Κεφάλαιο 9: Παραμύθι στη ζωή ή ζωή στο παραμύθι;

 

 

Έναν χρόνο αφότου η Αφροδίτη έσωσε τον πατέρα της με την δωρεά του νεφρού της, όλα έμοιαζαν να είχαν μπει σε μια σειρά. Ο Οδυσσέας έκτοτε δεν τους είχε ενοχλήσει ξανά και αυτό έμοιαζε να μην ήταν καν στα πλάνα του. Η κόρη του τον έσωσε, του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσει και δεν τους είχε πια ανάγκη. Εξ άλλου η Αφροδίτη ήταν η αιτία για την κατρακύλα του. Η ίδια και ο πειρασμός στον οποίο τον έβαλε. Το τελευταίο που θα ήθελε τώρα, ήταν μπλεξίματα μαζί της.

 

Εδώ που τα λέμε ούτε και με κανέναν άλλο ήθελε μπλεξίματα τώρα. Ούτε και με την ίδια του την γυναίκα δηλαδή. Τον πρώτο καιρό μετά την μεταμόσχευση, εκμεταλλεύτηκε φυσικά την παρουσία της δίπλα του για την αναγκαία περίθαλψη, αλλά αρκετά είχε βαρύνει την ζωή του. Εξάλλου μόνο βάρος του είχε προκαλέσει τελικά αυτή η γυναίκα. Με τα δύο παιδία που του έκανε και με την εικόνα της τα τελευταία χρόνια, που μόνο ζωντανή και ποθητή γυναίκα δεν θύμιζε.

 

Έτσι, μετά την ανάρρωσή του και αφού μπορούσε πλέον να σηκώνεται και να βγαίνει εκτός σπιτιού, έπαψε ακόμη και να τις απευθύνει τον λόγο. Με εξαίρεση βέβαια τις εντολές για κολλάρισμα πουκαμίσων και μαγείρεμα των φαγητών που κατά καιρούς λιμπιζόταν. Άντε και καμία φωνή για επίπληξη, για ό,τι του φαινόταν πως η Νεφέλη δεν είχε υλοποιήσει κατά τα γούστα του.

 

Ήταν υπερβολικά εκλεπτυσμένα βλέπετε και ίσα που τα κάλυπτε ο μισθός της γυναίκας του, η μοναδική πλέον πηγή εσόδων τους. Οι έξοδοι επομένως και η συντροφιά  ωραίων γυναικών του ήταν αρκετά για να διανύσει το υπόλοιπο της ζωής του ευτυχισμένος. Η ζωή, του έδωσε μία δεύτερη ευκαιρία και δεν είχε σκοπό να την αφήσει να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια του.

 

Τα παιδιά της Αφροδίτης, ο Νικόλας και η Ευτυχία, μεγάλωναν σε ένα υγιές και ζεστό περιβάλλον. Ο θείος τους ο Νικόλας, τους μεγάλωνε σαν δικά του παιδιά. Έδινε σε εκείνα όση αγάπη είχε λάβει από την μητέρα τους και ακόμη περισσότερη. Από τότε που γεννήθηκε την λογάριαζε για μάνα του και δεν μπορούσε να το ξεχάσει. Ούτε και όταν έφυγε από το σπίτι της Αφροδίτης και του Αλέξανδρου το ξέχασε.

 

Όταν παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ελένη, που δύο χρόνια τώρα έμενε δίπλα του, συν-επαρμένη κυρίως από την καλοσύνη της καρδιάς του και έπειτα από τα αλησμόνητα νιάτα του. Ο Νικόλας γνώριζε πολύ καλά, πως παρά την αναπηρία και την δυσκολία στην κίνησή του, μετρούσε σαν άντρας. Μάτια σκούρα μαύρα και φρύδια καλοσχηματισμένα. Ώμοι δεμένοι και διάπλατα ανοιχτοί. Μα κυρίως, καρδιά καλοσυνάτη και χαρακτήρας διαμάντι.

 

Η επιλογή της ωραίας Ελένης επομένως, της πανέμορφης αυτής κοπέλας που του έκλεψε την καρδιά, δεν παραξένεψε κανέναν. Κορμί ψηλό και ευθυτενές. Μάτια γαλάζια, του βυθού. Χείλη εκ φύσεως ροδινά και μαλλιά ξανθά, μακριά και πλούσια. Σωστή νεράιδα.

