Πώς συνδέονται τα μουσεία με τη Νευροεπιστήμη; Ποια είναι και πώς έχουν μεταβληθεί συν τω χρόνω τα αίτια της συλλεκτικής πρακτικής; Η απάντηση κρύβεται στις προσεκτικά οργανωμένες προθήκες των σύγχρονων δεξαμενών Τέχνης και Πολιτισμού. Τυχαία συνάθροιση αντικειμένων ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας ή προέκταση ενός ανικανοποίητου «εγώ» που προσδιορίζεται βάσει των όσων κατέχει; Οι κλάδοι της Νευροεπιστήμης και της Ψυχανάλυσης χαρακτηρίζουν τις συλλογές ως εγγενές πεδίο ορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.
Εκκινώντας από το 1600 και την περίοδο της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, ο άνθρωπος εμφάνισε την τάση συλλογής αντικειμένων που προερχόταν κατά κύριο λόγο από το χώρο της γεωλογίας, της φυσικής ιστορίας, της ιατρικής ή ακόμα και των εικαστικών τεχνών. Αυτού του είδους η πρωτόλεια μορφή του σύγχρονου μουσείου αποδίδεται με τον όρο “cabinet of curiosities”.
Ο αναγεννησιακός άνθρωπος ενσκήπτει στη συλλεκτική πρακτική με τρόπο μη συστηματικό και άναρχα δομημένο. Η φιλομάθεια και η τάση εξερεύνησης (άμεσα συναρτώμενη με την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου) ενός ατόμου που διαπνέεται την περίοδο αυτή από τις αρχές του Ουμανισμού, συνιστούν ένα μόνο τμήμα της εξίσωσης που οδηγεί στη συγκρότηση των πρώτων μουσείων. Οι συλλογές ήταν στενά συνδεδεμένες με τα ιστορικά – ιδεολογικά συμφραζόμενα της περιόδου. Οι Κάμαρες Θαυμάτων, όπως ονομάστηκαν εναλλακτικά (στα γερμανικά ο όρος αποδίδεται ως Wunderkammern), αντανακλούν βάσει ψυχαναλυτικών ερευνών, την ανάγκη του ατόμου για αποδοχή, κοινωνική ανάδειξη και προσωπική αναζήτηση.
Ο άνθρωπος συνιστά ένα σύνθετο και δυσερμήνευτο ον, το οποίο παρουσιάζει την τάση να μεταπλάθει το χρόνο από κάτι άυλο και αφηρημένο σε κάτι υλικό και προσωπικά ορισμένο βάσει των όσων δημιουργεί και αποκτά. Εξατομικεύει το περιβάλλον μες στο οποίο ζει και αναπτύσσεται, ενώ ταυτόχρονα αντικειμενοποιεί τον ίδιο του τον εαυτό. Από την Αναγέννηση μέχρι και σήμερα όπου το κατεξοχήν σημείο αναφοράς θεωρείται η ιδιοκτησία, το άτομο προσδιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά βάση των όσων κατέχει.
Είμαι ό,τι έχω! Αναπτύσσεται η αίσθηση ενός «εγώ» υπό την ιδιότητα του κατόχου/ιδιοκτήτη. Σ’ αυτό το δίπολο ανάμεσα στο αντικείμενο και το άτομο, η Νευροεπιστήμη έρχεται να εντοπίσει μία αμφίδρομη σχέση μέσω της οποίας θα αναζητήσει τα βαθύτερα αίτια της συλλεκτικής πρακτικής. Πού τελειώνει ο ένας και πού ξεκινά ο άλλος; Τα όρια που καθορίζουν αυτή τη συνάρτηση είναι δυσδιάκριτα και ευμετάβλητα. Από ένα σημείο κι έπειτα το αντικείμενο αποτελεί προέκταση της ταυτότητας του υποκειμένου (άτομο).
Η ανάγκη για ιδιοκτησία μεταφράζεται θεωρητικά σε επιθυμία βασισμένη σε προσωπικά και αισθητικά κριτήρια. Η επιθυμία με τη σειρά της μεταφράζεται πρακτικά σε συλλογή (collection) και συγκέντρωση (gathering up) όλων όσων τέρπουν το άτομο υπό το πρίσμα ενός κανονιστικού πλαισίου που προϋποθέτει την κατάλληλη ταξινόμηση, οργάνωση και ανάδειξη αυτών. Από τις Κάμαρες Θαυμάτων μεταφερόμαστε στα σύγχρονα μουσεία. Χώροι υψηλής αισθητικής, σχεδιασμένοι βάσει επισταμένης αρχιτεκτονικής και μουσειολογικής έρευνας όπου οι συλλογές παρουσιάζονται με ιδιαίτερη επιμέλεια και εκζήτηση. Η τοποθέτηση των εκθεμάτων (τμήμα μιας συλλογής = μέρος του όλου) δε συνιστά αποτέλεσμα μιας τυχαίας πράξης.
