«Λένε ότι ο έρωτας καμιά φορά δεν κρύβεται. Εγώ θα πω ότι η αγάπη δεν κρύβεται ποτέ».
Έτσι της έλεγε κάθε βράδυ για να την αποκοιμίσει, πάντα κρατώντας της το ροζιασμένο χέρι και χαϊδεύοντας τα λευκά της μαλλιά. Έτσι, κάθε φορά αγκαλιασμένοι και βράδυ με το βράδυ πιο σφιχτά δεμένοι. Εκείνη έκλεινε τα μάτια και θυμόταν όλες τις ζωές που πέρασε μαζί του. Στα όνειρά της κάθε βράδυ, περνούσαν όλες οι στιγμές ευτυχίας που της χάρισε απλόχερα. Εκείνος και αυτή. Εκείνη και αυτός. Τότε ήταν δύο παιδιά χτυπημένα από την ζωή. Τώρα είναι δύο ψυχές ενωμένες που πιστεύουν στην αιωνιότητα.
Ήταν ένα καυτό μεσημέρι του Μαΐου και η Αφροδίτη είχε μόλις σχολάσει από το σχολείο. Πήγαινε στην δευτέρα λυκείου ακόμη. 17 χρονών: στα νιάτα μεν, ώριμη όμως από τα γεννοφάσκια της. Βλέπετε η Αφροδίτη δεν έζησε όπως μία συνηθισμένη έφηβη. Εκείνη βέβαια πάντα νόμιζε ότι δεν ήταν ούτε ένα φυσιολογικό παιδί, αλλά αυτό δεν χρειαζόταν να το γνωρίζουν οι άλλοι. Ένιωθε να φορτώθηκε χρόνια ολόκληρα στην πλάτη της, με το που πήρε την πρώτη της ανάσα στη ζωή. Έτσι αισθανόταν και ας μην το έλεγε ποτέ. Γεννήθηκε γενναία, θαρραλέα και ευαίσθητη και ας μην το γνώριζε. Γεννήθηκε για να στηρίζει τους άλλους και ας μην τη ρώτησε ποτέ κανείς γι΄ αυτό.
Από μωρό παιδί έμαθε να είναι υπεύθυνη. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας Λύτρα και ανέλαβε την φροντίδα του μικρότερου αδελφού χωρίς να το καταλάβει. Χωρίς να προλάβει να εμπεδώσει πώς ένα δεκάχρονο παιδί μπορεί να φροντίζει και να νανουρίζει ένα βρέφος μερικών ημερών. Δέκα χρόνια μετά την δική της γέννηση οι γονείς της, η πάντα όμορφη Νεφέλη και ο Οδυσσέας, αποκτούν τον εκ γενετής σωματικά ανάπηρο Νικόλα.
Ήταν μεσημέρι της 15ης Απριλίου του 1996 όταν το ζεύγος Λύτρα για πρώτη φορά δεν επέστρεψε στο σπίτι μόνο του. Σαν όνειρο θυμόταν πάντα η Αφροδίτη το μικρό πλασματάκι που κρατούσε η μαμά της μπαίνοντας μέσα. Δύο μικρά χέρια ξεπρόβαλαν από την παιδική κουβέρτα και το κεφαλάκι του της έμοιαζε με πορτοκάλι. Την παραξένεψαν αυτά τα μάτια. Μικρά και σχιστά. Αναρωτιόταν αν θα ομόρφαιναν ποτέ. Αν μπορούν να γίνουν μεγάλα και γελαστά. Κάθε βράδυ ήλπιζε να μπορούσε μια μέρα να δει αυτά τα μάτια να ομορφαίνουν.