 

Δεν ήταν επομένως δύσκολο να την ερωτευτεί. Δεν ήταν όμως διόλου δύσκολο να πέσει και εκείνη στα δίχτυα του Νικόλα, αφού μόνο μια τέτοια κοπέλα μπορούσε να σταθεί δίπλα του. Όχι μονάχα για την ομορφιά του. Αυτή έρχεται και παρέρχεται. Γιατί το δέρμα χαλαρώνει, τα μαλλιά ασπρίζουν και τα νιάτα υποχωρούν. Αλλά επειδή χρειαζόταν δίπλα του έναν άνθρωπο όχι μόνο εμφανισιακά να του ταιριάζει, αλλά ψυχικά πλούσιο και συγκροτημένο. Μία κακομαθημένη και ονειροπαρμένη κοπέλα, δεν είχε καμία θέση δίπλα του. Και ευτυχώς για το ζευγάρι, η Ελένη δεν είχε καμία σχέση με αυτούς του χαρακτηρισμούς.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαια 49-52: Συνάντηση στα μισά του χρόνου· ο κρυφός ντετέκτιβ, εκείνη και οι αναμνήσεις

 

Παρά την ανατροφή της, η οποία δεν είχε στερηθεί τίποτα, ίσα ίσα που της προσφέρθηκαν πολλά περισσότερα από όσο συνηθίζεται σε ένα παιδί, και το ευκατάστατο οικονομικά περιβάλλον της, η Ελένη μεγάλωσε με αυτογνωσία και ατέρμονη προσπάθεια να αποκτά οτιδήποτε ήθελε με τον κόπο της και όχι με τις δυνατότητες του πατέρα της.

 

Και έτσι έγινε μία ταλαντούχα μπαλαρίνα, με δική της σχολή, την οποία και άνοιξε όχι με κεφάλαιο που απλόχερα της χάριζε ο πατέρας της, αλλά με χρήματα που κέρδισε μονάχη της, παραδίδοντας μαθήματα χορού σε μικρότερα παιδιά. Της πήρε κόπο και χρόνο πολύ, αλλά ήθελε το παιδικό της όνειρο να γίνει πραγματικότητα από δικά της έργα και να μην έχει δικαίωμα παρεμβολής κανείς σ΄ αυτό. Αυτό και έκανε.

 

Μετά τον γάμο τους, το καλοκαίρι, στην Παναγία Δέξια, κάτω από τον Καμάρα και παρόντων όλων των αγαπημένων τους προσώπων, συγγενών και φίλων, ακολούθησε γλέντι αξέχαστο σε όλους. Αλλά το κυριότερο, ακολούθησε μια κοινή πορεία που έδωσε στον Νικόλα ό,τι είχε στερηθεί έως τότε. Μία οικογένεια που δεν τον έκανε να αισθάνεται ότι κάπου υστερεί, όπως πολλές φορές αισθανόταν στο σπίτι του.

 

Αντίθετα, τα τρία πανέμορφα κοριτσάκια που απέκτησε με την Ελένη του, τον θαύμαζαν για τη δύναμη και το θάρρος που πάντα έδειχνε. Τον θαύμαζαν που στα 27 αποφάσισε να σπουδάσει νομική, που δεν δίστασε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα έστω και καθυστερημένα, που μέχρι να τον βοηθάει το σώμα του, υπερασπιζόταν μέχρι τέλους και με όλο του το είναι τα δικαιώματα των αναπήρων, χτίζοντας μια μεγάλη καριέρα.

 

Μια καριέρα βασισμένη όχι τόσο στην αμοιβή και το χρήμα, αλλά στην ανθρωπιά, τον επαγγελματισμό και την θέληση να συμβάλλει στην δημιουργία μιας κοινωνίας καλύτερης. Μιας κοινωνίας, που όχι μόνο θα σέβεται τους ανάπηρους, αλλά θα τους στηρίζει και θα παρέχει σε εκείνους όλες τις διευκολύνσεις και τα εφόδια για να πραγματοποιήσουν οποιονδήποτε στόχο τους, χωρίς να στέκεται εμπόδιο η αναπηρία τους σε αυτό.

 

Μέσα σε όλα αυτά, ο Νικόλας πρόσθεσε και κάτι ακόμη. Το μεγαλύτερο και πιο λαμπερό του όνειρο. Ίδρυσε έναν οργανισμό δημιουργικότητας, έκφρασης και επικοινωνίας. Εκεί δεν είχε λόγο η ιεραρχία. Ήταν όλοι ίσοι και είχαν όλοι ίσα δικαιώματα.

