
Η κλασική εποχή (490/480-336 π.Χ.) αν μη τι άλλο ταυτίστηκε με την ακμή της τέχνης. Η αρχαϊκή εποχή είχε ήδη παραδώσει τις φόρμες, τις οποίες θα απέρριπταν, αφού βέβαια πρώτα επηρεάζονταν από αυτές. Στην κλασική εποχή λοιπόν, δημιουργήθηκαν τα πρότυπα της ομορφιάς, του περιβόητου κάλλους, του ιδανικού, το οποίο, αφού θα χανόταν μετά από αρκετούς αιώνες, θα επανερχόταν τελικώς για να καθορίσει το ιδανικό της ομορφιάς, της αρμονίας στο δυτικό πολιτισμό. Αυτό το πρότυπο για το οποίο γενικολογώ μέχρι εδώ, εκφράστηκε στον ύψιστο βαθμό του μέσω της πλαστικής τέχνης, για την οποία θα μιλήσουμε σήμερα.
Ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα και από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ βλέπουμε έργα, όπως ο Αριστόδικος, να φανερώνουν την μόνιμη πλέον μεταβολή των αρχών της πλαστικής της αρχαϊκής περιόδου, με λίγα λόγια είχε φτάσει στα όρια της. Οι κανόνες της έχριζαν άμεσης ανανέωσης, αν δεν ήθελαν να παρακμάσει η συνολικότερη τέχνη με άψυχα, κακέκτυπα των προηγούμενων χρόνων. Ο “χρυσός αιώνας” λοιπόν, ο 5ος αιώνας ήταν ο αιώνας, κατά τον οποίο οι Αθηναίοι νίκησαν στους Περσικούς Πολέμους αλλά νικήθηκαν από τους Σπαρτιάτες κατά τους Πελοποννησιακούς. Αν και σήμερα θα μιλήσουμε όπως προανέφερα για την πλαστική, η ακμή του υλικού πολιτισμού σε αυτή την περίοδο μπορεί να εντοπιστεί τόσο στα ιερά, στην αρχιτεκτονική, την ζωγραφική και στην αγγειογραφία.

Στο διάστημα 480-450 π.Χ συναντάμε τον λεγόμενο “αυστηρό ρυθμό” στην ελληνική γλυπτική, έναν χαρακτήρα αυτής της περιόδου στην απόδοση των μορφών, με κύρια στοιχεία την εσωστρέφεια και την σοβαρότητα. Εκτός αυτών, βλέπουμε την σταδιακή απόρριψη των αρχαϊκών συμβάσεων π.χ. μετωπικότητα ή αρχαϊκό μειδίαμα, ειδικά για το αρχαϊκό μειδίαμα το οποίο ήταν ένα χαρακτηριστικό που προσέδιδε ζωντάνια και αντικαθίσταται με μία βαρυθυμία στην έκφραση, μία εσωστρέφεια. Η μετωπικότητα θεωρείται πλέον ξεπερασμένη, όχι γιατί δεν εκφράζει τους καλλιτέχνες, μα γιατί η καλλιτεχνική τους δεινότητα έχει αναβαθμιστεί σημαντικά και μπορούν πλέον να ξεπεράσουν την σύμβαση των παλιότερων εξαιτίας έλλειψης τεχνογνωσίας. Παράλληλα έχουμε ένα νέο χαρακτηριστικό που αποδίδεται με τον όρο “contrapposto” ή “χιασμός”, δηλαδή η αντίστιξη των μελών του σώματος έτσι ώστε να αντιπαραθέτει μια σταθερή και μια χαλαρή πλευρά του σώματος με αποτέλεσμα την αίσθηση της δυνατότητας κίνησης.

Το αρχαιότερο σωζόμενο έργο γλυπτικής του αυστηρού ρυθμού είναι ο “Παίς του Κριτίου“, το όνομα του αγάλματος αποδίδεται έτσι εξαιτίας της ομοιότητας των χαρακτηριστικών του προσώπου με το άγαλμα του Αρμόδιου, του ενός εκ των δύο αγαλμάτων των Τυραννοκτόνων. Θεωρητικά θα μπορούσε κοινός τους παρανομαστής να είναι ο Κριτίας, ο ένας εκ των δύο γλυπτών των Τυραννοκτόνων. Το άγαλμα του γυμνού αυτού εφήβου έχει ύψος 1.67 μ., ενώ αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της πρώιμης κλασικής τέχνης. Συνδυάζει με αρτιότητα την κίνηση, την πλαστικότητα και την σοβαρότητα του προσώπου. Οι σωματικές αναλογίες μας κάνουν να εικάζουμε ότι πρόκειται για έναν νέο στην αρχή της εφηβείας του.
Παρατηρούμε εδώ την κεκλιμένη λεκάνη και τους σχεδόν ίσιους, οριζόντιους ώμους. Το πόδι στο οποίο στέκεται είναι το αριστερό, κάτι το οποίο γίνεται εύκολα διακριτό. Με αυτή τη στάση ανασηκώνει το γοφό εκείνης της μεριάς, οι ώμοι δεν είναι ολοκληρωτικά οριζόντιοι και η δεξιά πλευρά του σώματος προβάλλεται ελαφρώς προς τα εμπρός, μέρος της συνολικότερης κίνησης του δεξιού χεριού το οποίο πιθανολογείται ότι κρατούσε κάποια φιάλη για προσφορά. Το παιδί του Κριτία έχει αποδοθεί σε μετωπική στάση κι έχει άκρως επιμελημένη κόμμωση, με βόστρυχους τυλιγμένους γύρω από στεφάνι στο μέτωπο, ενώ έχει και δύο διασταυρωμένες πλεξίδες στον αυχένα. Συνολικά το κεφάλι είναι ελαφρώς στραμμένο προς τα δεξιά, τα μάτια απουσιάζουν, μιας και ήταν ένθετα από άλλο υλικό και δεν βρέθηκαν. Ο χιασμός που αναφέραμε παραπάνω εντοπίζεται για πρώτη φορά σε αυτό το άγαλμα, γεγονός που του δίνει μία εσωτερική ενέργεια και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την μετάβαση και σε αθλητικές αναπαραστάσεις στην κλασική εποχή.

