Ως κώφωση ορίζεται η έλλειψη ακουστικής ικανότητας και διακρίνεται σε προγλωσσική και μεταγλωσσική κώφωση. Η εν λόγω κατηγοριοποίηση έχει ως σημείο αναφοράς το χρονικό σημείο εμφάνισης της κώφωσης. Προγλωσσική κώφωση είναι η απώλεια ακοής που παρουσιάζεται κατά τη γέννηση ή λίγο μετά. Εναλλακτικά παίρνει το όνομα “συγγενής ακουστική ανεπάρκεια”. Μεταγλωσσική κώφωση ορίζεται η κώφωση που εμφανίζεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Μπορεί να ονομαστεί και ως “επίκτητη ακουστική ανεπάρκεια”. Δεδομένων των κριτηρίων που διαχωρίζουν τη κώφωση σε προγλωσσική και μεταγλωσσική, σημειώνεται πως στη κάθε περίπτωση εντοπίζονται πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Εξαιτίας των διαφορών, κρίνεται ως επιτακτική η ανάγκη εφαρμογής διαφορετικής εκπαιδευτικής παρέμβασης. Διαπιστώνεται λοιπόν πως ο χρόνος εμφάνισης της κώφωσης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων. Η εν λόγω διαπίστωση επιτάσσει εναλλακτικές εκπαιδευτικές μεθόδους για την ανάπτυξη δεξιοτήτων που θεωρούνται ανεπαρκείς.
Χαρακτηριστικά προγλωσσικής και μεταγλωσσικής κώφωσης
Αρχικά, όπως επισημάνθηκε, η προγλωσσική κώφωση είναι η ακουστική ανεπάρκεια που εμφανίζεται κατά τη γέννηση ή λίγο μετά. Το άτομο στη διάρκεια της ανάπτυξής του εξοικειώνεται με τη νοηματική γλώσσα. Αυτό έχει θετικό αντίκτυπο στη κοινωνικοποίησή τους καθώς η εκμάθηση της νοηματικής γλώσσα εξυπηρετεί τις επικοινωνιακές του ανάγκες. Επιπλέον, η νοηματική γλώσσα διαφοροποιείται σε πολλά σημεία από τη φυσική γλώσσα. Αυτό τη καθιστά δύσκολή. Για αυτό και η εκμάθηση της νοηματικής από μικρή ηλικία προσφέρει πολλά οφέλη. Από τη άλλη διαπιστώνεται πως το άτομο χρήζει ειδικής εκπαιδευτικής παρέμβασης για την ανάπτυξη περαιτέρω γλωσσικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων.
Στον αντίποδα βρίσκεται η μεταγλωσσική κώφωση. Εδώ τα άτομα έχουν αναπτύξει βασικές γλωσσικές και επικοινωνιακές δεξιότητες. Έχουν την ικανότητα να επικοινωνούν με άτομα που ομιλούν τη φυσική γλώσσα καθώς πρότινος τη μιλούσαν. Βέβαια, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η εκμάθηση της νοηματικής γλώσσας απαιτεί χρόνο. Για αυτό αξίζει να επισημανθεί πως η νοηματική γλώσσα μπορεί να μαθευτεί και από άτομα που δεν έχουν κώφωση. Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν υπόψιν και οι ψυχολογικοί παράμετροι της εμφάνισης της κώφωσης σε μεγαλύτερη ηλικία. Δεν αρκεί μόνο η εφαρμογή ειδικών εκπαιδευτικών πρακτικών για την καλλιέργεια γλωσσικών και κοινωνικών δεξιοτήτων. Η αποδοχή της διαφορετικότητας, η ανάπτυξη αληθινών και εποικοδομητικών σχέσεων αποβαίνει καρποφόρα.
Η κοινωνικοποίηση και η κοινωνική αλληλεπίδραση καθίσταται αναγκαία για τα άτομα με κώφωση. Αναδεικνύεται σημαντικά η αξία της Συμπεριληπτικής Εκπαίδευσης για την επίτευξη της ομαλής κοινωνικοποίησης τους. Έτσι επιδιώκεται η εξάλειψη κοινωνικών διακρίσεων. Έτσι απομακρύνεται κάθε κίνδυνος στιγματισμού και περιθωριοποίησης. Η εκμάθηση νοηματικής γλώσσας συμβάλει στη γεφύρωση τους επικοινωνιακού χάσματος. Το άτομο με μεταγλωσσική κώφωση μαθαίνει καλύτερα και πιο ευχάριστα όταν στα πλαίσια της εκμάθησης συναναστρέφεται με άτομα. Η νοηματική γλώσσα δεν έρχεται να υπενθυμίσει πως το άτομο που την ομιλεί έχει κώφωση ή βαρηκοΐα. Είναι μία γλώσσα για όλους.