Περπατούσε αμέριμνη, προσπαθούσε δηλαδή να μοιάζει αμέριμνη και ξέγνοιαστη, στην διαδρομή για την δωμάτιο που είχε για σπίτι τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Στο δεξί της χέρι κρατούσε με κόπο τα βιβλία που μόλις είχε δανειστεί από την βιβλιοθήκη της σχολής.
Το «σπίτι» της, βρισκόταν στην Αγίου Δημητρίου, κάπου κοντά στο Τούρκικο Προξενείο. Είχε ακόμη δρόμο και είχε ήδη κουραστεί. Η όψη της πάει καιρός τώρα που έμοιαζε ταλαιπωρημένη. Μαλλιά απεριποίητα και αχτένιστα από μέρες, με τις ατίθασες μπούκλες να μπερδεύονται πλάι στο πρόσωπό της. Χωρίς περίτεχνα κοκαλάκια και πολύχρωμες κορδέλες, όπως συνήθιζε από μικρή.
Το σώμα της είχε σκελετωθεί. Τα κόκαλα στο στέρνο της εξείχαν τρομακτικά και το δέρμα στα πόδια της, έμοιαζε να έχει στεγνώσει πάνω της. Το μωβ φόρεμα που φορούσε, κάποτε αγκάλιαζε με τρόπο γοητευτικό το νεανικό της σώμα. Τώρα με δυσκολία κρεμόταν πάνω της.
Λίγο πριν φτάσει στον προορισμό της, σταματά στο γωνιακό καφέ για την αναγκαία δόση της, πριν την απογευματινή μελέτη.
«Έναν διπλό εσπρέσο παρακαλώ.», παρήγγειλε και έκανε με κόπο να αναζητήσει το πορτοφόλι στην τσάντα, που κρεμόταν στο αριστερό της χέρι.
«Ακόμη έναν παρακαλώ.», ακούει την αναιδή αντρική φωνή πίσω της, που τολμά να την αναστατώνει.
Τα χέρι της παγώνει, το κεφάλι της καθηλώνεται σκυμμένο και το βλέμμα της ανήμπορο μέχρι και τα βλέφαρα να κινήσει, μοιάζει χαμένο. Φωνή γνωστή, οικεία. Τόσο που την κάνει να ανατριχιάσει. Κάθε δεύτερο που περνά, σιγουρεύεται όλο και περισσότερο για την γνώριμη φωνή.
Μα αποκλείεται! Πάνε τέσσερα χρόνια τώρα που δεν τον έχει δει σε ολόκληρη Θεσσαλονίκη. Δεν θα συνέβαινε τώρα! Ένα βήμα κοντά στο σπίτι της, τόσο κοντά στην καθημερινότητά της.
«Αν μπορείτε επιταχύνετε, σας παρακαλώ. Βιάζομαι πολύ.», συνέχισε τώρα η τόσο γνωστή στην Αφροδίτη φωνή.
Και χωρίς να το καταλάβει, τα βιβλία που μετά βίας κρατούσε στην διαδρομή, βρέθηκαν στο πάτωμα του καφέ, προκαλώντας θόρυβο ηχηρό.
«Χτυπήσατε; Να σας βοηθήσω…», άκουσε τον Αλέξανδρο να της λέει, λες και του ήταν κάποια ξένη. Και έμεινε να τον κοιτά που μάζευε τα μεγάλα βιβλία από το έδαφος. Δεν θα την καταλάβαινε αν έτρεχε την ίδια στιγμή που τον αναγνώρισε. Και ούτε θα την ξαναέβλεπε, αν την ίδια στιγμή γινόταν καπνός μπροστά του.
Όμως κάτι εσωτερικό και πολύ δυνατότερο από εκείνη, της κάρφωσε τα πόδια και την πάγωσε μπροστά του. Το βλέμμα του τρυφερό όπως πάντα, έκανε το λάθος και στράφηκε στην μορφή της, απορημένο που η κοπέλα μπροστά του δεν είχε δώσει σημάδι αντίδρασης μερικά λεπτά τώρα.