Μοσχομύριζε το μωρό και της φάνηκε ότι από τη στιγμή που ήρθε, το σπίτι ευωδίαζε κάθε μέρα γιασεμιά και τριαντάφυλλα. Ζήλευε όμως η Αφροδίτη. Μέχρι τώρα ήταν εκείνη η κυρίαρχη του σπιτιού και η λατρεμένη όλων. Μονοπωλούσε τα φιλιά και τα χάδια των γονιών της. Ήταν το κέντρο όχι μόνο δικού της κόσμου αλλά και των γονιών της. Τώρα έπρεπε να τα μοιραστεί όλα αυτά; Τώρα έπρεπε να θυσιάσει την αγάπη των γονιών της στον αδελφικό βωμό; Και γιατί δε ρωτήθηκε από κανέναν πριν έρθει το παράξενο μωρό στο σπίτι; Γιατί κανείς δε σκέφτηκε ότι εκείνη μπορεί να ήθελε να μείνει για πάντα μοναχοπαίδι; Και στην τελική, ποιος αποφασίζει για την δική της ζωή;
Πολύ άδικος ο ερχομός του καινούριου μωρού και δεν υπήρχε κανείς που να την καταλάβει, να μοιραστεί τουλάχιστον τον πόνο της. Όλοι ήταν χαρούμενοι με το μωρό που έφεραν οι γονείς. Όλοι εκτός από εκείνη. Το πάλευε όμως η Αφροδίτη, πάλευε να το αντιμετωπίσει σαν ώριμη γυναίκα. Όπως την είχε συμβουλεύσει η Νεφέλη όταν ήταν το πρώτο βράδυ του μωρού στο σπίτι.
«Μη στενοχωριέσαι πριγκίπισσά μου. Πάντα θα είσαι το πρώτο μας παιδί και πάντα θα είσαι μοναδική για εμάς. Η γονεϊκή αγάπη δεν αφαιρείται, δε μοιράζεται. Μόνο πολλαπλασιάζεται και δωρίζεται διαρκώς. Κάθε παιδί είναι μοναδικό και η αγάπη των γονιών του γι’ αυτό αστείρευτη. Ποτέ δεν θα πάψω να σε αγαπώ, όσα παιδιά και να αποκτήσω. Ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο. Πάντα το αίμα μου θα κυλάει στην δική σου καρδιά. Πάντα θα πονάω όταν πονάς εσύ. Θα κλαίω όταν θα κλαις και θα γελάω δυο φορές όταν εσύ γελάς μία. Θα με θυμηθείς Αφροδιτούλα μου. Είναι πολύ όμορφο να έχεις αδέλφια. Μαθαίνεις να μοιράζεσαι, να φροντίζεις, να υποχωρείς και να εκτιμάς. Όταν ο Νικόλας μεγαλώσει, θα σε προστατεύει, θα σε συμβουλεύει και δεν θα μπορείς χωρίς τη συντροφιά του. Μη στέκεσαι στα μικρά πράγματα. Σιγά σιγά γίνεσαι γυναίκα αγάπη μου. Μόνο θυμήσου να γίνεις μια σπουδαία γυναίκα…»
«Και τί θα πει να είσαι σπουδαία γυναίκα μαμά;»
«Σπουδαία γυναίκα θα πει να μη μένεις στις ζήλιες και στις μικροπρέπειες. Οι σπουδαίες γυναίκες αγωνίζονται για όσα αγαπούν και τα υπερασπίζονται μέχρι τέλους. Δε ζηλεύουν αλλά νιώθουν ευγνώμονες για ό,τι έχουν και χαίρονται με τη χαρά του άλλου. Αισθάνονται τυχερές που έχουν αδέλφια και είναι για πάντα ένα στήριγμα, μα και συμβουλάτορες για εκείνες.
»Οι σπουδαίες γυναίκες νιώθουν ευλογημένες που βλέπουν τα παιδιά τους υγιή και χαμογελαστά. Υπάρχουν και εκείνες οι σπουδαίες γυναίκες που δεν έχουν παιδιά. Κι όμως, μοιράζουν την καλοσύνη και το χαμόγελό τους σε όποιον βρεθεί στον δρόμο τους. Άλλες πάλι είναι πολύ καλές φίλες. Πιστές, υπομονετικές, ξέρουν να ακούν και να συμβουλεύουν. Οι σπουδαίες γυναίκες δε θέλουν να τρέχουν οι άντρες πίσω τους για να τις έχουν για μια βραδιά. Δε θέλουν να γίνονται “η ποθητή όλων”, επειδή φοράνε λίγα ρούχα.
»Θέλουν να κερδίζουν τον άνθρωπό τους, επειδή “κουμπώνουν” οι καρδιές τους. Επειδή έλκονται τα σώματά τους. Περιποιούνται τον εαυτό τους για να αισθάνονται όμορφες και αυτό καθρεπτίζεται στους γύρω τους. Οι σπουδαίες γυναίκες καρδιά μου είναι καταφύγιο και λιμάνι για τους δικούς τους ανθρώπους. Χαμογελάνε πλατιά και κλαίνε δυνατά. Υπάρχουν αναρίθμητες σπουδαίες γυναίκες, παιδί μου. Μόνο θυμήσου μεγαλώνοντας να γίνεις μία από αυτές.»