Οι συλλογές συγκροτούν τις ταυτότητες των σύγχρονων μουσείων και πέριξ αυτών δημιουργούνται δίκτυα που συχνά επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ χωρών ή ακόμα και ολόκληρων εθνών. Οι συλλογές αποτελούν χωρίς υπερβολή ένα πολυδιάστατο “όπλο” στην υπηρεσία του εκάστοτε πολιτιστικού φορέα, ιδρύματος, μουσείου. Ο τρόπος με τον οποίον μια συλλογή αντανακλά έννοιες όπως αυτές της επιβολής, της ανωτερότητας, της κυριαρχίας, της προβολής, της ματαιοδοξίας φανερώνουν τη δύναμη που κρύβεται πίσω από τη φαινομενικά απλή και αθώα συγκέντρωση ομοειδών (ή και όχι) αντικειμένων. Οι συλλογές συνιστούν καθρέφτη των επιδιώξεων του σύγχρονου μουσείου. Ενδεικτική αποτελεί η περίπτωση του Rijksmuseum στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, όπου αποφάσισε στα πλαίσια μιας ριζοσπαστικής κίνησης, να αφαιρέσει μια σειρά όρων που κρίθηκαν ως προσβλητικοί (ενδεικτικά θα αναφερθούν οι όροι “negros”, “Indians”, “dwarves”) από τους τίτλους και τα συνοδευτικά περιγραφικά κείμενα μιας ευρείας ομάδας ψηφιοποιημένων έργων τέχνης. Τί μας δείχνει άραγε η πράξη αυτή και πώς ερμηνεύεται αν θέσουμε ως σημείο αναφοράς τη συλλογή; Το μουσείο (Rijksmuseum) μεταβάλλει τη φιλοσοφία που διατρέχει το εκθεσιακό του πρόγραμμα, το μουσείο πρωτοπορεί, το μουσείο αλλάζει ταυτότητα και μαζί με αυτό αλλάζει ταυτότητα και η συλλογή αυτή καθαυτή. Η αμφίδρομη σχέση ανατροφοδότησης που αναπτύσσεται δηλώνει με τρόπο σαφή το εξής: τα μουσεία είναι οι συλλογές τους!
Η συλλογή συνιστά μία σκόπιμη πράξη αυτοπροσδιορισμού του υποκειμένου (στις περιπτώσεις των συλλογών μεγάλης εμβέλειας το υποκείμενο εκπροσωπεί ένα έθνος, μία φυλή, μία ομάδα ατόμων που διακρίνεται βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών). Το άτομο νιώθει ικανοποίηση μέσω της επιβολής ελέγχου στα αντικείμενα που του ανήκουν.
Σε μία πραγματικότητα που σχεδόν τα πάντα ορίζονται για μας χωρίς εμάς, η συλλογή αποτελεί μία απ’ τις ελάχιστες διεξόδους δημιουργικής απασχόλησης κι ελεύθερης έκφρασης σύμφωνα με τη Νευροεπιστήμη. Εναλλακτικά θα χαρακτηρίζαμε τη συλλογή ως έναν «θωρακισμένο» μικρόκοσμο, με τη βοήθεια του οποίου το υποκείμενο καλείται να αντιμετωπίσει το χάος και το εφήμερο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο ρόλος της συλλογής στη διαμόρφωση της ταυτότητας του ατόμου αποτέλεσε εφαλτήριο για τη μελέτη των βαθύτερων αιτιών που ωθούν το άτομο σ’ αυτή την πρακτική. Αναλυτές όπως ο Freud και ο Jung αποπειράθηκαν να ερευνήσουν τη σχέση εξάρτησης ανάμεσα στο υποκείμενο (άτομο) και τον υλικό κόσμο που το περιβάλλει. Ποια τα αίτια που ωθούν το άτομα στην πρακτική του συλλέγειν; Πώς επιλέγονται τα αντικείμενα; Ποια η σημασία της συλλεκτικής πρακτικής στη ψυχική ισορροπία και ολοκλήρωση του ατόμου;
7 επιστήμονες προσεγγίζουν τα αίτια της συλλεκτικής πρακτικής
Werner Muensterberger | ψυχαναλυτής
Σύμφωνα με τον Muensterberger, το βρέφος συνειδητοποιεί ότι σταδιακά αποχωρίζεται απ’ τη μητέρα, μένει μόνο. Ενστικτωδώς αποζητά να αποκαταστήσει τη χαμένη θαλπωρή και ασφάλεια μέσω αντικειμένων (υλικών υποκατάστατων) όπως η κλασική κουβερτούλα ή το γνωστό σ’ όλους αρκουδάκι κλπ. Αυτά τα αντικείμενα απαντώνται στη ξένη βιβλιογραφία ως “comfort objects”. Η έννοια της άνεσης (comfort) προκύπτει μέσω της συναισθηματικής ασφάλειας που νιώθει το παιδί από τη στιγμή του απογαλακτισμού από τη μητέρα κι έπειτα. Μεταβαίνοντας σε μεγαλύτερη ηλικία, και λόγω των εξουθενωτικών πλέον ρυθμών της καθημερινότητας, το άτομο συλλέγει όσα έχουν αξία γι’ αυτό με σκοπό να καταπολεμήσει το άγχος, τη μοναξιά, την αβεβαιότητα.
