Η πρώτη φορά που άκουσα National ήταν τρία χρόνια πριν, μια μουντή μέρα, κάπως βαρετή υποθέτω όπου σκότωνα ώρες παίζοντας FIFA ενώ είχα αφήσει την επιλογή των τραγουδιών στα χέρια του Spotify. Κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο αποφάσισε να παίξει το England (από το High Violet) κάτι που με έκανε να πειστώ για δύο βασικά πράγματα: πρώτον, αυτό είναι ένα απίθανο τραγούδι και πρέπει να μάθω παραπάνω πράγματα για αυτούς και δεύτερον… δεν υπάρχει περίπτωση να μην είναι Άγγλοι. Το δεύτερο ήταν κάτι που χαράχτηκε τόσο έντονα μέσα μου έτσι ώστε ακόμα και όταν διάβασα πως τα μέλη είναι από τις US of A (Cincinnati, Ohio πιο συγκεκριμένα) πάλι πίστευα πως φτιάχνουν τις μουσικές τους από κάποιο βροχερό και μίζερο μέρος της Μεγάλης Βρετανίας.
Το πρώτο τους άλμπουμ που αγόρασα και άκουσα με προσοχή ήταν το High Violet (ναι, παρά την ευκολία του Spotify ακόμα αγοράζω CD αλλά αυτό είναι ένα θέμα για άλλη συζήτηση) και σε πρώτο άκουσμα δεν μου άρεσε πολύ. Ήταν σίγουρα ενδιαφέρον αλλά με εξαίρεση ένα ή δύο τραγούδια το βρήκα λίγο άνευρο. Βέβαια, όπως είναι γνωστό, σπάνια ένα νέο άκουσμα θα σου κάνει κλικ με την πρώτη ακρόαση. Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι σπάνιο πράγμα, θαυμαστό και αξέχαστο όταν συμβαίνει, αλλά σπάνιο. Η σχέση μου με τους National πήρε τον μακρύ δρόμο όμως και έτσι εκείνες τις μέρες στο κινητό μου έπαιζε ασταμάτητα το High Violet με σκοπό να βρω τον ήχο κάτω από την επιφάνεια των τραγουδιών.
Σιγά-σιγά λοιπόν και με προσεκτικότερο άκουσμα κατάλαβα και τα τραγούδια απέκτησαν νέο βάθος, διαφορετικό νόημα. Το Terrible Love συγκινούσε με την κορύφωσή του ενώ το Runaway από ένα απλό, ήρεμο τραγούδι μεταμορφώθηκε σε μια σπαρακτική παράκληση η οποία φαινόταν να μην βρίσκει ποτέ ανταπόκριση. Βέβαια δεν είναι περίεργο που η όλη διαδικασία πήρε λίγο καιρό μιας και το νόημα το έχουν πιάσει και τα ίδια τα μέλη και έτσι δεν είναι έκπληξη που σε μια συνέντευξή τους δήλωσαν πως τα άλμπουμ τους είναι ο ορισμός του slow burner. Γιατί μπορεί ένα τραγούδι να το ερωτευθείς με την μία αλλά για να το αγαπήσεις θα χρειαστεί παραπάνω προσοχή και αφοσίωση. Και οι National είναι από τις μπάντες που είτε θα σου φανούν αδιάφορες είτε θα θέλεις να ντύνουν με τις μελωδίες τους το καθετί που θα κάνεις στην ζωή σου.
Η εξήγηση γι’ αυτό είναι απλή καθώς τα τραγούδια τους κολλάνε μεταξύ τους και ας έχουν απόσταση ετών ανάμεσά τους. Το προαναφερθέν Runaway θα μπορούσε κάλλιστα να είναι συνέχεια του Baby, We’ll Be Fine, ενώ το Secret Meeting μοιάζει σαν η απαρχή της ιδέας για το Afraid of Everyone. Δημιουργείται μια ταυτότητα κατανοητή από τον ακροατή και έτσι συνδέεσαι με την μπάντα και τις ιδέες της. Τα θέματα με τα οποία ασχολούνται οι National είναι απλά, καθημερινά και αυτό τα κάνει τόσο περίπλοκα και άκρως ενδιαφέροντα. Δεν λένε αλλοπρόσαλλα πράγματα, οι ήρωές τους δεν είναι τέλειοι αλλά γεμάτοι ελαττώματα, έρμαια των αδυναμιών τους και έτσι η ταύτιση γίνεται σχεδόν αυτόματα και ας μην θέλεις να το παραδεχθείς.
