Η πρώτη τριλογία κλείνει με το The Suburbs, κατά την ταπεινή μου γνώμη, την καλύτερη δουλειά τους και ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα.
Αύγουστο του 2010 βγήκε στην επιφάνεια και τους επόμενους μήνες πήρε μαζί του σχεδόν κάθε βραβείο που υπάρχει διαθέσιμο, συμπεριλαμβανομένου και ένα Grammy για καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς, μια απόφαση που προκάλεσε αντιδράσεις και πρέπει να είναι η πρώτη ανάμνηση που έχω από αυτήν την μπάντα σε μια εποχή ακόμα που ο ήχος τους δεν μου κινούσε ιδιαίτερη περιέργεια.
Τα βασικά θέματα είναι λίγο-πολύ γνωστά πλέον, ιστορίες ενηλικίωσης διαμορφώνουν το Suburbs με τα μέλη της μπάντας να ρίχνουν μια ματιά στα παιδικά τους χρόνια όχι όμως μέσω νοσταλγικών γυαλιών αλλά με μία αίσθηση μετάννοιας και διάθεσης για διόρθωση όσων πήγαν στραβά παλιά αν και τώρα ίσως να είναι πολύ αργά.
Η καυτή άσφαλτος είναι και πάλι γεμάτη με ρόδες διατεθειμένες να γίνουν φτερά και να πετάξουν μακριά από τις μικρότητες των προαστίων και προς κάτι μεγαλύτερο, σημαντικότερο, πιο χρωματιστό και οι ήρωες τα καταφέρνουν εν μέρει, μόνο και μόνο για να καταλάβουν πως τα φώτα της μεγαλούπολης δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια απάτη.
Tώρα πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό που το μόνο που μένει είναι η πικρή γεύση του παρελθόντος που μας έδινε όλα τα σημάδια για το παρόν που ήρθε αλλά εμείς επιλέξαμε να κάνουμε τα στραβά μάτια.
Όπως έχουν δηλώσει και οι ίδιοι, δεν πρόκειται για ένα κάλεσμα να πάμε πίσω, τα τραγούδια δεν μιλούν για παρελθοντολαγνεία. Η θλίψη που τα περικλείει είναι μία γνωστή στους περισσότερους, είναι αυτή η θλίψη του ανθρώπου που έχει μεγαλώσει πολύ για να έχει την πολυτέλεια να κάνει πισωγυρίσματα σε άλλες εποχές, ειδικά όταν το τώρα είναι ακριβώς μπροστά και έτοιμο να σε καταβροχθίσει αν δεν κάνεις την κίνησή σου.
Μακρύναμε τα μαλλιά μας, μάθαμε να οδηγούμε, παλιότερα περιμέναμε και λίγο παραπάνω, τώρα όλα κινούνται γρήγορα, οι τέσσερις ρόδες εν τέλει μας πήγαν σε ανεπιθύμητα μέρη και το μόνο που περιμένει κανείς είναι το ρεφραίν και όχι το χτίσιμο προς αυτό.
Παρόλα αυτά, το Suburbs κλείνει με το Sprawl II (Mountains Beyond Mountains), ένα από τα ομορφότερα τραγούδια που έχουν γράψει με τα φωνητικά της Régine Alexandra να σπάνε όσα αυτιά αρνούνται να ακούσουν αυτά που έχει να πει σε έναν ύμνο της εφηβικής επανάστασης, των άπιαστων ονείρων.
Γροθιά στον αέρα, δάκρυα στα μάτια, ακουστικά στα αυτιά. Ακούγεται τόσο υπερβολικό, πρέπει να έχεις μέσα σου μία γενναία δόση άγνειας για να γίνεσαι ο σημαιοφόρος τέτοιων ιδεών και ιδεολογιών και οι Arcade Fire έφτασαν εκεί που είναι επειδή νιώθουν όσα γράφουν στο χαρτί.
Η μάχη με την αθωώτητα χάθηκε αλλά όσο έχουμε κοντά μας αυτά τα φαινομενικά δήθεν πράγματα, ίσως και να υπάρχει ελπίδα. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τρία χρόνια για την τέταρτη προσπάθεια του συγκροτήματος με το Reflektor, το πρώτο τους διπλό άλμπουμ, να κυκλοφορεί σε δισκάδικα και streaming υπηρεσίες τον Οκτώβριο του 2013.