Sigmund Freud | ψυχαναλυτής
Τα αίτια της συλλεκτικής πρακτικής φαίνεται να απασχόλησαν και τον κατά πολλούς «πατέρα της ψυχανάλυσης». Ο Freud διατύπωσε τη θέση ότι η προαναφερθείσα τάση προκύπτει μέσω μιας τραυματικής εμπειρίας που βίωσε το άτομο κατά τη βρεφική ηλικία. Αδυνατούσε να ελέγξει τη λειτουργία του εντέρου του. Η αίσθηση της απώλειας μέσω των απεκκρίσεων σόκαρε το βρέφος. Η επανάκτηση του ελέγχου αποτέλεσε έκτοτε βασικό ζητούμενο. Ο φόβος της απώλειας του ελέγχου πυροδοτεί την επιθυμία συλλογής όσων το ίδιο το άτομο θεωρεί σημαντικά. Η συλλογή αποκτά τη μορφή ενός «θωρακισμένου» μικρόκοσμου.
Daniel Krawczyk | νευροψυχολόγος
Ο όρος «pack-rat» μεταφράζεται ως αποθησαυριστής ή μανιακός συλλέκτης. Η συγκεκριμένη ονομασία αντιστοιχεί σ’ ένα είδος τρωκτικού. Το είδος τείνει να συλλέγει κατά συρροή αντικείμενα, ως επί το πλείστον γυαλιστερά κι εύκολα στη μεταφορά προς τη φωλιά του. Τί κοινό έχει ο άνθρωπος μ’ ένα pack-rat; Σύμφωνα με την ομιλία του Daniel Krawczyk στα πλαίσια του TEDx που διοργανώθηκε από το Singapore Management University το 2016, ο εγκέφαλος του συγκεκριμένου είδους τρωκτικού είναι εξαιρετικά μαλακός. Αποτελεί ένα σύνθετο κύκλωμα που λειτουργεί εύρυθμα. Τα βασικά γάγγλια (basal ganglia) και ο μετωπιαίος λοβός (frontal lobe) συνιστούν κοινά σημεία με τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Κατά πολλούς αυτές οι περιοχές ευθύνονται για τη ροπή προς τη συλλεκτική πρακτική. Η βασική διαφορά που δύναται να εντοπιστεί ανάμεσα στη συλλογή ενός ανθρώπου κι ενός pack-rat έγκειται στην οργάνωση. Ο μεν άνθρωπος συλλέγει με γνώμονα τη συνοχή και κατόπιν κατηγοριοποιεί, το δε είδος τρωκτικού συλλέγει αυθαίρετα.
