Προσφάτως το “Black Friday” εφαρμόστηκε για δεύτερη φορά στην ιστορία της ελληνικής αγοράς. Όπως και πέρυσι, ο κόσμος ξεχύθηκε και πλημμύρισε τους δρόμους των μαγαζιών με σκοπό να αξιοποιήσει αυτό το νέο είδος εκπτώσεων. Φέτος το “πάρτι” των καταναλωτών και των εμπόρων δεν έφτασε να διαρκέσει το 24ωρο της Παρασκευής 24 Νοεμβρίου, αλλά σε πολλές περιπτώσεις καταστημάτων παρατάθηκε έως και τo Σαββατοκύριακο.
Η ιδέα του “Black Friday“, προερχόμενη από τις ΗΠΑ, προκειμένου φέτος να εφαρμοστεί, προσαρμόστηκε στα δεδομένα και τις θελήσεις της εγχώριας αγοράς. Η θέληση και η αισχροκέρδια των Ελλήνων εμπόρων να εξαντλήσουν την επιθυμητή ποσότητα εμπορεύματος οδήγησε στην εκμετάλλευση του φαινομένου. Η “μαύρη παρασκευή” στράφηκε σε “μαύρο σαββατοκύριακο” πολύ γρήγορα. Πέρυσι την εφαρμόσαμε για πρώτη φορά μιμούμενοι την αμερικανική Friday και φέτος διευρύνουμε τη διάρκεια της. Η ελληνική αγορά, μάλιστα, σκοπεύει να αφήσει το δικό της στίγμα στο θεσμό. Όχι μόνο επιθυμεί να “μαυρίσει”, εκτός από την Παρασκευή, το Σαββατοκύριακο και ίσως την υπόλοιπη εβδομάδα, αλλά σκοπεύει να δώσει επισήμως την αντίστοιχη ονομασία γι αυτό. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) Β. Κορκίδης σημειώνει πως «Από του χρόνου το πιο πιθανό είναι να την αποκαλούμε Greek black week (ελληνική μαύρη εβδομάδα)».
Το εμπορικό κόλπο “black Friday”, όποτε κι αν εφαρμόζεται, όπως και τα υπόλοιπα είδη εκπτώσεων (εποχιακές εκπτώσεις, δεκαήμερα προσφορών κτλ), αντιπροσωπεύει την κοροϊδία και την εκμετάλλευση του Έλληνα αγοραστή και της οικονομικής του αδυναμίας. Αποτελεί εφεύρεση & τέχνασμα του κερδοφόρου καπιταλιστικού συστήματος το οποίο αποσκοπεί στο να κρατά όσο το δυνατό πιο ενεργή γίνεται την καταναλωτική του δραστηριότητα.
Οι έμποροι, οι (μεγαλο)εταιρείες και οι όμιλοι των καταστημάτων συμμετέχουν στο black Friday σκεπτόμενοι τόσο να πείσουν το λαϊκό καταναλωτικό κοινό να αγοράσει, όσο και να βγουν μόνο εκείνοι κερδισμένοι από τις προσφορές τους. Κάνουν τον οικονομικά πιεσμένο καταναλωτή να πιστέψει ότι ήρθε η ευκαιρία του να αγοράσει κάτι οικονομικό και προσιτό. Οι προσφορές τους είναι είτε ανύπαρκτες και “απατεωνικές”, τύπου στο δεύτερο προϊόν ισχύει η έκπτωση ή αφορούν μόνο “συγκεκριμένους κωδικούς” (π.χ. προϊόντα που ξέμειναν), είτε πολύ μικρές και δεν αξίζει να ονομάζονται “εκπτώσεις”. Ουσιαστικά, ανεβάζουν και κατεβάζουν τις “προσφορές” όποτε θέλουν και κατ’ επιλογή ενεργοποιούν ή ησυχάζουν το αγοραστικό κοινό εκμεταλλευόμενοι την οικονομική του αδυναμία. Παράλληλα, η επίσημη ονομασία των ημερών του “black Friday” δίνεται τόσο σκόπιμα όσο οργανώνονται και οι εκπτώσεις του. Θα μπορούσε κάλλιστα να δοθεί μία απλή ονομασία, όπως “ημέρα” ή “τριήμερο προσφορών”, όμως αυτή θα αντιμαχόταν την ιδιαιτερότητα και τη διαφοροποίηση του από τις κοινές εκπτώσεις.
Παρά το γεγονός ότι το “black Friday” δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο και ξεχωριστό από τις απλές εκπτώσεις, κατά τη διάρκεια του βλέπουμε τον άνθρωπο-αγοραστή να συμπεριφερέται στα καταστήματα σαν ένα αδηφάγο αρπακτικό. Βλέπουμε έναν αγοραστή που ανταγωνίζεται τους γύρω του σε δύο μέτωπα⋅ από τη μία στο κυνήγι των προσφορών μιας και σπεύδει να προλάβει την έκπτωση από τα χέρια των άλλων κι αφετέρου μάχεται για θέματα προτεραιότητας στις τεράστιες σειρές αναμονής στα ταμεία, στα δοκιμαστήρια ρούχων, ακόμα και στην αναμονή για το απλό αντίκρισμα των προϊόντων. Πέραν του ότι, ως αποτέλεσμα, έρχεται πολλές φορές σε διαμάχη με τους υπόλοιπους αγοραστές γύρω του, στη λύσσα και τη μανία του να αγοράσει την προσφορά, παρασέρνει και κακομεταχειρίζεται ό,τι βρεθεί στο διάβα του (από σκουντήγματα στο δρόμο έως κακομεταχείριση των προϊόντων που δεν τον ενδιαφέρουν). Γενικώς, η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα του προϊόντος ως κριτήρια για την αγορά του υποχωρούν μπροστά στην προσφορά και τον υπολογισμό του κέρδους απ’ αυτήν. Η αγωνία για την κατοχύρωση του κέρδους και της φαινομενικής ευκαιρίας για έκπτωση γεννά τον πανικό, τη δίψα και την απόγνωση να προλάβει και τον οδηγεί να συμπεριφέρεται κανιβαλιστικά.
Ορδές καταναλωτών αφήνουν στο πέρασμά τους ένα ρημαγμένο χώρο: υφασμάτινα κουβάρια, τσαλαπατημένα αντικείμενα κι ένα ταμείο γεμάτο. Εξουθενωμένοι οι υπάλληλοι εργάζονται υπερωρίες προσπαθώντας να τακτοποιήσουν τα ερείπια των αρπακτικών και να ικανοποιήσουν τα μεγάλα αρπακτικά, παίρνοντας όμως έναν μισθό μιας απλής & καθημερινής εργάσιμης ημέρας. Με το πέρασμα των ορδών και το κατέβασμα των ρολών, η εικόνα στο κατάστημα είναι πραγματικά “μπλακ”.
Ο Έλληνας, αυτός που διεκδικεί το κοινωνικό του μέρισμα, που νιώθει στερημένος κι αδικημένος, αυτός που δεν έχει φύγει ακόμα στο εξωτερικό, προσφάτως έκανε κατάθεση.. στα Public, στο Πλαίσιο, στα Zara. Έβγαλε απ’ το λειψό του πορτοφόλι λίγα ευρώ και πλήρωσε εκπτωτικά, αλλά πολύ ακριβά. Πλήρωσε με την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του.. Γιατί πώς αλλιώς το λένε αυτό που χάνουμε όταν οι άλλοι καθορίζουν τις ανάγκες και τις θελήσεις μας;
Ελεύθερη βούληση σε τιμή ευκαιρίας!