Στην καθημερινή μας ζωή πολλές φορές συνηθίζουμε να λέμε ή να ακούμε λέξεις ή εκφράσεις με «λανθασμένο» τρόπο, τα επονομαζόμενα γλωσσικά λάθη.
Γλωσσικά λάθη θα μπορούσαν να οριστούν οποιεσδήποτε απόκλισεις από την νόρμα (την Κοινή Γλώσσα) την οποία μια κοινότητα έχει θέσει ως πρότυπη σύμφωνα με κάποιους κανόνες. Ωστόσο η σχέση του γλωσσικού λάθους με την νόρμα , την γλωσσική αλλαγή και τις ποικιλίες δημιουργεί πολλές φορές ερωτήματα και αμφιβολίες για το τι τελικά θεωρείται λάθος τι σωστό και ποιος τελικά το ορίζει.
Η άποψη ότι η νόρμα αποτελεί την μόνη ορθή γλωσσική μορφή, καθώς βασίζεται στο κύρος του κανόνα και την ισχύ του προτύπου μας κάνει να θεωρούμε ότι τα λεξικά και οι γραμματικές καταγράφουν την σωστή χρήση της γλώσσας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούμε απόλυτες στάσεις, κοινωνικά, απέναντι σε άτομα τα οποία δεν κάνουν χρήση της επίσημης γλώσσας και πολλές φορές γίνονται λανθασμένες ενέργειες «καθαρισμού».
Από γλωσσολογικής πλευράς, σύμφωνα με τον Μ. Σετάτο, υπάρχει μία διάσταση ανάμεσα στην «ζωντανή» πλευρά της γλώσσας που χρησιμοποιούν τα άτομα μίας κοινότητας στον καθημερινό τους λόγο και στην στατική εικόνα που προβάλλουν τα γλωσσικά εγχειρίδια. Από αυτήν την άποψη, πολλές από τις εκφορές οι οποίες χρησιμοποιούνται καθημερινά δεν συμβαδίζουν με την παραπάνω εικόνα των γλωσσικών εγχειριδίων, θεωρούνται λάθη.
Το γλωσσικό λάθος, λοιπόν, να επισημανθεί, ότι περικλείεται κυρίως στο πλαίσιο της γλωσσικής διδασκαλίας, καθώς ο εκπαιδευτικός ο οποίος καλείται να διδάξει την νόρμα, η οποία είναι σημαντικός παράγοντας κοινωνικής συνοχής, οφείλει να διορθώσει οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτήν.
Ένας τρόπος, λοιπόν, να εξετάσουμε τα γλωσσικά λάθη είναι να τα ακολουθήσουμε κατηγοριοποιώντας τα βασιζόμενοι στα επίπεδα ανάλυσης της γλώσσας μας (φωνολογία-φωνητική, μορφολογία, σημασιολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο).
Παρακάτω παρατίθενται μερικά επιλεκτικά παραδείγματα από τα συχνότερα λάθη που γίνονται στην Νέα Ελληνική σε καθημερινή χρήση.
- το στιλό ή το στυλό;
Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό stylοgraphe και αυτό με τη σειρά του από το λατινικό stilus, που αποδίδει το αρχαίο στύλος (= όργανο γραφής) και το ελληνικό γράφω. Αν και είναι συχνή η γραφή με υ, εφόσον στα νέα ελληνικά ήρθε από τα γαλλικά, γράφεται όπως προφέρεται, δηλαδή με ι, μιας και ο κανόνας της νεοελληνικής γλώσσας λέει πως όσες λέξεις προέρχονται από ξένες γλώσσες γράφονται με τον πιο απλό τρόπο γραφής (στην συγκεκριμένη περίπτωση με -ι και όχι με -υ).
- ότι ή ό,τι;
Και οι δύο λέξεις είναι σωστές ανάλογα με το εννοιολογικό περικείμενο στο οποίο θα τις εισάγουμε. Γι’αυτό πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή όταν τις τοποθετούμε στον γραπτό λόγο. Και οι δύο προήλθαν από το ουδέτερο της αναφορικής αντωνυμίας αντωνυμίας ὅστις, ἥτις, ὅ,τι. Ωστόσο το «ότι» χρησιμοποιείται ως ειδικός ή αιτιολογικός σύνδεσμος ενώ το «ό,τι» εισάγει αναφορικές προτάσεις και έχει την έννοια του «οτιδήποτε». π.χ a. Θα τα καταφέρω ό,τι και να γίνει! (∼Θα τα καταφέρω οτιδήποτε και να γίνει) ενώ b. Ξέρω ότι θα με υποστηρίξεις.
