Το Δεσποτικό είναι νησίδα των Κυκλάδων νήσων, και βρίσκεται νοτιοδυτικά της Αντιπάρου. Σήμερα πρόκειται για ένα ακατοίκητο νησί με πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα και θαυμάσιες παραλίες, ενώ εξαιρετική είναι και η πανίδα του νησιού με την χαρακτηριστική κυκλαδίτικη του βλάστηση. Αν και σήμερα μιλάμε για ένα ακατοίκητο νησί, αυτό δε σημαίνει ότι ήταν πάντα έτσι. Αντιθέτως, φαίνεται ότι, κατά τους προϊστορικούς και αρχαίους χρόνους, η ανθρώπινη παρουσία στο νησί ήταν έντονη.
Το Δεσποτικό, με το σημαντικό του πλεονέκτημα ότι βρίσκεται σε κεντρική θέση στις Κυκλάδες αλλά και σε συνδυασμό με τον μεγάλο όρμο ανάμεσα σε αυτό και την Αντίπαρο, παρείχε ασφάλεια, ώστε να αγκυροβολήσουν τα πλοία. Κάτι τέτοιο φυσικά δε θα μπορούσε να μείνει εκτός του χάρτη των εμπορικών δρόμων, δε θα μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτο. Η φήμη και η ισχύς που απέκτησε το νησί- τόσο η Πάρος όσο και το Δεσποτικό- εξαιτίας του ιερού του, συν την εμπορική του δραστηριότητα που φαίνεται να συσσωρεύεται εκεί, έδωσαν εξαιρετική δυναμική για οικονομική άνθηση στην περιοχή, το ρόλο του σ’ αυτό- και καθόλου μικρός δεν ήταν- έπαιξε και το γεγονός ότι έχουμε τις εξαγωγές του φημισμένου Παριανού μαρμάρου (λυχνίτη).
Κάθε χρόνο έρχονται στο φως νέα ευρήματα τα οποία ενισχύουν και επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ένα μεγάλο και ισχυρό ιερό είχε δημιουργηθεί εκεί. Στο Δεσποτικό, βρίσκουμε τα απομεινάρια αυτού του πλούσιου αρχαϊκού ιερού, το οποίο έχτισαν οι κάτοικοι της αρχαίας Πάρου, ένα έξω-αστικό ιερό, με διαχειριστές τους κατοίκους της Πάρου. Απώτερος σκοπός αυτού, πέρα από τη λατρεία ήταν η ενίσχυση της παρουσίας τους, η εδραίωση της κυριαρχίας του στο Αιγαίο, σε απάντηση και σε αντιδιαστολή με το ιερό της Δήλου δημιουργημένο από τους Αθηναίους. Μία τέτοια κίνηση βέβαια, δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τους «ανταγωνιστές».
Ήδη από τον 19ο αιώνα, έχουμε ανασκαφικές απόπειρες στο νησί, με αξιόλογα ευρήματα, σε δύο θέσεις του νησιού. Συγκεκριμένα στο Λιβάδι και στα Ζουμπάρια. Σε αυτές τις θέσεις ανεσκάφησαν δύο πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία με κιβωτιόσχημους τάφους, οι οποίοι έφεραν διάφορα κτερίσματα (κοσμήματα, ειδώλια κ.α). Συγκεκριμένα, κατά την τελευταία δεκαετία και ειδικότερα στο δεύτερο μισό της, ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας διενήργησε ανασκαφική έρευνα στο Δεσποτικό. Αργότερα και ο Ν. Ζαφειρόπουλος. Το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ήταν να βρεθούν, από τη μία περισσότεροι από 50 πρωτοκυκλαδικοί τάφοι αλλά και μέρη ενός δωρικού ναού, χρονολογούμενου περί το 500 π.Χ.
Η συνολικότερη ακμή του Δεσποτικού τοποθετείται χρονικά στον 6ο αιώνα π.Χ, ωστόσο δεν είναι λίγα και μικρότερης σημασίας αντικείμενα τα οποία έχουν βρεθεί και ανάγονται σε πρωιμότερα χρόνια και πιο συγκεκριμένα στους γεωμετρικούς χρόνους.
Η συστηματική ανασκαφή 20 χρόνων, έχει φέρει στο φως μέχρι σήμερα πάνω από 20 κτίρια, τα οποία τοποθετούνται εντός ενός χρονικού διαστήματος από τους γεωμετρικούς έως και τους κλασικούς χρόνους. Υψηλή θέση στην μεταφυσική αντίληψη των ανθρώπων στην ευρύτερη εκείνη περιοχή φαίνεται να είχε ο θεός Απόλλωνας -παράλληλα είναι πιθανόν να λατρευόταν και η αδελφή του Άρτεμις- ιδίως κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή, ενώ στη συνέχεια-και στην κλασική περίοδο- η κυριαρχία πρέπει να πέρασε στη θεά Εστία της οποίας η «παρουσία», ταυτίζεται με το επίθετο «Ισθμία».