Και έτσι κοιμήθηκε η Αφροδίτη στη μητρική ζεστή αγκαλιά, καθησυχασμένη πως όλα θα πάνε καλύτερα, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα γίνει μια σπουδαία γυναίκα.
Οι μέρες πέρασαν και η Νεφέλη έπρεπε οπωσδήποτε να επιστρέψει στην δουλειά. Έτσι, η Αφροδίτη φροντίζει τον Νικόλα τα απογεύματα που εργάζονται και οι δύο γονείς. Αυτό της είπαν οι γονείς της ότι έπρεπε να γίνει και εκείνη δεν κατάλαβε και πολλά. Η μαμά της ακόμη πονούσε όταν έσκυβε και όταν σηκωνόταν. Άσε που ακόμη αιμορραγούσε. Σίγουρα δεν ήταν σε θέση να δουλέψει ξανά…
Το ξεπέρασε λοιπόν και αυτό η Αφροδίτη και δέχτηκε ότι η λατρεμένη της μάνα θα έπρεπε, αν και όχι ακόμη αναρρωμένη, να επιστρέψει στην δουλειά κι εκείνη να φροντίζει το μικρό μωρό. Η Νεφέλη εργαζόταν ως καθαρίστρια στο σπίτι ενός οδοντιάτρου και ο Οδυσσέας ως οδηγός φορτηγού. Δεν κατάλαβε η μικρή γιατί έπρεπε να φύγει τόσο σύντομα η Νεφέλη από το σπίτι και ρωτούσε τους γονείς της διαρκώς.
Ποιος θα τη φρόντιζε εκείνη και κυρίως, ποιος θα φρόντιζε το μωρό που διαρκώς έκλαιγε και πεινούσε; Ρωτούσε συνέχεια, μέχρι το βράδυ εκείνο που άκουσε τον μπαμπά και την μαμά να φωνάζουν. Η μοναδική λέξη που συγκράτησε η Αφροδίτη με την δυνατή αντρική φωνή ήταν «χρωστάμε». Μετά ήρθαν οι γυναικείοι λυγμοί και τα αναφιλητά. Η μανούλα της έκλαιγε! Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο και δεν άρεσε της καθόλου. Άλλωστε, της το είχε υποσχεθεί η μαμά της ότι οι μανούλες δεν κλαίνε. Είναι πάντα χαμογελαστές, έτοιμες να παρηγορήσουν τα παιδιά τους κάθε στιγμή και να τα προστατέψουν από οποιονδήποτε προσπαθεί να τα βλάψει.
Οι μανούλες δεν κλαίνε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Μονάχα μοιράζουν φιλιά και χάδια. Δίνουν αγκαλιές ζεστές και λόγια τρυφερά. Τώρα αυτό άλλαξε και η Αφροδίτη αισθανόταν υπεύθυνη. Ίσως επειδή αρνιόταν να μείνει με τον αδελφό της; Δεν ήθελε ποτέ να κλαίει η μαμά της εξαιτίας της. Εκείνη έφταιγε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Την επόμενη μέρα θα τους ανακοίνωνε ότι δέχεται τον συμβιβασμό.
Θα έμενε με το μωρό τα απογεύματα και η μαμά ας πήγαινε στην δουλειά. Εντάξει, μπορεί να μην το φρόντιζε όπως η Νεφέλη, αλλά να τον αλλάξει και να τον ταΐσει μπορούσε. Εξάλλου, είχε μάθει τον τρόπο καλύτερα και από μάνα τόσες φορές που παρατηρούσε τη Νεφέλη να αλλάζει και να ταΐζει τον μπέμπη. Φρόντιζε ένα άλλο παιδί βλέπετε και η Αφροδίτη έπρεπε οπωσδήποτε να γνωρίζει τις κινήσεις που κάνει η μητέρα της για κάποιον άλλον, μη τυχόν και μοιάζουν με εκείνες που κάνει για την ίδια.
Έτσι και έγινε. Το πρωί μαθήτρια στην Τετάρτη Δημοτικού και το απόγευμα γκουβερνάντα του μικρού της αδερφού. Γκουβερνάντα ή μήπως μάνα; Τον σήκωνε με προσοχή μη τυχόν και της πέσει και κλάψει πάλι η μανούλα. Του κρατούσε το περίεργο κεφαλάκι που έμοιαζε με πορτοκάλι και το εναπόθετε με ευλάβεια στους παιδικούς της ώμους. Συνήθως στον δεξί, μα εκείνος πάντα γύριζε στον αριστερό. Λες και οι δυο καρδιές ήθελαν να ενωθούν και δεν τις άφηναν, λες και ήθελαν να διαπεράσουν τα κορμιά, να γίνουν ένα.