Το Reflektor έχει μία πιο φανταχτερή παραγωγή στον ήχο του με την μπάντα να φτάνει στα όρια της ντίσκο και ίσως λίγο παραπέρα. Είναι σίγουρα δείγμα μουσικών που δεν μένουν σε αυτό που κάνουν πολύ καλά και ψάχνουν διαρκώς τρόπους να εξελίσσονται με την επιλογή αυτή να είναι δύσκολα παρεξηγήσιμη όταν υπάρχουν στο άλμπουμ τραγούδια όπως το Afterlife ή το We Exist.
Ο ήχος μπορεί να είναι κάπως αλλαγμένος αλλά στα όργανα και στο χαρτί είναι ακόμα οι Arcade Fire και είναι εδώ πέρα για όσους βρίσκονται στο περιθώριο, για όσους δεν νιώθουν κανονικοί γιατί, στην τελική, ποιός είναι πιο περίεργος από έναν εντελώς κανονικό άνθρωπο;
Την 28η Ιουλίου του 2017 και μετά από μία προωθητική καμπάνια που γινόταν όλο και πιο περίεργη και αυτοσαρκαστική όσο περνούσαν οι μέρες, οι AF διέθεσαν στην κρίση του κοινού το πέμπτο τους ολοκληρωμένο LP με τίτλο Everything Now (ΕΝ). Ηχητικά συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το Reflektor το οποίο σημαίνει ντίσκο πινελιές, χορευτικές νότες, ρυθμοί φτιαγμένοι για το dance floor και ένα σύνολο που γυαλίζει σχεδόν από στρασάκια και γκλάμουρ.
Δεν είναι άσχημο. Σίγουρα θα απογοήτευσε αρκετούς (μία ολιγόλεπτη βόλτα στο Ίντερνετ είναι αρκετή για να το επιβεβαιώσει αυτό) αλλά άμα δει κανείς τα κομμάτια ως αυτό που είναι, δηλαδή τραγούδια και όχι προϊόν προς ανάλυση και συζήτηση, θα καταλάβει πως υπάρχει κάτι κρυμμένο εκεί μέσα. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τίποτα από το γεγονός ότι, συνολικά, το EN είναι μάλλον η πιο “κενή” δουλειά τους.
Τραγούδια όπως το Peter Pan ή το Chemistry δύσκολα θα βρουν τη θέση τους σε ένα μελλοντικό best of compilation του συγκροτήματος, ενώ τα back to back Infinite Content βρίσκονται εκεί περισσότερο για να συνεχίσουν το αστείο της καμπάνιας παρά για να γίνουν το νέο αγαπημένο κομμάτι κάποιου οπαδού.
Πάραυτα, το άλμπουμ ξεκινάει δυνατά, το ομότιτλο κομμάτι δίνει μία γερή, πρώτη ώθηση ενώ το Creature Comfort συνδυάζει μία upbeat μουσική με στενάχωρους στίχους για ένα, εν τέλει, όμορφο αποτέλεσμα. Το κλείσιμο του ΕΝ είναι εξίσου δυνατό με τα Put Your Money On Me και We Don’t Deserve Love να μας δίνουν κομμάτια που μάλλον θα έπρεπε να καταλαμβάνουν ολόκληρη την διάρκεια του άλμπουμ και όχι τις άκρες του.
Μία από τις μεγαλύτερες μπάντες του πλανήτη επέστρεψε πέντε χρόνια μετά το τελευταίο της άλμπουμ για να διχάσει μία μερίδα του κοινού, να απογοητεύσει μία άλλη αλλά και φυσικά να ευχαριστήσει όσους δεν ανήκουν στις δύο προηγούμενες κατηγορίες.
Γιατί είναι όμως εδώ οι Arcade Fire;
Οι ίδιοι μπορεί να έλεγαν πως είναι εδώ για να σώσουν τον κόσμο από κάτι, από το τίποτα, από τα πάντα αν περνάει από το χέρι τους. Όποια άποψη κι αν έχει ο καθένας το σίγουρο είναι πως ο πρωταρχικός στόχος του συγκροτήματος ήταν να παίξει μουσική. Όχι μουσική εύκολη, ούτε για μαζική κατανάλωση αλλά μουσική από ανθρώπους για ανθρώπους και όχι για μερικά νούμερα σε ψηφιακά charts. Μπορεί να πει κανείς πως δεν πέτυχαν τον στόχο τους; Το κάνουν 13 χρόνια τώρα άλλωστε.