Εντυπωσιακό είναι το αρχαϊκό τέμενος που βρίσκεται στο νησί, στη θέση Μάντρα, στη βορειοανατολική χερσόνησο του νησιού, του οποίου η συνολικότερη «σύνθεση» είχε ως εξής: τρία βασικά κτίρια, τρεις πύλες και τρεις στοές, ενώ υπήρχε και περίβολος. Βρίσκουμε, επίσης, κτιριακά κατάλοιπα από τους γεωμετρικούς χρόνους μαζί με μία σημαντική ποσότητα κεραμικών. Βοηθητικά κτίρια νότια του τεμένους, καθώς κι άλλα εννέα κτίρια έχουν βρεθεί στην πιο πιθανή διαδρομή που θα ακολουθούσαν οι πιστοί από το λιμάνι του Δεσποτικού προς το ιερό. Παράλληλα, στη νησίδα Τσιμηντήρι, έχουν βρεθεί άλλα πέντε κτίρια. Κατά τα ευρήματα, διαπιστώνουμε ότι τολεγόμενο κτίριο Α είχε την προεξέχουσα θέση στην λατρευτική λειτουργία, το οποίο ταυτίζεται με τον ίδιο το ναό αλλά και το εστιατόριο του ιερού. Στο κέντρο παράλληλα βρισκόταν ένας μεγάλος μαρμάρινος ημικυκλικός βωμός και μπροστά από τον ναό υπήρχε η εσχάρα της Εστίας Ισθμίας.
Ο πυρήνας του ιερού, δεν ήταν άλλος από το Τέμενος, το οποίο προστατευόταν από έναν κτιστό περίβολο και αποτελούταν από τα λεγόμενα Κτίρια Α, όπου τοποθετείται ο ναός και το εστιατόριο, και το κτίριο Δ, καθώς κι άλλες τρεις στοές. Η ανέγερση όλων αυτών των μερών του ιερού, δεν ήταν ταυτόχρονη μα εξελίχθηκαν σε ένα διάστημα από τα μέσα του 6 αιώνα π.Χ. μέχρι και το 490 π.Χ. περίπου όπου ανακατασκευάστηκε η πρόσοψη του ναού, με την προσθήκη μαρμάρινης κιονοστοιχίας. Όσον αφορά το σημαντικότατο Κτίριο Α, το οποίο τυχαίνει να είναι και το καλύτερα σωζόμενο, βλέπουμε στη κάτοψη να διαιρείται -συμβατικά- σε δύο μέρη. Στο βόρειο τμήμα αυτού έχει δοθεί η ιδιότητα του κυρίως λατρευτικού χώρου του ιερού, ενώ το νότιο τμήμα έχει ταυτιστεί με αυτό του εστιατορίου που λάμβαναν χώρα τελετουργικά γεύματα.
Σε συνέντευξη του ο κ. Κουράγιος (διευθυντής της ανασκαφής και αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων) στην Καθημερινή, είχε υποστηρίξει πως ο χώρος σχετιζόταν με θυσίες. «Απόδειξη είναι η εσχάρα και τα τμήματα από τις βάσεις των αγγείων που βρέθηκαν κοντά. Πρόκειται για 33 ενεπίγραφα όστρακα στα οποία είναι χαραγμένα τα αρχικά ΑΠ του Απόλλωνα». Μέχρι το καλοκαίρι του 2015 είχαν βρεθεί από κινητά ευρήματα τα ακόλουθα, όπως πληροφορούμαστε από την Καθημερινή. «Στην ανασκαφή, όπου είχαμε ως σήμερα 65 τμήματα αρχαϊκών Κούρων, έξι κεφαλές Κούρων και 25 βάσεις, βρέθηκαν φέτος θραύσμα από την κνήμη ποδιού αρχαϊκού Κούρου και τρία θραύσματα κάτω άκρων. Επίσης, τμήμα μιας ιδιαίτερης μαρμάρινης αρχαϊκής βάσης αγάλματος με την πλίνθο της, η οποία φέρει την επιγραφή (Α)ΝΕΘΗ (ΚΕ), ακέραιο πήλινο ακροκέραμο, θραύσματα ερυθρόμορφου κρατήρα με παράσταση του θεού Διονύσου, περισσότερα από 20 μελαμβαφή λυχνάρια, 33 ενεπίγραφα θραύσματα σκύφων και κυλίκων με το όνομα του Απόλλωνα (Α, ΑΠ, ΑΠΟΛ), θραύσματα μηλιακών-παριανών αγγείων και μελανόμορφων αγγείων αττικής προέλευσης (τέλη 6ου αι. π.Χ.), πήλινη αρχαϊκή λεκάνη με περίτεχνες λαβές, χάλκινα αντικείμενα κ.ά».