- στις μία ή στη μία;
Το «μία» εφόσον είναι Ενικού αριθμού θα πρέπει το άρθρο του να συμφωνεί σε πρόσωπο και αριθμό με αυτό που αναφέρεται. Επομένως το σωστό είναι το «στη μία» και όχι «στις μία».
- κατ’αρχήν ή κατ’αρχάς;
Η διαφορά των δύο εκφράσεων ξεκινά από τη διαφορά μεταξύ δύο από τις σημασίες της λέξης «αρχή». Το «κατ’αρχήν» αφορά την ουσία, τη βασική αρχή ενός πράγματος, ως προς το κύριο και βασικό μέρος, σύμφωνα με τον κανόνα-αρχή π.χ. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατ’αρχήν. Αντίθετα το «κατ’αρχάς» ως αντίστοιχη της αρχαίας αρχαίας φράσης κατ΄ ἀρχάς σημαίνει «στην αρχή» ∼ «αρχικά» ∼ «πρώτα» π.χ. Κατ’αρχάς θα ήθελα να απευθυνθώ στους συναδέλφους μου.
- η ψήφος ή ο ψήφος;
Η λέξη «ψήφος» προέρχεται από τη αρχαία λέξη «ψῆφος» που σήμαινε «μικτή πέτρα, βότσαλο, χαλίκι». Στην αρχαία Ελλάδα οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν μικρές πέτρες, τις οποίες έριχναν σε αγγεία. Στο τέλος γινόταν η καταμέτρηση τους και με αυτό δήλωναν την προτίμηση τους. Εφόσον, λοιπόν, η λέξη αυτή είναι θηλυκού γένους το σωστό είναι «η ψήφος» και όχι «ο ψήφος» που συχνά χρησιμοποιείται.
- παρεπιπτόντως ή παρεμπιπτόντως;
Η σωστή εδώ είναι το «παρεμπιπτόντως» το οποίο προέρχεται από τη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρεμπίπτω (παρά + εν + πίπτω) και σημαίνει «κατά τρόπο που παρεμβάλλεται στο κύριο θέμα, στην κύρια δραστηριότητα κάποιου, παρενθετικά, συμπτωματικά ή τυχαία». π.χ. Να σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι ήταν τυχαίο.
- Υπέρ του δέοντος ή υπέρ το δέον;
Το υπέρ, όταν δηλώνει «υπέρβαση» ή «υπερβολή», συντάσσεται με αιτιατική, ενώ με γενική δηλώνει «υπεράσπιση». Οι ομιλητές παρασύρονται στη λανθασμένη χρήση από την (ορθή) φράση «πέρα τού δέοντος», που έχει την ίδια σημασία με το «υπέρ το δέον». Υπό αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται εσφαλμένα η φράση «υπέρ τού δέοντος» αντί τής ορθής «υπέρ το δέον» για να δηλώσουμε την έννοια της υπερβολής σε κάτι. π.χ. Η δασκάλα ήταν πάντα υπέρ το δέον καλή με τους μαθητές της.
- του επικεφαλή ή του επικεφαλής;
H λέξη «επικεφαλής» ή «επί κεφαλής» αποτελεί επιρρηματική άκλιτη λέξη, αποτελούμενη από περίφραση («περιφραστική λέξη»). Αυτό σημαίνει ότι δεν κλίνεται, ανεξάρτητα από τον όρο που προσδιορίζει. Η λανθασμένη χρήση του «του επικεφαλής» οφείλεται στην ομοιότητά του με επίθετα (π.χ. συνεπής) Αρά η σωστή χρήση του θα πρέπει να είναι «του επικεφαλής» και όχι «του επικεφαλή» ή «του επικεφαλούς» κ.α.
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα γλωσσικά λάθη αποτελούν δείγμα γλωσσικής αλλαγής και φυσικά δεν καταστρέφεται η γλώσσα από αυτά. Το μεγαλύτερο μέρος των γλωσσικών μορφών που αποτελούν σε μια περίοδο τη νόρμα, ξεκίνησαν ως γλωσσικά λάθη. Η υπερδιόρθωση τους θεωρείται μία ακραία στάση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να διορθώνονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από ένα ερμηνευτικό πνεύμα.
Πηγές:
Μπαμπινιώτης Γ. (2011). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ιστορία των Λέξεων. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Χριστίδης Φ.Α., Θεοδωροπούλου Μ. [Επιμ] (2001). Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη