Τραγούδια που συγκινούν, τραγουδιούνται, φέρνουν μνήμες. Τραγούδια με ιδιαίτερες ιστορίες πίσω από τους στίχους και τον ήχο τους. Σήμερα θα παρουσιάσουμε τις ιστορίες μερικών τραγουδιών που δεν σταμάτησαν να σιγοτραγουδιούνται. Από το ερωτικό “Ζητάτε να σας πω” του Αττίκ μέχρι τον πρίγκιπα της Ανατολής “Κεμάλ του Χατζιδάκι και Γκάτσου. Ας δούμε όμως τις ιστορίες αυτών των τραγουδιών κι ας αφήσουμε να μιλήσουν εκείνες.
Ζητάτε να σας πω (Αττίκ)
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε είδα μάτια
με σκίζετε κομμάτια
Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει
Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις
Στο γλέντι σας αυτό
δε θα’ τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι
Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια
Γιατί βαρυγκωμείς
δεν είδαμε και μεις
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες
Και μες στη συντροφιά
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά
που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι
Ο Κλέων Τριανταφύλλου ή κατά κόσμον Αττίκ ήταν ο κύριος εκφραστής του ελληνικού ρομαντικού τραγουδιού, μεσουράνησε την περίοδο του Μεσοπολέμου συστήνοντας με την “μάνδρα” του ένα νέο είδος διασκέδασης στους Αθηναίους. Το 1930 ανοίγει τη μάνδρα, την περιβόητη “μάνδρα του Αττίκ”. Η ιστορία του τραγουδιού λοιπόν θέλει τον Αττίκ να κάθεται στο πιάνο κάνοντας το πρόγραμμα του, τότε ήταν που μπήκε στο μαγαζί η πρώην γυναίκα του Μαρίκα Φιλιππίδου με το νέο της σύζυγο Σταμάτη Μερκούρη, μετέπειτα πατέρα της Μελίνας. Η Μαρίκα Φιλιππίδου υπήρξε ο μεγάλος έρωτας του Αττίκ για την οποία είχε γράψει και τραγούδια, ήταν η μούσα του. Ένα από αυτά ήταν κι ένα βαλς με τίτλο “Είδα μάτια”. Όταν λοιπόν το κοινό αντιλήφθηκε την παρουσία της Φιλιππίδου άρχισε να φωνάζει στον Αττίκ “Είδα μάτια”, το τραγούδι που είχε γράψει για εκείνη. Εκείνος φεύγει πηγαίνοντας στα παρασκήνια γράφοντας ένα νέο τραγούδι σε μόλις 10 λεπτά και γυρνάει ξανά στη σκηνή, τότε κανένας δε μιλούσε. Κάθισε στο πιάνο και ξεκίνησε να παίζει το “Ζητάτε να σας πω”, μία απάντηση τόσο στο κοινό του όσο και στην Μαρίκα Φιλιππίδου. Λέγεται ότι τελειώνοντας το τραγούδι η Μαρίκα Φιλιππίδου έφυγε από τη μάνδρα κλαίγοντας ενώ το κοινό χειροκροτούσε τον καλλιτέχνη όπως λίγες φορές. Η Δανάη Στρατηγοπούλου, συνεργάτης του Αττίκ δεν ήταν τότε εκεί και δε μπόρεσε ποτέ να το επιβεβαιώσει, εκείνη θεωρεί πως ήταν όλο αυτό ένας μύθος που έχει κάποια βάση αλλά στόμα σε στόμα η αλήθεια κάπως άλλαξε, κι αυτό γιατί εκείνη δε πίστευε πως ο Αττίκ θα παρουσίαζε ένα τραγούδι τόσο γρήγορα μιας και ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος παίδευε για καιρό κάθε στίχο του.
Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν…
Το 1970 ο Χατζιδάκις βρίσκεται στην Αμερική. Ξεκινάει μία συνεργασία με το rock συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble το οποίο ήταν και το πρώτο που τραγούδησε το τραγούδι “Κεμάλ” του Μάνου Χατζιδάκι σε συνεργασία με τον Μαρκ Σνόου. Έμπνευση για αυτό το τραγούδι ήταν η γνωριμία του Χατζιδάκι με ένα παιδί τον Κεμάλ, ο ίδιος είχε πει «Στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τι μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα. Είχε φύγει απ΄ τον τόπο του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ΄ στην Αμερική. Του το είπα. Χαμογέλασε. -Δέχεστε να σας ξεναγήσω; Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος. Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον έκανα τραγούδι, μουσική. Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του Έρολ Φλυν του ΄35. Η Πελοπόννησος (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ΄ τον Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά. Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά είναι εκείνο το «Καληνύχτα Κεμάλ». Είτε πρίγκιπας άραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι επιθυμίες. Κατά πως πρέπει σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό μωαμεθανό- όπως θα έλεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής ο Καβάφης.» Το τραγούδι σε ελληνικούς στίχους ακούστηκε για πρώτη φορά το 1982 σε συναυλία της Μαρίας Φαραντούρη και του Βασίλη Λέκκα στο Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Η μεγάλη απήχηση του όμως ήρθε το 1990 όταν ο Χατζιδάκις επανακυκλοφόρησε το δίσκο “Reflections” με τον τίτλο “Αντικατοπτρισμοί” στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν το τραγούδι “Κεμάλ”.
Ρόζα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
και συ μου λες μας περιμένει μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό
μα τα κελιά μας είναι χωριστά
σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά
σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
φωνή εντόμου τώρα ειν’ η φωνή μου
φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί
πώς σ’ έχει αλλάξει έτσι ο καιρός
περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα
και γω μέσ’ στην ομίχλη και τη μπόρα
κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί
Ο Θάνος Μικρούτσικος στην αυτοβιογραφία του «Ο Θάνος και ο Μικρούτσικος», επιμελημένη από τον στιχουργό Οδυσσέα Ιωάννου λέει τα εξής για την ώρα που η “Ρόζα” έφτασε στη στιγμή της ηχογράφησης: «Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1996. Η «Ρόζα» μας παίδεψε πολύ στο στούντιο. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τον τρόπο που θα έπαιζαν τα τύμπανα. Ήμασταν έξι ώρες και προσπαθούσαμε να βρούμε κάτι που θα με ικανοποιούσε. Ντράμερ ήταν ο σπουδαίος μουσικός Νίκος Καπηλίδης. Δεν ήθελα τα τυπικά χτυπήματα του ζεϊμπέκικου. Κάποια στιγμή ζητάω από τον Καπηλίδη να βγάλει το πουκάμισό του! «Σοβαρολογείτε;» με ρωτάει. «Απολύτως» του απαντάω. Βγάζει το πουκάμισο και ζητάω αν υπάρχει στο στούντιο καμιά προβιά για να φορέσει! Προβιά βέβαια δεν βρήκαμε, αλλά λέω στον Καπηλίδη να σκεφτεί ότι είναι ένας Βίκινγκ και να παίξει το κομμάτι όπως θα έπαιζε το ζεϊμπέκικο ένας Βίκινγκ. Τα κατάφερε απόλυτα», θυμάται ο Μικρούτσικος, ενώ αποκαλύπτει πως ο Μητροπάνος δεν μπορούσε επί δύο εβδομάδες να τραγουδήσει λόγω… τρακ.Ποια ήταν όμως η Ρόζα; Ο Άλκης Αλκαίος δεν αποκάλυψε ποτέ την ταυτότητα της ούτε επιβεβαίωσε αν μιλούσε για την επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Θάνος Μικρούτσικος είπε σε συνέντευξη του στην Αυγή: «Δε θέλησε ποτέ, μα ποτέ, όσες φορές και αν τον ρώτησα να μου πει, αλλά προσωπικά είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι ναι, είναι! Κάποιο πολύ κοντινό του πρόσωπο μου είχε πει ότι κάποτε υπήρχε στην ζωή του μία Ρόζα αλλά για εμένα αναμφίβολα το τραγούδι έχει γραφτεί για την Λούξεμπουργκ. Το αποδεικνύει νομίζω και ο συγκλονιστικός στίχος «πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία / πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή» ο οποίος συνοψίζει την συγκυρία καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην ελληνική γλώσσα»
Ο Γιάννης ο φονιάς
κι ενός μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή
επέρασ’ απ’ το σπίτι
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά
και βγήκε από τη σάλα
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη
«Ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ», χαρακτηρίζει ο Μάνος Ελευθερίου το τραγούδι. Η έμπνευση για αυτό το τραγούδι δεν είναι σίγουρη όμως υπάρχουν 3 θεωρίες.