Την επιβεβαίωση-για ακόμη μία φορά-της μεγάλης φήμης του ιερού μας δίνουν τα εξακόσια πενήντα περίπου αντικείμενα που έχουν βρεθεί, διαφορετικής προέλευσης, από κυκλαδική και κορινθιακή, μέχρι ιωνικής, κυπριακής μα και αιγυπτιακής, τα οποία βρέθηκαν κάτω από τις πλάκες του δαπέδου.
Το εντυπωσιακό όμως, δεν είναι μόνο ο τόπος προέλευσης τους αλλά και το είδος, και η υλική τους ποικιλία, αντικείμενα τα οποία είχαν προσφερθεί στο ναό και θάφτηκαν αργότερα για την προστασία τους. Πιο ειδικά τα αντικείμενα που βρέθηκαν είναι: Από την Αίγυπτο εισαγόμενα ή μιμητικής τεχνοτροπίας με αυτή της Αιγύπτου αντικείμενα, από κάποιο άλλο εργαστήριο, με χαρακτηριστικό να είναι ένα εύρημα ενός περίαπτου από φαγιεντιανή μορφοποιημένο να αναπαριστά ένα γεράκι, αποδίδοντας έτσι τον θεό Ώρο, περίαπτο το οποίο επιφόρτιζαν με αποτροπαϊκές ιδιότητες. Επίσης βρέθηκαν μερικά χρυσά αντικείμενα, δύο σφαιρικές χάντρες, ένας πηνιόσχημος κύλινδρος από κάποιο περιδέραιο καθώς και μία ροδιόσχημη κεφαλή περόνης. Ιδιαίτερο ακόμη ένα κομματιασμένο αυγό στρουθοκαμήλου που εντοπίστηκε, ένα εύρημα το οποίο κατά τον 7 -6 αιώνα π.Χ. βρίσκεται σε αρκετά ιερά του Αιγαιακού χώρου.
Ακόμα την σημασία τους έχουν τα μεταλλικά αντικείμενα που ήρθαν στο φως, ένας μεγάλος αριθμός μεταλλικών αντικειμένων από χαλκό μέχρι μόλυβδο. Διαφορετικά ως προς τη χρήση τους αντικείμενα, κάνοντας μας να μιλάμε για αγροτικά εργαλεία όπως δρεπάνια, αλλά και ξίφη και λόγχες. Βρέθηκαν επίσης, πόρπες της υστερογεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου, μα και ένα σπάνιο χάλκινο πτηνό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τα κινητά ευρήματα έχουν τα μαρμάρινα αγάλματα που βρέθηκαν στο ιερό, ειδικά τα αναθήματα στον θεό Απόλλωνα. Τμήματα από περισσότερα από 80 αρχαϊκά γλυπτά έχουν βρεθεί όπως και μαρμάρινες βάσεις αυτών.
Σημαντικότερο ίσως είναι ένα μέρος ενός δαιδαλικής τέχνης, ειδωλίου γυναικείας μορφής, η επονομαζόμενη «Πιπίνα», δοσμένο όνομα από τους αρχαιολόγους εκεί, μιας και είναι ένα από τα πιο κοινά ονόματα στο νησί της Αντιπάρου. Εντοπίστηκε κι αυτή μαζί με τα υπόλοιπα ευρήματα του δωματίου Α1, σώζεται μόνο το πάνω μέρος του κορμού της μέχρι και πάνω από την κεφαλή. Το συνολικό της ύψος ανέρχεται στα 0,25 μ. και χρονολογείται περί το 675-650 π.Χ. έργο καλλιτέχνη από την Πάρο κατά πάσα πιθανότητα. Εντυπωσιάζει με την συμβατική μάλλον αλλά σημαντική δε ζωντάνια της -δοσμένη ζωγραφικά- εντός των καλλιτεχνικών πλαισίων οπού ανήκει φυσικά. Από το κάτω μέρος του ειδωλίου, δε σώζεται τμήμα του όμως οι επικρατέστερες υποθέσεις θέλουν να ήταν κι αυτό κυλινδρικό.