«Είστε καλά;», ρώτησε.
Και επιβεβαιώθηκε ότι δεν ήταν, μόλις την αντίκρισε. Και πώς άλλωστε να ήταν, αφού και ο ίδιος έχασε κάθε δύναμη από το κορμί του, την στιγμή που την είδε. Τέσσερα χρόνια μετά και παρά το αλλοιωμένο της πρόσωπο και το ολοφάνερα ταλαιπωρημένο της σώμα, θα ήταν απαράδεκτος αν δεν αναγνώριζε αυτό το ζευγάρι μάτια που κάποτε του προκαλούσαν αναστάτωση.
Αν δεν αναγνώριζε το γεμάτο φωτιά βλέμμα της, που ακόμη και με αυτή την όψη, η φωτιά μέσα του σιγοέκαιγε.
Δεν χρειάστηκαν πολλά επιχειρήματα για να την πείσει να καθίσουν στο μοναδικό τραπέζι στο πεζοδρόμιο. Άλλωστε, του χρωστούσε μια εξήγηση και το γνώριζε και η ίδια πολύ καλά. Αν κάποιος είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την συνομιλία που ακολούθησε και να αποχωρήσει, ήταν σίγουρα ο Αλέξανδρος.
Αλλά εκείνος σαφέστατα, ακόμη και τώρα λαχταρούσε να ακούσει δυο λέξεις από τα γνώριμά της χείλη. Πρώτα να του πει αν είναι καλά, αν και ήταν βέβαιος πως κάτι δεν πήγαινε καλά, και μετά να του δώσει την εξήγηση που χρόνια τώρα καρτερούσε.
Κάθισαν απέναντι, με το μικρό, στρόγγυλο, σιδερένιο τραπεζάκι να τους χωρίζει.
Ο Αλέξανδρος έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του. Από ευγένεια και γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η Αφροδίτη δεν καπνίζει, της προσφέρει και εκείνη ασυναίσθητα παίρνει ένα. Μα, τί έκανε; Δεν έπρεπε να του δείξει ότι έχει αλλάξει. Ξεκίνησε το κάπνισμα λίγο μόλις καιρό μετά την φυγή της από το σπίτι της. Μα τί έκανε τώρα μπροστά του;
«Σιχαινόσουν το κάπνισμα.», της είπε με φωνή άχρωμη και της άναψε το τσιγάρο.
«Ναι, ακόμη. Σπάνια καπνίζω.», δικαιολογήθηκε εκείνη, θέλοντας να κλείσει την κουβέντα. Τι δηλαδή να του έλεγε; Ότι πάει καιρός τώρα που εξαρτάται από αυτό; Ή ακόμη χειρότερα ότι σε εκείνο βρίσκει την παρηγοριά και την στήριξη που χάνει από τους ανθρώπους;
«Λοιπόν… είσαι καλά;», την ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον και περίσσια καλοσύνη.
«Καλά.», ψέλλισε μονάχα εκείνη αδυνατώντας να τον κοιτάξει στα μάτια. «Εσύ;», συνέχισε.
«Είμαι αρκετά καλά. Η σχολή κυλάει όπως πρέπει και… ξέρεις φοιτητική ζωή.»
«Ναι, ξέρω…»
Τράβηξαν ταυτόχρονα μια τζούρα από τα τσιγάρα στα δάχτυλά τους. Ο Αλέξανδρος πνιγόταν. Δεν άντεχε να την βλέπει άλλο μπροστά του και να κρατά μέσα του όλα αυτά τα γιατί που τον βασάνιζαν χρόνια τώρα. Τώρα ήταν η στιγμή του και κανείς δεν θα του την στερούσε.