“Ο Παίς του Κριτίος”
Εκτός φυσικά από την επεξεργασία του μαρμάρου υπήρχε και η λεγόμενη χαλκοπλαστική, η οποία είχε ως αρχή του όλου εγχειρήματος την τεχνική του “χαμένου κεριού” η οποία τελειοποιήθηκε. Όμως, η δυστυχία είναι ότι λίγα τέτοια γλυπτά επιβίωσαν μέχρι της μέρες μας, όχι κυρίως λόγω της φυσικής διάβρωσης αλλά του ανθρώπινου παράγοντα. Ο χαλκός αποτελεί μέχρι και τις μέρες μας ένα πολύ σημαντικό υλικό, έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που έργα χάλκινα λιώνονταν για την εκμετάλλευση του μεταλλεύματος για κάποια άλλη χρήση, ειδικά μετά την επικράτηση του χριστιανισμού κάτι τέτοιο ήταν ακόμα πιο συχνό.
Ένα από τα καλύτερα δείγματα της χαλκοπλαστικής είναι ο γνωστός στους περισσότερους ηνίοχος από το ιερό των Δελφών. Ο ηνίοχος στέκεται πάνω σε ένα άρμα το οποίο κινούνταν από άλογα. Τα άλογα δεν έχουν σωθεί ολόκληρα παρά κομμάτια τους. Η επιβίωση αυτού του αγάλματος οφείλεται στο γεγονός ότι το ανάθημα από το οποίο προέρχεται ο ηνίοχος καταστράφηκε στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ από σεισμό κι έτσι θάφτηκε μαζί με τα ερείπια.
Ο ηνίοχος είναι ένα έργο με αυστηρή δόμηση, με ιδιαίτερη προσοχή στη λεπτομέρεια και στην συνολικότερη απόδοση του σώματος κάτι που φαίνεται από τα μαλλιά ή ακόμα και τα άκρα των ποδιών. Η στάση του σώματος του διαφέρει σημαντικά από αυτή των κούρων, βλέπουμε μάλλον μία στάση πιο κοντά στο παιδί του Κριτία, με το βάρος του σώματος να πέφτει κυρίως στο αριστερό μέρος, ενώ ολόκληρος ο κορμός να έχει μία διάθεση να στρίψει προς τα δεξιά. Πρόκειται για ένα τέχνασμα, ώστε να δίνεται τελικώς η εντύπωση της κίνησης.

Θα ήθελα τέλος να παρουσιάσω ένα ακόμα χάλκινο άγαλμα, εξαιρετικής ποιότητας, το οποίο εγείρει ερωτήματα για την ταυτότητα αυτού που απεικονίζει. Έχει ονομαστεί βέβαια συμβατικά “Ο Θεός του Αρτεμισίου”. Πρόκειται για απεικόνιση του Θεού Ποσειδώνα ή Δία, μιας και το αντικείμενο το οποίο πιθανώς να μας αποκάλυπτε την ταυτότητα του δεν βρέθηκε.
Το άγαλμα βρέθηκε στην θάλασσα έξω από το Αρτεμίσιο της Εύβοιας, στο σημείο που βρέθηκε είχε ναυαγήσει κάποιο πλοίο κάπου στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Η ιδιότητα του πλοίου ήταν μάλλον εμπορική, εικάζεται ότι έφερε εμπόριο έργων με τελικό προορισμό την Ιταλία.
Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται, αυτή η έκταση των ποδιών και των χεριών, δε θα μπορούσε φυσικά να πραγματοποιηθεί με κάποιο άλλο υλικό όπως το μάρμαρο μιας και το βάρος του δε θα το επέτρεπε, κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει με το χαλκό δίνοντας μας αυτό το εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ο “Θεός του Αρτεμισίου” φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, και οι διαστάσεις του είναι 2,09 μέτρα όσον αφορά το ύψος και η έκταση των χεριών φτάνει τα 2,10 μέτρα, το άγαλμα χρονολογείται περί το 460-450 π.Χ.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:
Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία 1200-30 π.Χ., Δημήτρης Πλάντζος, εκδ. ΚΑΠΟΝ
el.wikipedia.org
en.wikipedia.org
“Παιδί του Κριτίου (αρ. 698), Μουσείο της Ακρόπολης”. Ανακτήθηκε από www.archaiologia.gr
“Κλασική περίοδος-Η γλυπτική της κλασικής εποχής – 5ος και 4ος αιώνας π.Χ. (αίθουσες 15-28 και 34)”. Ανακτήθηκε από www.namuseum.gr