Μετά ακολουθούσε το τάισμα, προσεκτικά. Δεν ήθελε με τίποτα να τον πνίξει η Αφροδίτη. Αν και, μεταξύ μας, της είχε περάσει πολλές φορές από τον μυαλό να τον ταΐζει συνέχεια μέχρι που να μην παίρνει ανάσα, αλλά όχι! Τον ζήλευε πολύ, δεν το αρνήθηκε ποτέ. Ναι, ίσως στην αρχή να μην τον συμπαθούσε και να της έκλεβε τη δόξα ͘ αλλά αν πάθαινε κάτι τώρα, μήπως θα έκλαιγε πάλι η μανούλα; Όχι, όχι! Αυτό δεν το ήθελε η μικρή. Γι’ αυτό και θα τον φρόντιζε με όλες της τις δυνάμεις. Με όσες δυνάμεις έχει ένα δεκάχρονο παιδί να φροντίσει ένα μωρό.
Και έτσι πέρασαν οι μήνες και το μωρό ήταν ήδη 9 μηνών και ακόμη δεν είχε μπουσουλήσει. Μπήκε και ο Φεβρουάριος, το αγοράκι έγινε ενός έτους κι ακόμη δεν έδινε δείγματα κίνησης. Η διάγνωση ήρθε τους επόμενους μήνες και το μωρό δεν περπάτησε ποτέ. Οι γιατροί απέδωσαν την αναπηρία σε επιπλοκή κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ίσως η πολλή κούραση της μητέρας στη δουλειά, ίσως κάτι άλλο που δεν εντοπίσθηκε στις εξετάσεις… τίποτα το ξεκάθαρο. Το μόνο ξεκάθαρο ήταν ότι «δεν υπάρχει πιθανότητα χειρουργείου ή κάποιας βελτίωσης».
Από εκείνη την ημέρα και έπειτα, που η Αφροδίτη κράτησε για πρώτη φορά τον αδελφό της στην παιδική της αγκαλιά γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να περπατήσει ποτέ, από τότε (ήταν η ίδια ημέρα), καταράστηκε τον εαυτό της. Καταράστηκε όλες τις φορές που τον ζήλεψε, όλες τις στιγμές που σκέφτηκε να τον πνίξει ή να της πέσει κατά λάθος. Καταράστηκε όλα εκείνα τα μερόνυχτα που έκλαιγε γιατί θεωρούσε ότι της έκλεβε την δόξα. Εκείνη, την ίδια στιγμή, λάτρεψε το κορμάκι που έπλυνε και φίλησε χίλιες φορές. Προσκύνησε τα λατρεμένα βρεφικά χεράκια που έπαιξε μαζί τους μέρες και νύχτες και που στην αρχή της φαίνονταν τόσο περίεργα, τόσο αλλιώτικα. Τώρα έμοιαζαν τόσο οικεία, άγια, που δεν μπορούσε πια να φανταστεί άλλα χέρια. Μύρισε και χάιδεψε τα παιδικά μαλλιά, που μοσχοβολούσαν από την πρώτη στιγμή τριαντάφυλλα και γιασεμιά.