 

Στα εγκαίνια του οργανισμού, ο Νικόλας είπε τα εξής: «Μια φορά και έναν καιρό, υπήρξε το πιο πολυταξιδεμένο παιδί του κόσμου. Μόλις στα τέσσερά του χρόνια, είχε επισκεφθεί το Παρίσι και τον Πύργο του Άιφελ, την Ρώμη με την Φοντάνα ντι Τρέβι, είχε βγει στο διάστημα και είχε πατήσει το πόδι του στην Σελήνη, είχε φτάσει στον Βόριο Πόλο και είχε ανέβει στην κορυφή του Έβερεστ. Κάθε βράδυ πήγαινε και σε έναν νέο προορισμό. Το παιδί αυτό δεν είχε περπατήσει ποτέ στην ζωή του και δεν είχε απομακρυνθεί ούτε μερικά χιλιόμετρα από το σπίτι του».

Σε αυτόν τον Σύλλογο, κάθε παιδί ή ενήλικας που αντιμετώπιζε ζητήματα αναπηρίας, γνώριζε τον κόσμο και την απεραντοσύνη του, από εθελοντές δασκάλους. Είχε την ευκαιρία να μιλήσει με εξειδικευμένους ψυχολόγους, οι οποίοι και συγκροτούσαν τον σύλλογο. Έργα ζωγραφικής, γλυπτά και τραγούδια, αποτελούσαν τις βασικές μόνο δραστηριότητες των παιδιών. Τα δε παραμύθια και οι αυτοσχέδιες ιστορίες των ίδιων των παιδιών, συνόδευαν κάθε είδους διαδικασία.

 

Όπως ο άλλωστε είχε μάθει ο Νικόλας από την Αφροδίτη του. Ο όμορφος άντρας είχε δημιουργήσει έναν επίγειο Παράδεισο, που έσφυζε από παιδικά χαμόγελα και χαρμόσυνες φωνές. Κάποτε η ίδια του η αδερφή είχε πλάσει για εκείνον ένα τέτοιο κόσμο, μέσα σε ένα υπνοδωμάτιο μερικών μόνο τετραγωνικών. Τώρα όφειλε να μοιραστεί τον Παράδεισό του και το είχε καταφέρει.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 1: Απομεινάρια παρελθόντος

 

Οι γονείς του, του είχαν στερήσει το γέλιο και την χαρά, επειδή γεννήθηκε διαφορετικός. Οι γονείς του, είχαν αρνηθεί το ίδιο τους το παιδί και η μόλις μερικών χρόνων μεγαλύτερη αδερφή του, ήταν εκείνη που τον κράτησε στη ζωή. Φυσικά στον Οργανισμό, έδωσε το όνομα «ΑΦΡΟΔΙΤΗ».

 

Όσο για την μητέρα τους, την Νεφέλη, όταν είδε πως και τα δυο της παιδιά είχαν καταφέρει να ορθοποδήσουν, να ξεπεράσουν τα τραύματα που τους άφησε εκείνη και κυρίως ο πατέρας τους, κατάλαβε πως είχε και η ίδια ελπίδες. Τον πρώτο καιρό της μεταμόσχευσης νεφρού του Οδυσσέα, είχε εγκαταλείψει όχι μόνο την κοινωνική της ζωή, αλλά και τον εαυτό της γενικότερα. Ό,τι κόκκαλο είχε στο κορμί της, προεξείχε σαν πέτρα από το πετσί της. Μερικά κιλά σάρκα και σώμα στεγνωμένο, σαν από πόλεμο και πείνα ταλαιπωρημένο.

 

Τα μαλλιά της, πήγαιναν χρόνια τώρα που τα είχε άκοπα. Ολόγκριζα και μακριά έως την μέση, με αλόγου χαίτη έμοιαζαν, παρά με κώμη σύγχρονης γυναίκας. Ο Νικόλας την κάλεσε στο γάμο του. Όχι γιατί τη συγχώρεσε που παραιτήθηκε από τον ρόλο της μάνας και εκείνον του ανθρώπου, αλλά επειδή αισθανόταν ότι σε εκείνη χρωστούσε την ανάσα που έπαιρνε. Και επειδή κυρίως, βαθιά μέσα του ήλπιζε, πως κάποια στιγμή, θα γινόταν η μάνα που τόσο του έλειπε και πάντα καρτερούσε.

 

Παραδόξως η Νεφέλη πήγε στον γάμο. Ούτε και η ίδια μπόρεσε να εξηγήσει την αιτία που την αναστάτωσε τόσο η άφιξη αυτού του προσκλητηρίου, τον λόγο που με τόση προσοχή το έκρυψε από τον Οδυσσέα και την δύναμη που την ώθησε να βάλει κοκκινάδι στα χείλη της, το από χρόνια καταχωνιασμένο, μπλε, αγαπημένο της φουστάνι και σαν φτερό, να φτάσει στην στάση της Καμάρας από όπου και παρακολούθησε τους πανευτυχείς νεόνυμφους να σμίγουν, λίγο προτού εισέλθουν στον ιερό ναό.