Michael S. Shutty | κλινικός ψυχολόγος
Πέραν όμως από την όποια βιολογική-οργανική θεωρητική προσέγγιση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον. Εμφανίζει την ανάγκη να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συνόλου (η έννοια του συν – ανήκειν). Αυτή του η ανάγκη μεταφράζεται πρακτικά μέσα από τη σχέση που αναπτύσσει με τα αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν τα σύνολα αυτά (βλέπε αθλητικές ομάδες, θρησκείες κ.ά.). Η συλλογή αυτών των αντικειμένων υποβοηθά το άτομο να συνδεθεί με τις βαθύτερες ιδέες που πρεσβεύουν τα διάφορα σύνολα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιθυμία αγοράς άμεσα συλλεκτικών αντικειμένων οποιασδήποτε αθλητικής ομάδας (αντικείμενα μαζικής παραγωγής, τα οποία μέσω της αντίστοιχης διαφημιστικής προώθησης συμβολοποιούνται προκαλώντας το συλλέκτη να τα αγοράσει). Ο φίλαθλος – συλλέκτης δεν ενδιαφέρεται για το υλικό κατασκευής π.χ. ύφανση μιας συλλεκτικής μπλούζας, αλλά για τα συναισθήματα που θεωρεί ότι νιώθει (σύνδεση με την ομάδα) έπειτα από την απόκτησή της. Εν προκειμένω τα αίτια της συλλεκτικής πρακτικής έγκειται περισσότερο στην αποδοχή, την ανάγκη για κοινωνικοποίηση και ανάπτυξη μιας συλλογικής ταυτότητας.
Carl Gustav Jung | εισηγητής της αναλυτικής ψυχολογίας
Ήδη απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξής του, ο άνθρωπος συνέλλεγε πάσης φύσεως πρώτες ύλες προκειμένου να επιβιώσει (τροφοσυλλεκτικό στάδιο). Η συλλεκτική πρακτική που αρχικά βασίστηκε στο ένστικτο της επιβίωσης άρχισε σταδιακά να αποκτά εκ νέου νόημα και περιεχόμενο. Τα αίτια της συλλεκτικής πρακτικής του σύγχρονου ατόμου σχετίζονται άμεσα με την τέρψη και την ανάγκη προβολής όπως αυτές υπαγορεύονται από τα καταναλωτικά πρότυπα των υλικοτεχνικών κοινωνιών της νεωτερικότητας.
Robert Stein | ψυχολόγος
Τί συμβαίνει όταν μία βασική επιδίωξη της συλλεκτικής πρακτικής είναι η διάδραση του ίδιου του ατόμου σε επίπεδο πνευματικό – κοινωνικό; Η συλλογή από ιδιωτική γίνεται δημόσια εάν και μόνο εάν ο ίδιος ο συλλέκτης επιθυμεί να «επικοινωνήσει» τις ιδέες και την αγάπη του για μία συγκεκριμένη ομάδα αντικειμένων. Αυτόματα συγκροτείται ένα δίκτυο μεταξύ των ατόμων που έχουν ως κοινό τόπο την ίδια τη συλλογή. Σύμφωνα με έρευνες κατά την ανάπτυξη κοινωνικών επαφών απελευθερώνεται μεγάλη ποσότητα ωκυτοκίνης (γνωστή και ως «ορμόνη της αγάπης»). Στη σύγχρονη πραγματικότητα όπου η σχέση του ανθρώπου με τα αντικείμενα έχει μεταβληθεί σημαντικά, η ανάγκη για επικοινωνία μεταφράζεται διαφορετικά. Η γενιά των millennials έχοντας μεγαλώσει μέσα σε μία τεχνολογική «έκρηξη», αδυνατεί να επικοινωνήσει ουσιαστικά. Το αντικείμενο αντιμετωπίζεται ως το κατεξοχήν μέσο κοινωνικής διάδρασης.
Russell W. Belk | ακαδημαϊκός ερευνητής
Η διαδικασία της συλλογής αντικειμένων συνιστά μία συνειδητή πράξη αυτοπροσδιορισμού. Το άτομο εκλαμβάνει τη συλλογή ως μία υλική προέκταση του «εγώ» (στα αγγλικά ο όρος αποδίδεται ως extended self). Είμαι ό,τι έχω! Δεν πρόκειται για μία απλή συνάθροιση ασύνδετων μεταξύ τους αντικειμένων. Η συλλογή έχει δομηθεί από το ίδιο το άτομο με τρόπο τέτοιο ώστε να αντανακλάται η προσωπική αισθητική. Το «εγώ» ισοδυναμεί με το συνονθύλευμα όλων όσων το ίδιο το άτομο μπορεί να χαρακτηρίσει ως «δικά του». Η συλλεκτική πρακτική προσφέρει μία αίσθηση πληρότητας, οξύνει τη δημιουργικότητα ενώ παράλληλα νοηματοδοτεί παραστατικά τη ζωή του συλλέκτη. Η αίσθηση επιβολής ελέγχου κι οργάνωσης συνιστά εν προκειμένω βασική αιτία που ωθεί το άτομο στη συλλεκτική πρακτική.
