σεβασμό και αφοσοίωση.
Συνήθως αναφερόμενοι στα «σπίτια της θρησκείας», το μυαλό όλων ενδεχομένως πάει σε τεράστια οικοδομήματα, σε επενδύσεις χρυσού, σε εικονολατρίες κλπ. Ωστόσο, σε αυτό το άρθρο θα δούμε μια αλλιώτικη προσέγγιση στην αρχιτεκτονική των ιερών χώρων- ναών.
Για αρχή, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι παρά τις τυπολογίες των ναών σε κάθε εποχή και θρησκεία, δεν υπάρχει ουσιαστική μορφή για τους χώρους λατρείας στις περισσότερες θρησκείες.
Αντί αυτού όμως, υπάρχουν κάποια διαχρονικά αρχιτεκτονικά «εργαλεία» ανεξαρτήτως θρησκείας, που είναι κατάλληλα για τη δημιουργία της απαραίτητης αίσθησης δέους και ευσέβειας και μιας πνευματικής ατμόσφαιρας.
Για παράδειγμα, το φως στην αρχιτεκτονική λειτουργεί ως ένα μέσο «κατάνυξης», ως ένα σύμβολου του θείου αφού ερχόμενο από ψηλά, παραπέμπει σε κάτι άπιαστο κι άπειρο, διάχυτο και αιώνιο. Ο Ιάπωνας αρχιτέκτονας Tadao Ando, στο έργο του Church of Light, ορίζοντας μια πηγή φωτός, την σχισμή-οπή σε σχήμα σταυρού στον ένα τοίχο του ναού, μεταμόρφωσε το χώρο σε υπέρλαμπρο και ακτινοβόλο. Το φυσικό φως που εισέρχεται από το βάθος του χώρου, είναι όλη η ουσία του κτιρίου, αυτό που αλλάζει την αύρα του κτιρίου και που δημιουργεί την απαραίτητη μυστηριακή ατμόσφαιρα του καταφυγίου που αναζητά ο πιστός. Η μετάβαση από το ψυχρό-σκοτεινό στο ζεστό-φωτεινό είναι ίσως ο πιο επιτυχημένος συμβολισμός της «ιερής» αρχιτεκτονικής.
Γενικά, η αρχιτεκτονική δεν μας διδάσκει τι είναι ιερό, αλλά μπορεί να το προσελκύσει, να το αγγίξει και να το μεταδώσει με τον δικό της τρόπο σε όλους -πιστούς και μη-. Ο σχεδιασμός των ιερών χώρων δεν έχει να κάνει με το πόσο θρησκευόμενος είναι ο αρχιτέκτονας, αλλά με την ικανότητά του να επανερμηνεύσει τα νοήματα περί πνευματικότητας, να προσφέρει τη δική του εκδοχή για το «άγνωστο», να κάνει την αρχιτεκτονική «να μιλήσει» ακόμα κι αν το κτίριο κατοικείται από σιωπή.
Συμπληρωματικά λοιπόν, ένα άλλο εργαλείο σχεδιασμού ιερών χώρων, θα λέγαμε ότι είναι η γύμνια των τοίχων, η καθαρότητα-σαφήνεια δηλαδή της φόρμας του κτιρίου με την αποφυγή πολλών εικόνων ως «επενδύσεων λατρείας». «Η εικονογραφία δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα στην ατμόσφαιρα αν η αρχιτεκτονική έχει λειτουργήσει επιτυχώς, ενώ μπορεί αντίθετα να περισπάσει την προσοχή από το ουσιώδες» , όπως είπε ο Le Corbusier το 1961. Πράγματι, η γυμνότητα-κενότητα της επιφάνειας των τοίχων, συνειρμικά παραπέμπει στην καθαρότητα της συνείδησης, στην στροφή προς το εσωτερικό- στην ανάγκη μας για περισυλλογή και επικοινωνία με την ίδια την ύπαρξη μας.
Αυτό, σε συνάρτηση με την ίδια την κλίμακα του χώρου, δηλαδή για παράδειγμα, την δημιουργία ψηλών ναών ώστε ο άνθρωπος να αισθάνεται «μικρός» μπροστά στο μεγαλείο της πίστης, είναι αρχιτεκτονικοί χειρισμοί που σε φέρνουν πιο κοντά στο θείο-το «υπερβατικό».
Κλείνοντας, ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι αρχιτέκτονες αντιμετωπίζουν τη δημιουργία πνευματικών -ιερών χώρων είναι μέσω της χρήσης της φύσης. Το πράσινο των δέντρων και οι σκιές των κλαδιών τους ή η χρήση του νερού, δημιουργούν μια αίσθηση ηρεμίας, ένα χώρο διαλογισμού. Έτσι, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πραγματική παρουσία του Θεού δεν έρχεται μέσα από ένα μεγαλοπρεπή χώρο αλλά από μια μικρή απόδραση από την κοσμική ζωή.