Είναι όμως οι National στενάχωροι, μία μπάντα που στοχεύει στο μαύρο κομμάτι της ζωής και στέκεται εκεί αρνούμενη να δει κάτι χαρούμενο; Έχουν δεχθεί κριτική γι’ αυτό, με τους ίδιους να απαντούν πως “άμα πιστεύετε πως είμαστε σκοτεινοί, ρίξτε μια ματιά στον Nick Cave”. Δεν έχουν σκοπό να ρίξουν τον ακροατή σε ένα μαύρο μπουντρούμι και να πετάξουν το κλειδί στον πάτο της θάλασσας. Άμα μία λέξη μπορεί να χαρακτηρίσει την δισκογραφία τους αυτή είναι η κάθαρση. Βλέποντας τα πράγματα από μία απαισιόδοξη, μερικές φορές κυνική, αλλά πάντα καθημερινή σκοπιά, μιλάνε για όλα αυτά που φοβόσουν να σκεφτείς ή να πεις. Και κάπου εκεί καταλαβαίνεις πως αυτά τα πράγματα ίσως να μην είναι και τόσο άσχημα.
“I’m so sorry but the motorcade will have to go around me this time” προστάζει σε μία όχι και τόσο νηφάλια κατάσταση ο πρωταγωνιστής του All The Wine σε μία μάταια προσπάθεια να απωλέσει την μοίρα του και να κοιτάξει για κάτι μεγαλύτερο, κάτι πάνω από τα κυβικά του, κάτι που επιχειρεί κάθε ένας χαρακτήρας που δημιουργεί ο Matt Berninger για να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του. “If I die this instant/taken from the distance/they will probably list it down/among other things around town” μουρμουρίζει στο Humiliation σαν κάποιος που έχει καταλάβει την ματαιότητα του όλου πράγματος αλλά δεν αδυνατεί να δει το αστείο στην όλη κατάσταση.
Και αυτοί οι άνθρωποι όταν δεν παλεύουν το αδύνατο κάνουν το αμέσως επόμενο καλύτερο πράγμα, λένε ψέματα στον εαυτό τους γιατί είναι πιο εύκολο να κοροϊδέψεις τον εαυτό σου παρά οτιδήποτε άλλο. Αν όλα αυτά μοιάζουν κοινότυπα δεν υπάρχει λόγος σύγχυσης. Είναι κοινότυπα. Στο High Violet, ίσως έναν από τους καλύτερους δίσκους για να ακούς στο αμάξι σου ενώ έξω βρέχει, οι National αναμετριούνται με την κατάθλιψη, την διαπροσωπικές σχέσεις, τους άσχημους χωρισμούς, το άγχος, όλα τα γνωστά, όλα τα κρυφά, όλα όσα δεν παραδέχεται κανείς επειδή δεν τολμά.
Και φυσικά χάνουν σε όλες τις περιπτώσεις. Αλλά ίσως το όλο θέμα δεν έχει να κάνει με νίκη ή ήττα αλλά με επιβίωση, με την συνειδητοποίηση πως παρά τις όποιες δυσκολίες μπορείς να συνεχίσεις γιατί… έτσι είναι η ζωή. Μπορεί κάποιος να ψάξει ένα βαθύτερο νόημα που πιθανότατα θα τον ευχαριστεί περισσότερο αλλά η σκληρή αλήθεια είναι πως μερικές φορές τα πράγματα είναι απλά όσο και αν θέλουμε να τα περιπλέξουμε. Οι πληγές σπάνια επουλώνουν και πάντα θα αφήνουν ένα σημάδι για να τις θυμάσαι.
