
Το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα του Κοριτσιού
Η επίδραση του στην απόκτηση της θηλυκότητας.
Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, είναι ένας όρος που έχει μπει στο λεξιλόγιο μας, όμως ελάχιστα καταλαβαίνουμε την σπουδαιότητα του για τον άνθρωπο. Θα πρέπει, ειδικά οι γονείς να ενδιαφερθούν γι’ αυτό και να το μελετήσουν προσεχτικά. H κατανόηση του αρκετά λεπτού μηχανισμού, θα επιτρέψει σε γονείς και παιδαγωγούς να αποφύγουν χοντροειδή σφάλματα. Το σύμπλεγμα αυτό παρουσιάζεται στην παιδική ηλικία. Πρέπει έπειτα να εξαφανιστεί και αυτό θα γίνει, αν υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στους γονείς και το παιδί. Διαφορετικά το σύμπλεγμα παραμένει ως την ώριμη ηλικία, λειτουργώντας σε ασυνείδητο επίπεδο όπου δείχνει τα πολλαπλά καταστροφικά του πρόσωπα. Επηρεάζει άμεσα τη σεξουαλικότητα των δύο φύλων και συγκεκριμένα του κοριτσιού.
Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και οι προεκτάσεις του στην ενήλικη ζωή
Το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα είναι το κύριο σύμπλεγμα όλων των νευρώσεων. Το παιδί στην ηλικία των τεσσάρων έως έξι συνειδητοποιεί την σεξουαλική φύση της σχέσης των γονιών του, από την οποία έχει αποκλειστεί. Τα αισθήματα ζήλιας και αντιπαλότητας που έρχονται στο προσκήνιο πρέπει να διευθετηθούν µαζί µε τα ερωτήµατα του: ποιο είναι το αρσενικό και ποιο το θηλυκό, ποιόν µπορεί ν’ αγαπάει, τι µπορεί ή δεν µπορεί να κάνει το παιδί συγκριτικά µε τον ενήλικα. Ο τρόπος απάντησης στα ρηξικέλευθα αυτά ερωτήµατα θα διαµορφώσει το χαρακτήρα του ψυχισµού του ενήλικα.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Freud το οιδιπόδειο επηρεάζει τα άτομα στην επιλογή του συντρόφου. Οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας είναι χαραγμένες στην ψυχή του ανθρώπου και θα τον συνοδεύουν συνέχεια μέχρι το τέλος της ζωής του. Αν η σχέση με τον πατέρα χαρακτηριζόταν από συναισθηματική απομάκρυνση, σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, τότε η αναζήτηση του συντρόφου θα έχει την κατεύθυνση ανεύρεσης συντρόφου, που θα είναι συναισθηματικά απόμακρος. Παρομοίως, αν η σχέση του παιδιού με τη μητέρα ήταν σχέση ουσιαστικής και υγιούς αγάπης κάτι παρόμοιο θα αναζητείται. Υπάρχει η τάση της επανάληψης των παιδικών βιωμάτων εξαιτίας της αντιγραφής του οικείου και του γνώριμου.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ορισμένοι μπορεί να έχουμε αντιμετωπίσει το εξής παράδοξο: δεν αντέχουν τη συναισθηματική αστάθεια του πατέρα τους και συνειδητά είχαν αποφασίσει ότι δεν θα κάνουν σχέση με άτομο που θα είναι συναισθηματικά ασταθές. Στην πραγματικότητα ο σύντροφος τους δημιουργεί ανασφάλεια με τη συμπεριφορά του, σύμφωνα με την οποία πότε δείχνει να είναι κοντά και να τους υποστηρίζει, πότε απομακρύνεται και τους ακυρώνει. Φαίνεται να υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουν ότι θέλουν και στις βαθύτερες τους ανάγκες. Είθισται έκδηλη η τάση να επαναλαμβάνονται τα μοτίβα με τις πρωταρχικές σχέσεις ώστε να μπορέσουν να τα χειριστούν σωστά αυτή τη φορά.
Υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Συγκεκριμένα, αν η σχέση του ανθρώπου με κάποιον γονέα του ήταν ιδιαίτερα τραυματική μπορεί να αποφασίσει να επιλέξει για σύντροφο κάποιον που είναι εντελώς διαφορετικός από τον γονέα πιστεύοντας πως έτσι ίσως λυτρωθεί. Αυτό συμβαίνει γιατί ουσιαστικά εμφανίζεται το Οιδιπόδειο από την ακριβώς αντίθετη πλευρά γιατί η επιλογή γίνεται με γνώμονα την αντίθεση του συντρόφου από τον πατέρα και όχι κατόπιν συνειδητής επεξεργασίας. Συγκεκριμένα, η ανάγκη να βρεθεί σύντροφος αντίθετος από τον πατέρα εμποδίζει να δει καθαρά ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες. Κατά βάθος, υπάρχει μία αμφιθυμία και εσωτερική σύγκρουση σε σχέση με αυτό. Γι’ αυτό αργότερα δυσαρεστείται από τον σύντροφο και επιδιώκει την αλλαγή του.
Το κορίτσι, κάτω από την έλξη του Οιδιπόδειου για τον πατέρα της μπαίνει σε ανταγωνισμό με τη μητέρα της και αρχίζει να την θεωρεί αντίζηλη της. Η επιθετικότητα της προς την μητέρα φέρνει αγωνία και ενοχή. Στην ομαλή εξέλιξη, η κόρη ταυτίζεται με τη μητέρα της, την ξεπερνά, και αρχίζει να γοητεύει. Γίνεται φίλη με τον πατέρα της, και κατευθύνει πλέον την γοητεία της προς άλλους άντρες, με την θηλυκότητα της απόλυτα συμπληρωμένη. Και εδώ η αδυναμία κάποιου γονέα ή και των δύο, θα σταματήσει την ομαλή εξέλιξη του Οιδιπόδειου στο κορίτσι, με αποτέλεσμα τις ενοχές, τον φόβο του άντρα, φόβο της μητρότητας και των ευθυνών της ενήλικης ζωής.