Η πρώτη υποστηρίζει πως σε κάποιο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950, λίγο μετά τον εμφύλιο ένα παιδί ο Γιάννης, 15 χρονών σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της.
Η δεύτερη και πιο πιθανή ιστορία στην πρώτη της εκδοχή την οποία διηγήθηκε ο Γιουργομέγγουλης, φίλος του Λοΐζου, και ο ίδιος αναφέρει ότι αυτά του τα είπε ο Γκάτσος λέει ότι ο Γιάννης ο φονιάς, τελικώς δε σκότωσε κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας 4 παιδιών που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί πήρε την ευθύνη του φονικού πάνω του για να μην μείνει ορφανή η οικογένεια του αδελφού του.
Τώρα, η άλλη ιστορία έρχεται από τον Γιώργο Μητρόπουλο, ο οποίος όταν ήταν φοιτητής της νομικής δούλευε στο καφέ Φλόκας όπου σύχναζε τόσο ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις κι άλλοι άνθρωποι του πνεύματος, ο Μητρόπουλος ήταν υπεύθυνος για το τραπέζι του Γκάτσου και της παρέας του. Μέσα σε κάποιο διάστημα γνωρίστηκαν και ανέπτυξαν φιλία, ο Γκάτσος ρωτούσε τον Μητρόπουλο για μύθους και ιστορίες του τόπου του και τότε του είπε την ιστορία του Γιάννη με το Φροσί. Η ιστορία λοιπόν διαδραματίστηκε το 1960 στην Αρκαδία, οι χαρακτήρες βέβαια σε αυτή την εκδοχή δεν είχαν τα ονόματα που τους έδωσε ο ποιητής αλλά θα χρησιμοποιηθούν αυτά χάριν ευκολίας.
Ο Γιάννης είχε κλέψει την γυναίκα του από έρωτα, Ο Γιάννης ήταν μουσικός ενώ είχαν 7 παιδιά, 6 αγόρια και ένα κορίτσι, το Φροσί η οποία δούλευε στην Αθήνα ως υπηρέτρια από τα 16 της. Ο Γιάννης μετά από κάποιο γλέντι που είχε πάει να παίξει με τα όργανα του γύρισε σπίτι του και ανακάλυψε πως ο στενότερος φίλος του και βιολιστής στο σχήμα που είχε, διατηρούσε σχέση με τη γυναίκα του. Μέσα στην οργή του σκότωσε τη γυναίκα του και μάνα της Φρόσως. Το έγκλημα έγινε Αύγουστο και η δίκη έγινε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου στη Πάτρα. Ο Γιάννης τελικά αθωώνεται με το “εν βρασμώ ψυχής” ενώ η είδηση αυτή στο χωριό έφερε χαρά μιας και ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος καθάρισε από πάνω του την προσβολή. Όλοι τον υποδέχτηκαν στη σάλα του σπιτιού ενώ ήρθε από την Αθήνα και το Φροσί. Το Φροσί μη μπορώντας να δεχτεί το χαμό της μητέρας της αυτοκτόνησε τα 18 της.
Το παπάκι
Έχω ένα παπάκι να μου κάνει πα
να μου κάνει πα, πα, πα
Και ένα κουνελάκι που όλο μου κουνάει
που όλο μου κουνάει τ’ αφτιά
Και δε μου καίγεται καρφί
αν εσύ περνάς και δε μου ξαναμιλάς
Ίσως να ξανάρθεις όταν θα έχω πια
όταν, θα έχω πια χαθεί
κι ή θα μ’ έχουν θάψει ή θα έχω μα
ή θα έχω μαραθεί
Και ας μη σου καίγεται καρφί
Και ας συνήθισες και ας συνήθισες και εσύ