Στην κεφαλή αρχικά θεωρήθηκε πως έφερε πόλο (ιερατικό καπέλο) αλλά η Δρ. Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, η οποία ανήκει στην επιστημονική ομάδα της ανασκαφής έχει εισηγηθεί πως αυτό που φέρει στην κεφαλή η επονομαζόμενη «Πιπίνα» δεν είναι πόλος. Το ειδώλιο αυτό λοιπόν, το οποίο στην εισήγηση της αναγνωρίζεται ως ένα στήριγμα για κάποιου είδους αγγείο που εξυπηρετούσε μία συγκεκριμένη λειτουργία στο πλαίσιο των πρώτων τελετουργικών δραστηριοτήτων που έλαβαν χώρα στο ιερό, η «Πιπίνα», θα μπορούσε να συγκριθεί με αντίστοιχες κεραμικές μορφές που βρέθηκαν στο Κεραμεικό της Αθήνας, και ήταν κεραμικά θυμιατήρια. Οι μορφές αυτές που βρέθηκαν σε αυτή την περιοχή της Αθήνας έχουν τριγωνικό πρόσωπο, μακριά μύτη και «δηκτικό» πηγούνι, σαν και το ειδώλιο του Δεσποτικού. Το ειδώλιο για το οποίο μιλάμε, τελικώς δε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι φορεί πόλο, καθώς κι άλλα παραδείγματα όπως ένα χάλκινο ειδώλιο που χρονολογείται στα μέσα του 7 αιώνα έφερε στην κεφαλή ένα αντίστοιχο είδος δακτυλίου αλλά δεν ήταν κι αυτή τη φορά παρά η στήριξη του θυμιατηρίου που βρισκόταν στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Περνώντας τώρα στο Νότιο συγκρότημα βρέθηκε ένα τετράγωνο κτίριο, το οποίο πρέπει να είχε την χρηστική λειτουργία του λουτρού, μέρος για την προετοιμασία των πιστών, για τον “εξαγνισμό” τους πριν την είσοδο στο ιερό τέμενος. Από τη Δυτική πλευρά του λουτρού εντοπίζονται συνολικά έντεκα στον αριθμό δωμάτια, της κλασικής περιόδου, στα οποία βρέθηκαν σε εντοιχισμένη μορφή τρεις αρχαϊκοί κούροι. Οι ανάγκες της νήσου και του ιερού συγκεκριμένα καλύπτονταν από δύο κτιστά πηγάδια. Το Ανατολικό συγκρότημα είναι, ακόμη, υπό έρευνα κι έχει μία έκταση 300 τ.μ. Τα δάπεδα των δωματίων είναι πλακόστρωτα, ενώ διάφορες κατασκευές σε αυτά προορίζονταν για τελετουργική χρήση.
Σε μία πιο πρόσφατη συνέντευξη του ο κ. Κουράγιος είχε δηλώσει: «Η ολοκλήρωσή της (ανασκαφής-αναστήλωσης) είναι επιτακτική και για την προστασία του μνημείου αλλά και για διδακτικούς σκοπούς, αφού πρόκειται για ένα από τα καλύτερα σωζόμενα αρχαϊκά ιερά στις Κυκλάδες». Και συνεχίζει λέγοντας: «Η αναστήλωση ξεκινάει στις 17 Σεπτεμβρίου, πάντα με ιδιωτικές χορηγίες. Στο πλαίσιό της προβλέπεται στα δυο επιστύλια του ναού να σηκωθεί άλλος ένας κίονας του εστιατορίου και από πίσω το αντίθημα. Επίσης, θα τοποθετηθούν άλλοι τρεις σπόνδυλοι από τους κίονες του ναού στους κατώτερους σπονδύλους, αφού συμπληρωθούν από νέο υλικό. Την ίδια στιγμή ξεκινάμε την τρίτη σειρά μαρμάρινων δομών της πρόσοψης του ναού, δηλαδή των δύο δωματίων Α1 και Α2 εκατέρωθεν των θυρών, όπως και την ολοκλήρωση του βόρειου τοίχου του ναού από νέους και αρχαίους μαρμάρινους δόμους. Τέλος, θα πραγματοποιηθεί η οριστική τοποθέτηση του κατωφλιού του δωματίου Α3 του εστιατορίου, ώστε να αρχίσουμε την τοποθέτηση δομών μαρμάρινων των προσόψεων του εστιατορίου».