Το Σύμπλεγμα του ευνουχισμού
Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, είναι το ψυχικό κατάλοιπο, που επαναλαμβάνεται σε κάθε άνθρωπο. Είναι κατά κάποιο τρόπο μία σύγκρουση μεταξύ της επιθυμίας και του νόμου. To Οιδιπόδειο είναι η έντονη αυτή επιθυμία του νεαρού μέλους της οικογενείας να υπερβεί το νόμο παραμερίζοντας το πρόσωπο του γονέα του ίδιου φύλου και να και να ενωθεί με έναν “ερωτικό” τρόπο με τον γονέα του αντίθετου φύλου. Αποτέλεσμα του αξεπέραστου φόβου του νόμου είναι το σύμπλεγμα του ευνουχισμού του παιδιού, ενώ το ξεπέρασμα του οδηγεί στον αμυντικό μηχανισμό της ταύτισης με το γονέα του ίδιου φύλου.
Ο ευνουχισμός είναι ένα γεγονός και για τα δύο φύλλα με διαφορετικό περιεχόμενο για το καθένα. Ο ευνουχισμός για το κορίτσι αποτελεί και τη βασική αιτία της διάλυσης των σχέσεων της με την μητέρα. Το κορίτσι συνειδητοποιεί την διαφορά εξαιτίας της έλλειψης φαλλού, για την οποία διαφοροποίηση κατηγορεί τη μητέρα. Θεωρεί ότι αδικείται από αυτή την έλλειψη και στρέφεται στον πατέρα για την αναζήτηση του φαλλού. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι γίνεται αντιληπτή η συμβολική εξουσία που υπάρχει στην κατοχή του οργάνου και που σημαίνει μια σημαντική κοινωνική θέση και προνόμια σε μια πατριαρχική κοινωνία. Αυτή η αντίληψη σε συνδυασμό με τα στοιχεία της υπάρχουσας κοινωνικής δομής οδηγεί το παιδί να τα εσωτερικεύσει και να τα μεταμορφώσει στη συνέχεια σε δικά του χαρακτηριστικά της ψυχικής δομής του. Είναι πολύ συνηθισμένο γεγονός μία γυναίκα να υποφέρει, είτε στην παιδική της ηλικία είτε ως ενήλικη από την γυναικεία ταυτότητα της. Τα περισσότερα κορίτσια κατά την παιδική τους ηλικία θέλουν να ουρήσουν όπως τα αγόρια, αποδεικτικό γεγονός του φθόνου του πέους σύμφωνα με πολλούς ψυχολόγους.
Έχει μεγάλη σημασία για κάθε μικρό κοριτσάκι η στάση του απέναντι στην ίδια την ζωή για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και της ιδέας περί θηλυκότητας. Η όλη διαδικασία για την απόκτηση της θηλυκότητας από το κορίτσι είναι πιο πολύπλοκη από αυτή της απόκτησης του ανδρισμού από τα αγόρια. Αυτό περιλαμβάνει επιπρόσθετα καθήκοντα που δεν υπάρχουν τα αντίστοιχα για το αγόρι.
Η μητέρα αποτελεί, όχι μόνο για το αγόρι αλλά και για το κορίτσι, το πρώτο ερωτικό αντικείμενο αφού εκπληρώνει το ρόλο της τροφού. Η διαφορά έγκειται ότι, ενώ στο αγόρι παραμένει ζωντανή αυτή η πρωταρχική σχέση σε όλη του τη ζωή, το κορίτσι αναγκάζεται κατά κάποιο τρόπο να μεταβάλει το αντικείμενο από τη μητέρα στον πατέρα. Αυτό θα λάβει χώρα μέσω του Οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Αυτός ο πρωταρχικός δεσμός του κοριτσιού με τη μητέρα πρόκειται να δώσει σταδιακά τη θέση του στον πατέρα. Η διαδικασία αυτή, η απόκτηση δηλαδή της θηλυκότητας δεν είναι μια απλή εναλλαγή αντικειμένου, από τη μητέρα στον πατέρα, γιατί αυτή η εναλλαγή γίνεται μέσω κάποιων συναισθημάτων εχθρότητας και μίσους που δημιουργεί το κορίτσι για την ίδια τη μητέρα.
Η ύπαρξη αυτών των συναισθημάτων μπορεί να εξηγείται λόγω της εναλλαγής της προσφοράς και στέρησης του θηλασμού ή εξαιτίας του μοιράσματος της μητρικής αγάπης και στα υπόλοιπα αδέλφια εφόσον υπάρχουν. Ακόμη και λόγω της απαγόρευσης – καταστολής που επιβάλλει η μητέρα στις πρώιμες ενασχολήσεις – αυνανιστικές εξερευνητικές προσπάθειες του κοριτσιού με το δικό του γυναικείο όργανο.
Σε καμία περίπτωση όμως δε δικαιολογείται η πλήρη μεταστροφή αντικειμένου που υφίσταται το κορίτσι. Εξάλλου τα παραπάνω συναισθήματα βιώνονται κανονικά και από τα αγόρια που δεν καλούνται να αλλάξουν ερωτικό αντικείμενο.. Το κορίτσι μέσα από αυτή την αποδέσμευση από τη μητέρα και την προσκόλληση στον πατέρα κατορθώνει να αποκτήσει τη θηλυκότητα του. Δημιουργούνται, μέσα από τη σχέση με τον πατέρα, όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη θηλυκότητα.