 

Και σαν μπήκαν στην εκκλησία, ακολουθούμενοι από τους καλεσμένους, και ξεκίνησε το μυστήριο, εκείνη κοντοστάθηκε στην είσοδο του ναού. Κοίταξε την Παναγιά κατάματα. Ευθύς μπροστά της στεκόταν, αριστερά από την Ωραία Πύλη, κρατώντας ευλαβικά τον Θεάνθρωπο στο δεξί Της χέρι. Με τα μάτια της μονάχα, αναγνώρισε μπροστά Της όλα της τα σφάλματα και παρακάλεσε την Βρεφοκρατούσα να χαρίσει στο παιδί της μια ζωή ευτυχισμένη, χωρίς άλλους πόνους και αγκάθια.

 

Έπειτα, άναψε το κερί της, παρακαλώντας την Παναγιά να την συγχωρέσει και με γρήγορες κινήσεις βρέθηκε στην άκρη της εισόδου, κάτω από την πόρτα, από όπου και παρακολούθησε το υπόλοιπο του μυστηρίου. Ούτε και ήθελε να την δει κανείς, αλλά ακόμη χειρότερα να την αναγνωρίσει.  Λίγο πριν το τέλος και πριν αρχίσει ο κόσμος να εξέρχεται του ναού, έκανε τον Σταυρό της και αποχώρησε διακριτικά. Το πρόσταγμα της ψυχής της το είχε εκπληρώσει.

 

Και η Παναγιά όχι μόνο την άκουσε, αλλά την συγχώρεσε και της έδωσε το κουράγιο να ξεφύγει από τον άντρα που τόσο πολύ την ταλαιπώρησε και να σμίξει επιτέλους με τα παιδιά της. Σαν μάνα και κόρη. Σαν μάνα και γιος. Η Νεφέλη ποτέ δεν πήρε διαζύγιο από τον Οδυσσέα.

 

Μία τυχαία (;) συνάντηση, ήταν αρκετή για να ενώσει και πάλι την Νεφέλη με τα παιδιά της. Τρία χρόνια μετά τον γάμο του Νικόλα, η Νεφέλη εργαζόταν ακόμη στο ίδιο σπίτι, όντας ακόμη σε αυτή την τραγική όψη και υπομένοντας την συμπεριφορά του Οδυσσέα.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 4: Με τα μάτια κλειστά

 

Μία από τις πολλές μέρες που επέστρεφε στο σπίτι της κουρασμένη, ταλαιπωρημένη, σκέτος σκελετός, μία μικρή φιγούρα έπεσε με δύναμη πάνω της και χωρίς μεγάλη δυσκολία, την προσγείωσε στο πεζοδρόμιο. Ζαλισμένη, δεν πρόλαβε ούτε να αντιδράσει και ένιωσε ένα λεπτό γυναικείο, πανέμορφο χέρι να της κρατά τον ώμο και να την ρωτά αν είναι καλά.

«Καλά…», σιγοψιθύρισε, προσπαθώντας να σηκωθεί.

Και ήταν όντως καλύτερα από ποτέ.

«Πόσες φορές σου έχω πει Νεφέλη να μην τρέχεις έτσι; Κοίταξε τώρα… έριξες την κυρία… Σας ζητώ χίλια συγγνώμη. Η μικρή μου δεν με ακούει καθόλου όταν τρέχει. Είστε σίγουρα καλά;» την ρώτησε γεμάτη ευγένεια και καλοσύνη.

 

«Να μην την μαλώνετε την μικρούλα. Είμαι μια χαρά» κατάφερε μόνο να ξεστομίσει. Γιατί τί άλλο να έλεγε; Ότι αναγνώρισε την πανέμορφη μητέρα, μιας και τέτοια μάτια της θάλασσας, τα είχε συναντήσει μόνο στην Ελένη, την γυναίκα του Νικόλα; Ή ότι ο γιος της, ο Νικόλας της, το παιδί που τόσο ταλαιπώρησε, την είχε τιμήσει με το να δώσει το όνομά της στην κόρη του;

 

Συγκλονισμένη όπως ήταν, σουλουπώθηκε, έστρωσε πρόχειρα τα μαλλιά της, ίσιωσε τα ρούχα της και χωρίς να πει ούτε ευχαριστώ, βάδισε γρήγορα προς το σπίτι της. Όχι όμως για πολύ. Μερικά μέτρα αργότερα, γύρισε αποφασισμένη να συστηθεί στην νέα μανούλα, που έμεινε απορημένη να την κοιτά να απομακρύνεται. Και όχι μόνο αυτό.

