Νιώθω πάρα πολύ όμορφα απόψε. Νιώθω πολύ ήρεμη επίσης. Μίλησα στον πατέρα μου για όσα με απασχολούν χρόνια τώρα. Από τότε που ήμουν μικρή. Του μίλησα γιατί πιστεύω ότι ποτέ δεν είναι αργά, ειδικά με τους ανθρώπους που αγαπάμε. Και του μίλησα γιατί καταλαβαίνω πλέον ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, μοναδικός και έχει τα δικά του βιώματα.
Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του το δικό του φορτίο και αυτός ο κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι η μητέρα σου, ο πατέρας σου ή ο αδερφός σου. Δεν θέλω να είμαι άδικη με τους γονείς μου. Ούτε θέλω να φανώ αχάριστη γιατί δεν είμαι. Ξέρω ότι με αγαπάνε πολύ και ότι με νοιάζονται και το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να τους ευχαριστήσω για ότι μου έχουνε προσφέρει μέχρι σήμερα. Αλλά κουβαλάω κι εγώ τραύματα, που άθελα τους μου δημιούργησαν εκείνοι. Δεν τους κατηγορώ. Αλλά είχα πολύ θυμό μέσα μου. Ίσως ακόμα έχω. Θυμό που χειρίστηκαν τις καταστάσεις με τον τρόπο τους, έναν τρόπο που στα μάτια μου φάνταζε λάθος. Αλλά στην τελική είναι λογικό γιατί λάθη κάνουμε όλοι. Πόσο μάλλον οι γονείς.
Τι ευθύνη και αυτή του γονιού; Αν το σκεφτούμε λίγο πιο καθαρά οι γονείς μας είμαστε «εμείς» στο μέλλον. Πώς μπορούμε να πιστέψουμε ότι οι γονείς μας έπρεπε να είχαν χειριστεί τα πάντα σωστά; Πόσο εγωιστική σκέψη. Στην τελική δεν μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό ότι στο μέλλον, αν τελικά γίνουμε κι εμείς γονείς, δε θα κάνουμε λάθη. Το να αναγνωρίζουμε όμως τα λάθη μας όπως και να εντοπίζουμε τα δικά τους είναι μια απαραίτητη διαδικασία για να μπορέσουμε να τους συγχωρήσουμε και να προχωρήσουμε.
Λάθη κάνουμε όλοι και ο χρόνος πίσω δεν γυρνάει. Αλλά θέλω να νιώθω ήρεμη και ευτυχισμένη. Έχω δώσει αυτή την υπόσχεση στον εαυτό μου και το να λύσω θέματα του παρελθόντος που με επηρεάζουν στο παρόν μου είναι τεράστιο κομμάτι για να επιτύχω τον σκοπό μου. Για αυτό και απόψε μίλησα στον πατέρα μου. Του μίλησα για όσα με απασχολούσαν τόσα χρόνια. Και πριν το κάνω και για κάποιο διάστημα όσο το έκανα ένιωθα ότι δεν έχει κανένα νόημα όλο αυτό. Τόσα χρόνια του μιλάω και δε με ακούει σκεφτόμουν.
Μια σκέψη που με βασάνιζε περισσότερο από όσο είχα η ίδια συνειδητοποιήσει. Θα μου πει ότι είμαι υπερβολική για μια ακόμα φορά. Δε θα με καταλάβει. Τι νόημα έχει; Ήξερα όμως ότι αν εκφράσω ό,τι νιώθω, για μένα θα ήταν λυτρωτικό. Είναι αστείο καμιά φορά αν το σκεφτεί κανείς ότι θα κάτσουμε να εξηγήσουμε αναλυτικά στους φίλους μας ή στη σχέση μας τι μας ενοχλεί, τα παράπονα. Και θα κάτσουμε να αναλωθούμε για ώρες στις ίδιες και στις ίδιες συζητήσεις. Αλλά στους γονείς και την οικογένειά μας ξαφνικά όλοι σωπαίνουμε. Και θα μπορούσε να εξηγείται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους αυτή η συμπεριφορά μας, κατά τη γνώμη μου η μεγαλύτερη αιτία είναι ο φόβος.
Ο φόβος ότι η οικογένεια μας, που σύμφωνα και με την ελληνική νοοτροπία είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μας, δε θα μας ακούσει, δε θα μας καταλάβει. Θα μας απορρίψει, θα θυμώσει, δε θα μας αποδεχτεί. Και είναι κατά τη γνώμη μου ίσως το χειρότερο είδος απόρριψης που μπορεί να δεχτεί κανείς. Οι άνθρωποι που μας αγαπούν περισσότερο από οποιονδήποτε να μην μας καταλαβαίνουν, να μη μας δέχονται. Και εξαρχής το θεωρούμε άδικο κόπο και χαμένο χρόνο.
Καθησυχαζόμαστε, ψευδώς θα έλεγα εγώ, ότι είναι το χάσμα γενεών και η διαφορά στη νοοτροπία που δημιουργεί όλα αυτά τα αγεφύρωτα κενά μεταξύ μας, γεγονός που αληθεύει, και απλά σωπαίνουμε. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο μας λάθος. Να μη δώσουμε στην τελική και στην οικογένεια μας μια ευκαιρία. Εγώ μίλησα σήμερα στον πατέρα μου χωρίς καμία προσδοκία.
Ήθελα όμως να του δώσω την ευκαιρία να καταλάβει ακριβώς πως νιώθω. Όπως θα το εξηγούσα σε κάποιο φίλο. Χωρίς να τον κρίνω και κατανοώντας απόλυτα κάθε χάσμα μεταξύ μας. Ήθελα απλά να με ακούσει, να τα βγάλω από μέσα μου και δε θα το κρύψω ευελπιστούσα σε μία συγγνώμη. Συγγνώμη για το λάθος χειρισμό των καταστάσεων. Αλλά πάνω από όλα ήθελα να του δώσω μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να αφήσουμε πραγματικά πίσω μας το παρελθόν και να κάνουμε μια νέα αρχή. Και νιώθω υπέροχα που το έκανα.