Στο αρχαϊκό ιερό του Δεσποτικού έρχονται κάθε χρόνο θαυμάσια ευρήματα, τα οποία δημιουργούν δεσμεύσεις, δεσμεύσεις πως αυτό το μέρος με αυτά τα εξαιρετικά ευρήματα δε θα περάσουν ξανά στην αφάνεια αλλά θα παραμείνουν στην πολιτισμική επικαιρότητα. Άλλωστε, η ανάδειξη αυτού του χώρου που έχει επιβιώσει μέσα στο χρόνο και σ’ αυτό το βαθμό, με τις εργασίες της επιστημονικής ομάδας μόνο καλό μπορεί να φέρει. Μέχρι και πέρυσι υπολογιζόταν πως ο χώρος θα ήταν επισκέψιμος μέσα στην επόμενη διετία. Φέτος στις 5/6 ξεκίνησαν οι αναστηλωτικές εργασίες στο Ιερό του Απόλλωνα, ενώ οι ανασκαφές στο γειτονικό νησάκι Τσιμηντήρι το οποίο ήταν ενωμένο κατά την αρχαιότητα με το Δεσποτικό θα ξεκινήσουν στις 20/6.
Με το κλείσιμο του άρθρου ειδικές ευχαριστίες για την παροχή βοήθειας και υλικού, θα ήθελα να δώσω στην Δρ. Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου.
Ηλεκτρονικές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο:
«Δεσποτικό Κυκλάδων: Το ιερό με τους ανεξάντλητους αρχαιολογικούς θησαυρούς», ανακτήθηκε από www.lifo.gr
«Δεσποτικό, το νησί που ερήμωσαν οι Αθηναίοι επειδή οι κάτοικοι της Πάρου ανέγειραν μεγάλο ναό του Απόλλωνα που ανταγωνιζόταν την Δήλο. Σπουδαία ευρήματα …», ανακτήθηκε από www.mixanitouxronou.gr
«Δεσποτικό, το μεγαλύτερο ιερό μετά τη Δήλο», ανακτήθηκε από www.kathimerini.gr
el.wikipedia.org
«Ανασκαφές με… αντισηπτικό», ανακτήθηκε από www.kathimerini.gr
Βιβλιογραφία:
- Δεσποτικό: Ταξίδι στο χρόνο, 20 χρόνια ερευνών στο ιερό του Απόλλωνα του Γιάννου Κουράγιου
- Cycladic Archaeology and Research, New approaches and discoveries, edited by Erica Angliker, John Tully/ Κεφάλαιο: “The ‘Lady
of Despotiko’ reconsidered: Cult image or cult utensil?” της Αλεξάνδρας ΑλεξανδρίδουKourayos, Y. 2009. Δεσποτικό, Το Ιερό του Απόλλωνα - Κουράγιος Γ. 2004β. Πάρος-Αντίπαρος. Ιστορία, Μνημεία, Μουσεία. Αρχαιολογικός Οδηγός, Αθήνα.
- Κουράγιος Γ. 2004γ. «Δεσποτικό. Η ανακάλυψη ενός Νέου ιερού», στο Σταμπολίδης Ν.Χρ.Γιαννικούρη Α. (επιμ.), Πρακτικά
Διεθνούς - Κουράγιος Γ. 2005α. «Νέο ιερό του Απόλλωνααποκαλύπτεται στο Δεσποτικό, ακατοίκητη νησίδα της Αντιπάρου», Corpus 68, 18-
25. - Κουράγιος Γ. 2005β. «Δεσποτικό. Ένα νέο Ιερό του Απόλλωνα», ΑΑΑ τομ.35-38 (2002-2005), 37-88.
- Κουράγιος Γ. 2006. «Η ανασκαφική δραστηριότητα του 2005 στο Ιερό του Απόλλωνα στην θέση Μάντρα της νησίδας του Δεσποτικού», στο Σταμπολίδης Ν. (επιμ). Γενέθλιο (τόμος προς τιμή της Ντόλλης Γουλανδρή), Αθήνα, 147-158.
- Κουράγιος Γ. 2008α «Δεσποτικό. Το νησί του Απόλλωνα», στο Κατσωνοπούλου Ντ. et.al. Πάρος ΙΙ. O Αρχίλοχος και η Εποχή του,
Πρακτικά Συνεδρίου, Παροικιά 7-10 Οκτωβρίου 2005, Αθήνα, 383-407. - Κουράγιος Γ. 2011. «Τα γλυπτά από το ιερό του Απόλλωνα στη θέση Μάντρα Δεσποτικού και νέα γλυπτά από την Πάρο», στο
Κοκκόρου-Αλευρά Γ. και W.-D. Niemeier (επιμ), Νέα ευρήματα αρχαικής γλυπτικής από ελληνικά ιερά και νεκροπόλεις, 2-3/11/07
Διεθνές Συμπόσιο, Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, ATHENAIA 3, 101-132.