Με το πρόβλημα της ρύπανσης να γιγαντώνεται χρόνο με τον χρόνο, την ποσότητα του παραγόμενου πλαστικού για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών να αυξάνεται ραγδαία, οδηγώντας το ποσοστό που καταλήγει στη θάλασσα σε όλο και υψηλότερα επίπεδα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα μικροπλαστικά έχουν προστεθεί στη λίστα των περιβαλλοντικών απειλών. Ποιος είναι ο λόγος που υπάρχουν εξαρχής, και ποιές είναι οι επιπτώσεις;
Ως μικροπλαστικά μπορούμε να θεωρήσουμε ίνες ή θραύσματα πλαστικού κατασκευασμένες από πολυεστέρα, ακρυλικό κ.α. μικρότερα των 5 mm. Κάποια παράγονται σκόπιμα ώστε να χρησιμοποιηθούν βιομηχανικά, ενώ ένα δεύτερο ποσοστό προέρχεται από την διάσπαση των μεγαλύτερων πλαστικών. Έχουμε δηλαδή δύο πηγές ρύπανσης, η μία εν γνώσει μας, και η δεύτερη σαν απόρροια της γενικότερης μόλυνσης του περιβάλλοντος από πλαστικά.

Γιατί όμως να τα δημιουργούμε; Ο λόγος που κατασκευάζονται, αν και αποτελούν ένα εν δυνάμει σοβαρό πονοκέφαλο, είναι η ευρεία τους χρήση. Απορρυπαντικά, καλλυντικά, προστατευτικά σπρέι, φάρμακα είναι μόνο μερικά από τα προϊόντα που περιέχονται στη λίστα των μικροπλαστικών, που κατά τα άλλα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση μπορούμε να καταλάβουμε ότι υπάρχει μια οικονομική σφαίρα γύρω από αυτά, και όσοι αντιτίθενται σε μια πιθανή απαγόρευση τους έχουν αυτό ακριβώς το επιχείρημα. Οι χρήσεις τους είναι πολλές, και οι οικονομικές επιπτώσεις μιας απαγόρευσης ακόμη περισσότερες.
Παρόλα αυτά, η πλειοψηφία των επιστημόνων διαφωνεί. Υπάρχει μάλιστα η άποψη ότι οι εταιρίες που βασίζονται στα μικροπλαστικά, και χρησιμοποιούν σαν δικαιολογία την οικονομική τους δυσχέρεια αν εφαρμοστεί ο περιορισμός, υπήρχαν στην αγορά και πριν από την διάδοση της εφαρμογής μικροπλαστικών, χωρίς κανένα θέμα. Αυτήν την άποψη φαίνεται πως ενστερνίζεται και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφασίζοντας να στηρίξει την ECHA (European Chemicals Agency) στην πρότασή της για την απαγόρευση προσθήκης μικροπλαστικών σε διάφορα προϊόντα, η οποία ανακοινώθηκε στις 18/1/19 στο Ελσίνκι από τον εκπρόσωπο της ECHA Matti Vainio.

Βέβαια, λίγους μήνες πριν από αυτή την ανακοίνωση, υπήρξε μια ανησυχητική ανακάλυψη. Στις 23/08/18 ομάδα επιστημόνων από το Medical University of Vienna αποκάλυψε ότι εντόπισε ποσοστό μικροπλαστικών σε ανθρώπινα περιττώματα. Η έρευνα αυτή απέδειξε ότι μόρια του υλικού κατάφεραν μέσω της τροφικής αλυσίδας να φτάσουν στη διατροφή μας. Δεν ήταν το πρώτο καμπανάκι. Κινέζοι ερευνητές είχαν ανακαλύψει ποσότητα στο μαγειρικό αλάτι, ενώ είναι ήδη γνωστή η μεγάλη τους συγκέντρωση στα οστρακοειδή και σε άλλα θαλάσσια είδη, μιας και το μικρό τους μέγεθος επιτρέπει στους κατώτερους οργανισμούς την διήθηση και αποθήκευση των θραυσμάτων που καταλήγουν στον ωκεανό, προσβάλλοντας ταυτόχρονα και άλλα ψάρια, ανώτερων οικολογικών θέσεων, μέσω της τροφής.
Μετά από όλες αυτές τις ανακαλύψεις, θα έλεγε κάποιος πως οι δράσεις θα έπρεπε να είχαν ξεκινήσει καιρό πριν. Υφίσταται όμως ακόμα ένα εμπόδιο. Δεν γνωρίζουμε προς το παρόν με σιγουριά τις άμεσες συνέπειες των μικροπλαστικών στον άνθρωπο. Υπάρχουν συσχετισμοί που συνδέουν τα μικροπλαστικά με αυξήσεις σε ορισμένα είδη καρκίνου, μείωση της ευρωστίας του σπέρματος, ακόμη και αυτισμό, τίποτα όμως δεν μπορεί ακόμα να ειπωθεί με βεβαιότητα. Αν και η φροντίδα του περιβάλλοντος (μείζον θέμα για αρκετές χώρες) ήδη κινητοποιεί τις ευρωπαϊκές τουλάχιστον αρχές, είναι δύσκολο να ασκηθεί κάποιος μοχλός πίεσης, τουλάχιστον μέχρι την εφαρμογή μακροχρόνιων ερευνών.
Πηγές:
https://echa.europa.eu/el/hot-topics/microplastics
https://link.springer.com/chapter/10.1007/978-3-319-16510-3_9
https://www.eurekalert.org/pub_releases/2018-10/sh-mdi101518.php