 

Γύρισε αποφασισμένη να διεκδικήσει πίσω να παιδιά της. Να τους ζητήσει χίλιες φορές συγγνώμη και άλλες τόσες να προσπαθήσει να φτιάξει τις μεταξύ τους σχέσεις. Και τα κατάφερε. Δεν έχουν όλες οι ιστορίες χαρούμενο τέλος. Αυτή όμως είχε.

 

Η Νεφέλη έφυγε από το σπίτι και δεν είδε ποτέ ξανά τον Οδυσσέα, που κατέληξε μόνος και κατεστραμμένος. Τα παιδιά της την συγχωρέσαν και προσπάθησαν πλέον πιο δυνατοί και ενωμένοι από ποτέ να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. Κάπου κάπου, ας πιστεύουμε στα παραμύθια. Είναι βλέπετε βγαλμένα από την ζωή.

 

Όσο για την Μαρία, την μητέρα του Αλέξανδρου, ήταν εξ αρχής στο πλευρό του, στο ξεκίνημά της κοινής του πορείας με την Αφροδίτη. Δεχόταν όμως ακόμη τις συνεχόμενες απάτες του Πέτρου. Και με το πέρασμα του χρόνου, του άφηνε και όλο και περισσότερο χώρο, απασχολημένη και απορροφημένη με την ανατροφή των εγγονών της. Τα λάτρευε και της είχαν δώσει ζωή.

 

Δεν θα χαράμιζε άλλο τον εαυτό της στην θλίψη που την υπέβαλλε το άντρας της και την εξάντληση στην οποία την οδηγούσαν οι εξαρτήσεις της. Η στάση όμως της Νεφέλης, να εγκαταλείψει τον Οδυσσέα, ήταν εκείνο που την ώθησε να πράξει το ίδιο. Δεν ήταν αργά να πάρει τον εαυτό της και πάλι στα χέρια της και το γνώριζε καλά.

 

Το μόνο που της έλειπε, ήταν λίγη δύναμη. Και την βρήκε.

Μάζεψε τα πράγματά της και πέρασε από το σπίτι του Νικόλα και της Αφροδίτης. Αποχαιρέτησε να παιδιά και τους ανακοίνωσε ότι θα μπει σε κέντρο απεξάρτησης, ενώ παράλληλα είχε υποβάλλει αίτηση διαζυγίου στον Πέτρο.

 

Και τα κατάφερε. Μερικούς μήνες αργότερα, επέστρεψε πιο δυνατή και γενναία από ποτέ. Η ζωή της, της ανήκε ξανά.

 

 

Γεννημένη στην Καλλιπεύκη του Ολύμπου, αισθάνομαι τυχερή που μπορώ να παρατηρώ τον κόσμο παρέα με τους Θεούς. Σπουδάζω Παιδαγωγικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ευελπιστώντας μια μέρα να γίνω μια σπουδαία δασκάλα. Μεγάλωσα ισορροπώντας ανάμεσα στην ονειροπόληση και την πραγματικότητα. Εκνευριστικά ξεροκέφαλη, κυκλοθυμική, ταγμένη πεισματάρα και προσποιούμενη την δυνατή από κούνια. Χόμπι μου από παιδί ο χορός και η αναζήτηση των αιτιών των ανθρώπινων συμπεριφορών. Θαυμάζω τους ανθρώπους με αξίες και εκείνους που έχουν περάσει δύσκολα, με έλκουν όσοι δείχνουν συναισθηματικά συνεσταλμένοι και τρελαίνομαι για τα άτομα με χιούμορ. Εθισμένη στις βόλτες με θέα τον ήλιο, λατρεύω να ακούω τις ιστορίες των μεγαλύτερων και απολαμβάνω τις ωραίες συζητήσεις συνοδευμένες με ένα φλιτζάνι καφέ.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

mama-vloggers

Mama-vloggers: η αρχή του τέλους της ζωής των παιδιών

Είναι γεγονός πως τα μωρά και τα μικρά παιδιά είναι
THEES ART FESTIVAL

THEES ART FESTIVAL: ένα ολοκαίνουριο φεστιβάλ στη Σίφνο

Εγκαινιάζεται φέτος στη Σίφνο το THEES ART FESTIVAL, ένα νέο