Η συλλογή αποτελεί τον προσωπικό μικρόκοσμο για το συλλέκτη, ένα είδος καταφύγιου μέσω του οποίου το άτομο έχει τη δυνατότητα να μεταφερθεί νοητά στο χωροχρόνο που επιθυμεί. Συνεπώς, η συλλεκτική πρακτική ενδέχεται να αντανακλά συναισθήματα νοσταλγίας – επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας. Το συγκεκριμένο συναίσθημα αναπτύσσεται ακόμα πιο έντονα σ’ ένα συλλέκτη, ο οποίος νιώθει δυσφορία, φόβο κι αβεβαιότητα για το παρόν. Η νοσταλγία όπως ακριβώς και ανάμνηση σε συνδυασμό με την ονειροπόληση εμπλέκονται βαθύτατα με την αίσθηση του «εγώ». Με λίγα λόγια η νοσταλγία συνιστά έναν εύκολα προσβάσιμο ψυχολογικό φακό μέσω του οποίου διαμορφώνουμε, διατηρούμε ή και επαναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας.
Η ταυτότητα πέραν του επαναπροσδιορισμού επιδέχεται και διεύρυνσης μέσω της συλλεκτικής πρακτικής (extended self). Το άτομο εξελίσσεται πνευματικά, αισθητικά, ηθικά, γνωστικά μέσω των αντικειμένων που χαρακτηρίζει ως «δικά του». Εφόσον τα υλικά αποκτήματα συνιστούν μέρος του «εγώ», τότε και η ερμηνεία του υλικού κόσμου (συλλογή) που κατ’ επιλογήν περιβάλλει το άτομο θα συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση του ποιος είναι. Αν δεχτούμε ότι τα αντικείμενα λειτουργούν εν δυνάμει ως καθρέφτης του «εγώ», τότε οι έννοιες «είμαι» κι «έχω» οφείλουν να θεωρηθούν άμεσα συνυφασμένες.
Οι συλλογές που φιλοξενούνται σήμερα στα μουσεία δε συνιστούν τίποτα περισσότερο από τον αντικατοπτρισμό ανθρώπων, εσωτερικών αναζητήσεων, ιδεών και κοινωνικών συμβάσεων. Μπορεί ο χώρος που εσωκλείει όλους αυτούς τους «αντικατοπτρισμούς» να μεταλλάσσεται από εποχή σε εποχή, ωστόσο τα βαθύτερα αίτια της συλλεκτικής πρακτικής παραμένουν ακλόνητα. Ο άνθρωπος επιβάλλει και επιβάλλεται μέσω των συλλογών του. Ολόκληρα έθνη αποπειρώνται να αποκτήσουν υπόσταση και κύρος σε ό,τι αφορά τη διπλωματία και την εξωτερική πολιτική μέσω των συλλογών που φιλοξενούν στα μουσεία τους. Σύσσωμος ο κόσμος της Τέχνης κινείται πέριξ διακεκριμένων συλλεκτών, ατόμων που έχουν θέσει την πρακτική του συλλέγειν ως αυτοσκοπό.
Είναι σαφές μέσω της Νευροεπιστήμης και της Κλινικής Ψυχολογίας ότι τα αίτια της συλλεκτικής πρακτικής είναι έμφυτα. Το άτομο επιδιώκει να συγκεντρώνει γύρω του όλα όσα πρόκειται να διασφαλίσουν την προστασία της ταυτότητάς του. Οι συλλογές που συναντάμε στα σύγχρονα μουσεία δεν είναι παρά η απόπειρα διατήρησης ενός αλλοτινού χωροχρόνου. Ο άνθρωπος της νεωτερικότητας αρέσκεται να νοσταλγεί, πασχίζει να αυτοπροσδιοριστεί, αναζητά να συνδιαλλαγεί, αποφεύγει να απογαλακτιστεί από αρχέγονα ένστικτα.
Πηγές & Βιβλιογραφικές Αναφορές:
Belk, R. W. (1987b). Possessions and Extended Sense of Self, Marketing and Semiotics: New Directions in the Study of Signs for Sale. Berlin, Germany: Mouton de Gruyter.
Blom, P. (2003). To Have and to Hold: An Intimate History of Collectors and Collecting. Gardners Books.
Dudley, S. και Barnes A.J. (2012). Narrating Objects, Collecting Stories: Essays in Honor of Susan M. Pearce. New York: Routledge.
Muensterberger, W. (1994). Collecting: An Unruly Passion: Psychological Perspectives. Princeton: Princeton University Press.
Pearce, M. (1994). Interpreting Objects and Collections. New York: Routledge.