«Γιατί;»
Η αμηχανία που ώρα τώρα στόλιζε την μεταξύ τους ατμόσφαιρα, έγινε φωτιά που έκαψε την Αφροδίτη. Με όση δύναμη κατάφερε να αντλήσει από το αναμμένο τσιγάρο στα χέρια της, σήκωσε το σκυφτό της κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα της στα μεγάλα μαύρα του μάτια. «Όμορφα», σκέφτηκε. «Όμορφα όπως πάντα». Τι να του απαντούσε; Τι μπορούσε τώρα να του πει; Τόσα χρόνια και τόσα βασανιστήρια μετά; Είχε άραγε το δικαίωμα να μοιραστεί τον σταυρό της μαζί του; Είχε άραγε το δικαίωμα αυτό, εκείνη, που ποτέ δεν επέστρεψε να του χαρίσει μια εξήγηση και μια συγγνώμη, που τόσο ήθελε;
«Βαρέθηκα.», του απάντησε με ύφος αγενές. «Βαρέθηκα την μιζέρια που ζούσα και αποφάσισα να κάνω την δική μου ζωή».
Αυτές τις λέξεις κατάφερε μόνο να ξεστομίσει και με βλέμμα παγερό και αδιάφορο, έστρεψε και πάλι αλλού το κεφάλι της. Τον άφησε να αναρωτιέται αν η κοπέλα που είχε μπροστά του, ήταν η δική του Αφροδίτη. Το κορίτσι που κάποτε ξεχείλιζε από χαμόγελο και αισιοδοξία.
Έμεινε να την κοιτά μερικά λεπτά, προσπαθώντας να καταλάβει πώς ο κάποτε άνθρωπός του, μπορούσε να παίζει μαζί του με τέτοια άνεση. Γιατί ήταν σίγουρος πως τον περιέπαιζε. Όπως επίσης ότι του έλεγε ψέματα.
«Ήμουν κι εγώ μέρος της μίζερης ζωής σου;»
Τον κοίταξε τώρα τρομαγμένη. Εσύ; Εσύ; Εσύ καρδιά μου ήσουν το πιο φωτεινό σημείο της ζωής μου, ήθελε να του φωνάξει μα η κατεστραμμένη της αξιοπρέπεια την εμπόδισε.
«Εσύ δεν είχες σχέση με αυτό.»
«Τότε γιατί απομακρύνθηκες και από εμένα; Γιατί εξαφανίστηκες χωρίς να δώσεις μια εξήγηση, μια δικαιολογία… κάτι που να μου επιτρέψει να σε αφήσω πίσω μου».
Τί να του πει; Αλήθεια, τι την ρωτάει τώρα; Και πώς μπορεί να του απαντήσει; Τι δηλαδή να του απαντήσει; Ότι ο ίδιος της ο πατέρας την βίασε και έφυγε από το σπίτι για να γλιτώσει από εκείνον; Ότι έκτοτε μίσησε τους άνδρες και ντρεπόταν για τον εαυτό της, γι΄ αυτό και δεν του έδωσε ποτέ καμία εξήγηση;
Ή μήπως να τον κοιτάξει κατάματα και να του κάνει φανερό, πως το εφηβικό κορμί που εκείνος από σεβασμό και αγάπη ποτέ δεν άγγιξε, το βεβήλωναν τέσσερα χρόνια τώρα εκατοντάδες αξιολύπητοι άνδρες; Δεν τον φοβόταν, παρά ντρεπόταν για τον εαυτό της. Για την κατρακύλα στην οποία είχε επέλθει.
Η κάποτε ονειροπόλα, ευαίσθητη και πεισματάρα Αφροδίτη, γινόταν τώρα συντροφιά για κάθε λογής αντρικό σώμα, με μοναδικό αντάλλαγμα τα πολυπόθητα χρήματά τους, με τα οποία και συντηρούσε το δωμάτιο που μοιραζόταν με μια ακόμη «συνάδελφό» της αλλά και κάλυπτε τα υπόλοιπα έξοδα της «φοιτητικής» της ζωής.
Με όσο κουράγιο είχαν αφήσει πίσω οι αναμνήσεις που της άλωσαν το μυαλό, έβγαλε τον καπνό που είχε απομείνει στα κατεστραμμένα της πνευμόνια και κοίταξε πάλι τα μαύρα, λατρεμένα μάτια του.
