[punica-dropcap]Ω[/punica-dropcap]ς γνήσιος υπηρέτης της περιέργειας μου δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, στην προσπάθεια αποκωδικοποίησης των αποσιωπητικών που συνοδεύουν τον τίτλο της έκθεσης του Nikola Mihov «Processing …». Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν, να δω πίσω από τις λέξεις. Και έτσι, οδηγούμενος από τη γοητεία που μου ασκούν αυτού του είδους τα έργα τέχνης, έσπευσα να την επισκεφτώ. Η έκθεση αποτελείται από μια σειρά φωτογραφιών, οι οποίες απεικονίζουν τη ζέση των επισκεπτών του μουσείου του Λούβρου. Πιο συγκεκριμένα του πίνακα «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι να μνημονεύσουν την παρουσία τους εκεί μέσω των προσωπικών φωτογραφικών μηχανών τους.
«Επεξεργαζόμενος» τις εικόνες μία προς μία στάθηκα ιδιαίτερα σε εκείνη που αποτελούνταν από όλα τα σημεία που αποτυπώνουν την αντιμετώπιση του πίνακα από τους «θαυμαστές» του. Στην εικόνα αυτή απεικονίζονται οι επισκέπτες να προσπαθούν να φωτογραφήσουν ή και να φωτογραφηθούν με τη «Μόνα Λίζα». Στο κέντρο του φωτογραφικού φακού και του ενδιαφέροντος του φωτογράφου εντοπίζεται μια ομάδα τεσσάρων ατόμων, η οποία έχει στρέψει την πλάτη της στον πίνακα· ένα μέλος της ομάδας με το χέρι σε ανάταση έχει αναλάβει τον ρόλο του φωτογράφου και όλοι χαμογελαστοί είναι έτοιμοι για τη «selfie» που πρόκειται να αποτελέσει τεκμήριο της επίσκεψης τους. «Πρωταγωνίστρια» της εν λόγω «selfie» δεν είναι η «Μόνα Λίζα». Σαν άλλα έργα τέχνης οι φωτογραφούμενοι χαμογελούν και στο ύφος τους δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει συγκίνηση, θαυμασμό ή εκείνη τη λάμψη που συνοδεύει τα βλέμματα που επιθυμούν να δουν και να κατανοήσουν ένα έργο τέχνης. Ο μόνος προβληματισμός που εντοπίζεται στο φωτογραφικό κάδρο είναι εκείνος στο προφίλ του άνδρα που στέκεται πίσω από την προαναφερθείσα ομάδα. Αναφορικά με τη γενεσιουργό αιτία του προβληματισμού αυτού δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν είναι οι σκέψεις για το έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι ή η αδυναμία προσέγγισης του πίνακα με σκοπό τη φωτογράφηση του λόγω του πολυπληθούς κοινού, συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω από την σε ετοιμότητα κάμερα που κρατά ο άνδρας στα χέρια του.
Τα χρώματα της φωτογραφίας είναι φυσικά και η εστίαση έχει ως αντικείμενο της το ετερόκλητο κοινό. Η «Μόνα Λίζα», παρά τη μεγαλοπρεπή θέση της στον εκθεσιακό χώρο, στη φωτογραφία κατέχει μια «ταπεινή» θέση στο «βάθος» που της παραχωρείται από την προοπτική της εικόνας, αφού η έμφαση δίνεται στους επισκέπτες-«φωτογράφους» της και στο selfie stick ή τις φωτογραφικές τους μηχανές, δίνοντας με τον τρόπο αυτό μια επιπλέον ερμηνεία για τις εκφυλισμένες σήμερα αξίες και τη «σχέση» μεταξύ του παγκόσμιας φήμης έργου τέχνης και της ομάδας των επισκεπτών: μπροστά από τη στιγμή της φωτογράφησης ως τεκμήριο παρουσίας στον χώρο της «Μόνα Λίζα», το ίδιο το έργο μπαίνει στο παρασκήνιο με δευτερεύουσα μόνο σημασία σαν θολό διακοσμητικό αντικείμενο.
Η επιδειξιμανία, η παραμέληση του πνεύματος και το διαρκές κυνήγι «κενών» εμπειριών με αυτοσκοπό την απεικόνιση και εν συνεχεία διαφήμιση τους αποτελούν σημείο των καιρών που ζούμε και αποτυπώνονται τέλεια στη φωτογραφία του Nikola Mihov που αποτελεί μέρος της έκθεσης του «Processing …». Με αυτήν τη φωτογραφία ο Nikola Mihov καταφέρνει να μεταφέρει το κλίμα κανιβαλισμού που επικρατεί σε χώρους εκθεμάτων του βεληνεκούς της «Μόνα Λίζα» όπου το κοινό προσπαθεί μετά μανίας να διεκδικήσει την καλύτερη δυνατή θέση με αυτοσκοπό τη φωτογράφηση του εκάστοτε έργου αδιαφορώντας να προσεγγίσει τη λεζάντα του ή να μάθει γι’ αυτό από κάποιον ξεναγό. Η φωτογραφία αυτή αποτελεί μια άρτια χαρτογράφηση της εποχής των «selfies» και της κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, γεγονός που καταδεικνύεται μέσω των τεχνικών εστίασης που αξιοποιεί ο Mihov εστιάζοντας στους επισκέπτες και αποφεύγοντας να δώσει έμφαση σε στοιχεία φόρμας όπως τα χρώματα και η ένταση τους. Εν κατακλείδι θα μπορούσα να χαρακτηρίσω απαραίτητη τη θέαση της φωτογραφίας αυτής πριν την επίσκεψη του δημοφιλούς έργου του Λεονάρντο ντα Βίντσι με την ελπίδα πως κάτι τέτοιο θα ωθούσε τους εν δυνάμει επισκέπτες να θέσουν σε πρώτη μοίρα την ενημέρωση τους για τη «Μόνα Λίζα» και το κυνήγι πραγματικών εμπειριών και συγκινήσεων παρά τη στείρα μνημόνευση της παρουσίας τους εκεί μέσω του φωτογραφικού φακού, όπως πράττουν οι πρωταγωνιστές της φωτογραφίας.