Σαν ένα ενήλικο παραμύθι, η δισκογραφία των National είναι όλα αυτά που θα ήθελες να σε κοιμίσουν το βράδυ αλλά να μην τα βρεις ποτέ μπροστά σου το πρωί. Πέντε άλμπουμς και 18 χρόνια μετά την ίδρυσή τους συνεχίζουν να βρίσκουν τρόπους να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους και τον ήχο τους χωρίς να προδίδουν όσα τους έκαναν τόσο αγαπητούς. Σε έναν από τους πιο απλούς και σκληρούς στίχους του ο Berninger ομολογεί πως “when I walk into a room/I do not light it up” και θα είναι πραγματικά δύσκολο να μην βρεθούν άτομα που όχι μόνο θα τραγουδήσουν τον στίχο αλλά θα τον έχουν ήδη ζήσει δεκάδες φορές στο παρελθόν.
Τραγούδια όπως το I Need My Girl ή το Slow Show δεν είναι τίποτα άλλο παρά ειλικρινείς εξομολογήσεις από κάποιον για κάποιον. “I want to start over, I want to be winning/way out of sync from the beginning”. Εκτός από αληθινός, ο στίχος αυτός είναι και άμεσα ταυτίσιμος. Αυτό που για τον Berninger ενδεχομένως να είναι μια μορφή θεραπείας, για τον ακροατή είναι μία ωμή αλήθεια που ίσως να μην ήξερε ότι υφίσταται.
Είναι σπάνιο να ανακαλύπτεις καλλιτέχνες που μπορούν να γράφουν μεν με προσωπικό ύφος αλλά να έχουν την ικανότητα να αγγίζουν τόσο κόσμο. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ πέρα με τους National να παλεύουν συνεχώς με τους δικούς τους δαίμονες και συνήθως να χάνουν, όχι όμως πριν ηχογραφήσουν την μάχη για να διδαχτεί από αυτήν όποιος προτίθεται να ακούσει.
Οι National θα μπορούσαν πολύ εύκολα να είναι μια βαρετή μπάντα, να αναλώνεται στα ίδια και στα ίδια και να ντύνει τις φοβίες της με άνευρη μουσική που δεν επηρεάζει κανέναν όμως αν ίσχυε κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αυτοί που είναι σήμερα. Οι τρομπέτες στο outro του Fake Empire είναι η καλύτερη απόδειξη περί αυτού, ένα στοιχείο που όπως έχουν παραδεχτεί και οι ίδιοι απογείωσε ένα κατά τα άλλα μέτριο τραγούδι ενώ λεπτομέρειες όπως τα πολλαπλά layers ασυνάρτητων φωνών στο Secret Meeting “ζωντανεύουν” αυτό το άγχος και τη σύγχυση που θέλει να περάσει το κομμάτι και πώς να μην γίνει αναφορά στην νευρική κιθάρα στο Afraid of Everyone και φυσικά σε δεκάδες ακόμα παραδείγματα που θα ήταν ακόμα καλύτερο να τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
Μία διαδικασία εξερεύνησης χαρακτηρίζει κάθε δουλειά τους και φαίνεται σαν να αφήνουν έναν χώρο σε κάθε τραγούδι για να βάλει ο κάθε ακροατής την δικιά του εμπειρία που θα τον φέρει πιο κοντά στο νόημα που κρύβεται από πίσω. Και φυσικά το νόημα αυτό δεν είναι συγκεκριμένο με τον καθένα να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα βασιζόμενος πάντα στα δικά του βιώματα και όλο αυτό είναι κάτι υπέροχο και κάτι σπάνιο και κάτι που το θες στη ζωή σου όπως και αν το βρίσκεις.
Ποιοι είναι λοιπόν οι National;
Άμα έπρεπε να το θέσω με απλούς όρους θα έλεγα πως είναι κάτι τύποι από το Ohio (ή και το Manchester, δεν θα με κοροϊδέψουν αυτοί εμένα) που σου μαθαίνουν με απλά βήματα να αγαπάς την βροχή και ό,τι αυτή μπορεί να φέρει. Γιατί πέρα από μελαγχολικοί και σκοτεινοί, είναι πάνω απ’ όλα αποθεωτικοί αλλά αυτό δεν θα το καταλάβεις με την πρώτη. Θα πάρει λίγη ώρα και λίγη δουλειά από μέρους σου για να ακούσεις αυτά που θέλουν να σου πουν, αυτά που θέλουν να κρατήσεις, όλα αυτά τα απλά και καθημερινά.