Στην πραγματικότητα “το παπάκι” ήταν ένα νανούρισμα του Άσιμου για την κόρη του στο υπόγειο της οδού Αραχώβης στον αριθμό 41, που αργότερα το τραγούδησε η Αλεξίου μαζί με τον ίδιο τον Άσιμο σε μία ιδιαίτερη στιγμή όπως θα δούμε παρακάτω. Στο βιβλίο του Γιώργου Ι. Αλλαμανή Δίχως καβάτζα καμιά – Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου (εκδόσεις Νέα Σύνορα, 2000) αναφέρει για αυτή τη στιγμή της ηχογράφησης: Μπίκος (σ.σ. ο ενορχηστρωτής του δίσκου του Άσιμου) και Αλεξίου έκαναν πρόβα – μία κιθάρα, μία φωνή. Ο ηχολήπτης Γιάννης Παπαϊωάννου, καθ’ υπόδειξη του Μπενέτου, ηχογραφούσε διακριτικά. Στη μέση της πρόβας, σηκώθηκε ο Άσιμος, άνοιξε μόνος του την πόρτα του στούντιο και μπήκε μέσα. Πήρε ένα ζευγάρι ακουστικά, προσπάθησε να τα συνδέσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Οπότε περιφερόταν πίσω από την Αλεξίου. (από συνέντευξη με τον Ηλία Μπενέτο 10 Απριλίου του 1998) – Στα ακουστικά όμως της Αλεξίου ο ήχος από την κιθάρα του Μπίκου είχε μια μικρή διαφορά απ’ ότι άκουγε ο Νικόλας. Κλάσματα δευτερολέπτου, αλλά χρόνος υπαρκτός. – Όταν λοιπόν έφτασε το δεύτερο μέρος του τραγουδιού, ακούγοντας την κιθάρα απ’ έξω, άρχισε εκείνος να τραγουδάει όπως γούσταρε μαζί της. – Δεν πλησίασε καθόλου στο ίδιο μικρόφωνο. Φαντάσου την Αλεξίου να απέχει από το μικρόφωνο 20 – 30 εκατοστά, να μεσολαβεί το σώμα της και ακόμη πιο πίσω, ή στο πλάι της, τον Άσιμο. – Στο δεύτερο μέρος του τραγουδιού η φωνή του αλλού υπάρχει και αλλού δεν υπάρχει. Αυτό κρατήθηκε στο δίσκο. – Να μη σου πω ότι κάποια στιγμή ο Άσιμος ήτανε και ψιλοβουρκωμένος…Είχε ”κρυφτεί” πίσω της. Τραγουδούσε για πάρτη του αυτό που άκουγε εκείνη τη στιγμή…Αυτό που τον φόρτιζε, αυτό που τον δονούσε… – Συγκινήθηκε και η Χαρούλα. Και φαίνεται, είναι λυγμική. Ούτε γύρισε πίσω της να δει που είναι ο Νικόλας, τι κάνει. Μπήκε κι εκείνη σε αυτό που συνέβαινε. – Γιατί συνέβαινε κάτι ακαριαίο και μαγικό… Πράγματι, ενώ το Παπάκι διαρκεί 3 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα, ο Άσιμος αρχίζει να τραγουδάει μόλις 1 λεπτό και 17 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος. Μετά ο Θανάσης Μπίκος πρόσθεσε σε κάποια από αυτές τις ηχογραφημένες πρόβες μόνο μια δεύτερη κιθάρα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα διαμάντι από κοφτερά συναισθήματα αγάπης και θανάτου, δουλεμένο με λέξεις απλές.
Αύγουστος
με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με ‘πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
Πηγές:
- Θάνος Μικρούτσικος: Η άγνωστη ιστορία της “Ρόζας” και 9 τραγούδια που άφησαν εποχή ανακτήθηκε από www.news247.gr
- «Ρόζα»: Η απίστευτη ιστορία του ξεχασμένου τραγουδιού του Θάνου Μικρούτσικου ανακτήθηκε από www.tanea.gr
- Ποιος ήταν ο Κεμάλ που έγινε τραγούδι από τον Χατζιδάκι και πυροδότησε την «κόντρα» με τον Ρασούλη. «Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ» έλεγε ο συνθέτης. «Μπορεί να αλλάξει, θέλει σωστοί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς» απαντούσε ο στιχουργός… ανακτήθηκε από www.mixanitouxronou.gr
- “Ο Γιάννης ο φονιάς” – Η άγνωστη ιστορία του Ηλείου πρωταγωνιστή του γνωστού τραγουδιού ανακτήθηκε από www.ilialive.gr
- «Ο Γιάννης ο φονιάς» δεν σκότωσε ποτέ κανέναν ανακτήθηκε από www.ogdoo.gr
- Ιστορίες πίσω από μεγάλα τραγούδια: Το Παπάκι του Νικόλα Άσιμου ανακτήθηκε από lifo.gr
- Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του τραγουδιού ‘Αύγουστος’, όπως την μοιράστηκε ο Νίκος Παπάζογλου ανακτήθηκε από lifo.gr
- el.wikipedia.org