«Αλέξανδρε, δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος».
«Το βλέπω. Γιατί όμως;»
«Γιατί;… Το ξέρεις πολύ καλά πως ποτέ δεν θα έφευγα από την ζωή σου χωρίς να σου δώσω μία εξήγηση και το κυριότερο, χωρίς να σου πω μία συγγνώμη.»
«Το έκανες όμως».
«Ναι το έκανα… Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθώ. Δεν χωράνε δικαιολογίες.»
«Όντως δεν χωράνε. Δεν ξέρω τί ήταν αυτό που σε έκανε να εξαφανιστείς και να απομακρυνθείς από εμένα και αλήθεια θέλω πολύ να μάθω. Ένα μονάχα εύχομαι από την στιγμή που με εγκατέλειψες, να μην ήταν δικό μου λάθος. Ό,τι και να συνέβη, ένα μονάχα αντίο θα μπορούσες να το πεις.
Μία μόνο λέξη σου, που θα με απάλλασσε από τις τύψεις και τον φόβο πως εγώ σε έδιωξα. Μία μόνο λέξη σου, θα μπορούσε να με είχε πληγώσει λιγότερο.»
Ό,τι φοβόταν περισσότερο, είχε μόλις χαϊδέψει τα αυτιά της. Εκείνο που πάντα απευχόταν ήταν να έχει πληγώσει τον Αλέξανδρο και εκείνος μόλις της το επιβεβαίωσε. Μεγαλύτερη απογοήτευση δεν είχε να λάβει από τον εαυτό της.
«Θέλω μόνο να σου ζητήσω συγγνώμη, γιατί αν δεν το κάνω θα σκοτώσω κι άλλο την Αφροδίτη που ήξερες. Κράτα αυτό και σε παρακαλώ μην ρωτάς περισσότερα. Ας φύγουμε κι μη με αναζητήσεις ξανά. Είναι για το καλό και των δυο μας» είπε και έκανε να σηκωθεί, αλλά το μεγάλο αντρικό του χέρι την σταμάτησε.
«Το τελευταίο που ήθελα να ακούσω από τα χείλη σου, ήταν «συγγνώμη». Τώρα που σε βρήκα δεν επιτρέπω με τίποτα στον εαυτό μου να σε αφήσω να φύγεις και να μην μου πεις ό,τι έχει μεσολαβήσει αυτά τα τέσσερα χρόνια. Όσο για το πιο είναι το καλό και των δυο μας, άσε να το αποφασίσω εγώ. Δεν νομίζω ότι είσαι σε θέση να το κρίνεις».
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Αλέξανδρου, γεμάτα πάντα με ενδιαφέρον και ειλικρινή ανθρωπιά για τον αγνώριστο πλέον άνθρωπο, που έστεκε απέναντί του. Και σε λίγο, με μάτια βουρκωμένα και βλέμματα παγωμένα, ακολούθησε η εξομολόγηση της Αφροδίτης, για την ζωή της τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Για τον βιασμό του πατέρα της, για την φυγή της και για την πορνεία στην οποία κατέφυγε απογοητευμένη από την ζωή και την μοίρα της, προκειμένου να πετύχει τον έναν και μοναδικό στόχο που της είχε απομείνει, να γίνει ζωγράφος.
Έναν μήνα αργότερα και κάπου ανάμεσα στην χαρά και την ευγνωμοσύνη που η μοίρα τους ένωσε ξανά και αποφάσισε την επανένωσή τους, το νεαρό ζευγάρι ενώνεται σε μία εκκλησία μικρή, με την παρουσία της Παναγιάς και του κουμπάρου, τον καλό φίλο του Αλέξανδρου.
Μερικές μέρες μετά, η Αφροδίτη έρχεται αντιμέτωπη με τα πρώτα συμπτώματα εγκυμοσύνης. Μόνο θλίψη μπόρεσε να της φέρει ένα τόσο χαρούμενο γεγονός. Ένα μωρό φέρνει ευτυχία και χαμόγελα σε κάθε σπίτι. Ή μήπως όχι;