Τα μάτια που μέχρι πρότινος της φαίνονταν περίεργα, μεγάλωσαν και ομόρφυναν. Τώρα έμοιαζαν με τα ωραιότερα μάτια του κόσμου. Πλεόν μέσα τους έβλεπε τον κόσμο ολόκληρο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εκτόπισε την Αφροδίτη που όλοι γνώριζαν και έπλασε μια άλλη, καινούρια. Σκότωσε την Αφροδίτη που ζήλεψε έστω και για μια στιγμή την παιδική ψυχή και έπλασε έναν άγγελο, έναν φύλακα και αιώνιο προστάτη του. Εκείνο το απόγευμα, υποσχέθηκε στον εαυτό της πως τις δυο αυτές καρδιές δεν θα τις χωρίσει τίποτε ξανά. Έσφιξε στα αδύνατα μπράτσα της το παιδικό κορμάκι και του ορκίστηκε να τον προστατεύει και να τον φροντίζει πάντα. Του ψιθύρισε στο αυτί ότι θα χωρίσουν, μόνο όταν εκείνη έχει πεθάνει. Έτσι και έγινε. Τα δυο αδέλφια δε χώρισαν ποτέ, ή τουλάχιστον οι καρδιές τους δεν αποχωρίστηκαν ποτέ…
Οι γιατροί ήταν απόλυτοι και το μωρό δεν περπάτησε ποτέ. Σωματικά, γιατί νοητά είχε γυρίσει τον κόσμο ολόκληρο μέσα από τις ιστορίες που του αράδιαζε κάθε βράδυ η Αφροδίτη. Είχε επισκεφθεί πόλεις και χωριά, βουνά και λιμάνια. Είχε δει αμέτρητα ηλιοβασιλέματα και είχε περπατήσει χιλιόμετρα στις μεγάλες λεωφόρους των μεγαλουπόλεων. Είχε δει από κοντά τον ήλιο, του είχε μιλήσει και του ζήτησε μια ηλιαχτίδα. Είχε περπατήσει πάνω στα σύννεφα και πήδηξε από αυτά. Και όταν αργότερα η Αφροδίτη μάθαινε όλο και περισσότερα για τον κόσμο στο σχολείο, είχε ρίξει το κέρμα του στην Φοντάνα Ντι Τρέβι και είχε φωτογραφία στον αγαπημένο του Πύργο της Πίζας. Χανόταν στα γέλια κάθε φορά που η αδερφή του τού έλεγε πως στράβωσε επειδή «μια μέρα δυο γίγαντες τσακωνόταν στον ουρανό. Ο Κύκλωπας Πολύφημος, νευρίασε τόσο πολύ που, με μια του κίνηση έστειλε αγκαλιασμένους τους γίγαντες στην Γη. Οι δύο γίγαντες προσγειώθηκαν πάνω στον Πύργο της Πίζας και έκτοτε παρέμεινε στραβός».
Τέτοιες ιστορίες σκαρφιζόταν κάθε βράδυ η μεγάλη του αδερφή για να τον κάνει να ξεχαστεί. Να δει για μια ακόμη φορά το πανέμορφο χαμόγελό του, να ακούσει για ακόμη μια φορά το γάργαρο γέλιο του. Ήταν όμορφος πολύ ο Νικόλας. Είχε μαύρα μάτια, μεγάλα και γοητευτικά, που σε καθήλωναν να τα χαζεύεις. Κάθε του βλέμμα και φωτιά, κάθε του βλέφαρο και καρφί. Για χείλη είχε δυο είχε δύο κόκκινα τριαντάφυλλα, καλοσχηματισμένα και μεγάλα. Θαρρείς και κάθε φορά που τα έβλεπε άνθρωπος, ήθελε να σκύψει και να τα φιλήσει. Τα μαλλιά του μαύρα και λαμπερά, περιβάλλαν περίτεχνα το λευκό πρόσωπό του. Το κορμί του είχε ανδρωθεί από την εφηβεία ακόμη. Μόλις πάτησε τα δώδεκα, άρχισαν να σχηματίζονται τα καλλίγραμμα μπράτσα του και οι μεγάλοι αρρενωποί ώμοι. Οι φλέβες στα χέρια του, γοήτευαν όποια γυναίκα έκανε να τα κοιτάξει. Την μάγευαν αμέσως. Παρά την έλλειψη σωματικής κίνησης και την καθηλωμένη στο αναπηρικό αμαξίδιο ζωή, ο Νικόλας είχε «δεμένο» και γερό κορμί. Όση δύναμη του έλειπε από τα πόδια, περίσσευε στα χέρια του και ακόμη περισσότερο στην ψυχή του.
Έτσι, εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Μαΐου του 2003, η Αφροδίτη γνώρισε τον άνθρωπο που θα της άλλαζε για πάντα την ζωή. Επέστρεφε από την παραλία (την αγαπημένη της διαδρομή) για να οδηγηθεί στο σπίτι τους ̶ ένα δυάρι στην αρχή της Βασιλίσσης Όλγας. Το σπίτι μπορεί να ήταν παλιό και κανείς να μην ήθελε να ζει εκεί, ωστόσο η θέα του Θερμαϊκού σε έκανε να ξεχνάς το όποιο ελάττωμά του. Εκεί, στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη του έρωτα, η Αφροδίτη γνώρισε τον άνθρωπο που θα γιάτρευε την ψυχή της, τον άντρα που θα έσωζε το κορμί της και την ύπαρξη που θα κούμπωνε για πάντα πάνω στη δική της.