Στενά συνδεδεμένες με τις απόψεις του περί Διεθνούς Εμπορίου είναι και οι απόψεις του Ricardo που αναφέρονται σε νομισματικά θέματα.
Η πρώτη του εργασία «The High Price of Bullion» (Η υψηλή τιμή του Χρυσού) είχε ως σκοπό να εξετάσει τη σχέση μεταξύ τιμών, εκδόσεως τραπεζογραμματίων και τιμής του χρυσού. Είχε μεσολαβήσει, κατά το 1797, η αναστολή εξαργυρώσεως από την Τράπεζα της Αγγλίας των τραπεζογραμματίων της με χρυσές λίρες, που οφειλόταν σε μεγάλο πανικό, κατά τον οποίο, τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας είχαν πέσει, απότομα, από £10 εκ. σε £1,5 εκ. Ταυτόχρονα παρατηρείται σημαντική αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, κερδοσκοπία στο χρυσό και εκμετάλλευση της καταστάσεως, κυρίως, από εκείνους τους γαιοκτήμονες, που βάσει των συμβολαίων τους, δικαιούνταν να πληρωθούν τα ενοίκια τους σε χρυσό.
Η κατάσταση επιδεινωνόταν από το μαζικό κρατικό δανεισμό και την εξαγωγή χρυσού προς χρηματοδότηση του πολέμου κατά της Γαλλίας και από σειρά σιτοδειών που επέβαλαν να εξαχθεί χρυσός για να εισαχθούν σιτηρά. Η αξία των τραπεζογραμματίων έβαινε συνεχώς μειούμενη, σε σχέση προς το χρυσό, του οποίου η αξία είχε υπερβεί στην αγορά την επίσημη ισοτιμία, βάσει της όποιας υποτίθεται ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα εξαργύρωνε τα Τραπεζογραμμάτια της σε χρυσές λίρες.
Η αύξηση της τιμής του χρυσού και η «υποτίμηση των τραπεζογραμματίων», όπως περιγραφόταν, αποδιδόταν γενικά στην εξαγωγή χρυσού από την Αγγλία. Για το Ricardo, πράγματι, η άνοδος της τιμής του χρυσού, πάνω από την επίσημη ισοτιμία, σημαίνει ότι οι τιμές αυξήθηκαν γενικά στην Αγγλία σε σύγκριση με τις τιμές άλλων χωρών.
Μία άλλη ένδειξη της υποτιμήσεως του νομίσματος, είναι ότι και η τιμή της Αγγλικής λίρας έχει μειωθεί έναντι των άλλων νομισμάτων. Η υποτίμηση αυτή, όταν είναι σημαντικά κάτω από την μεταλλική ισοτιμία, ώστε να καλύπτονται τα έξοδα, οδηγεί στην αυτούσια εξαγωγή χρυσού προς διενέργεια πληρωμών. Η αιτία της καταστάσεως αυτής, κατά τον Ricardo ήταν η υπερπροσφορά Τραπεζογραμματίων από την Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία, με την απαλλαγή της από την υποχρέωση εξαργυρώσεώς τους σε χρυσά νομίσματα, έμεινε ελεύθερη να εκδίδει τραπεζογραμμάτια σε πολύ μεγάλες ποσότητες, επιδιώκοντας κέρδη. Ο πληθωρισμός, συνεπώς, οφειλόταν στην αύξηση της προσφοράς χρήματος.
Η θεραπεία, κατά το Ricardo, ήταν:
(α) να αποκατασταθεί η μετατρεψιμότητα των Τραπεζογραμματίων σε χρυσό, οπότε και η αύξηση της τιμής του χρυσού πάνω από την ισοτιμία θα εξαφανιζόταν και η Τράπεζα δε θα ήταν ελεύθερη να εκδίδει απεριόριστα Τραπεζογραμμάτια και
(β) «η Τράπεζα να περιορίσει βαθμιαία την ποσότητα των Τραπεζογραμματίων της που κυκλοφορούν, μέχρις ότου το υπόλοιπο γίνει ίσης αξίας προς τα νομίσματα που αντιπροσωπεύουν ή, με άλλες λέξεις, μέχρις ότου η τιμή του χρυσού και αργύρου υποβιβαστεί στην επίσημη ισοτιμία της» (Mint price).
Τις απόψεις του, αυτές, ο Ricardo συμπλήρωσε αργότερα, υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να υπάρχει ελεύθερη μετατρεψιμότητα των εκδιδόμενων Τραπεζογραμματίων, όχι όμως με νομίσματα αλλά με ράβδους χρυσού στην επίσημη ισοτιμία, ενώ ταυτόχρονα θα έπρεπε να επιτρέπεται απολύτως ελεύθερα η εισαγωγή και εξαγωγή αυτούσιου χρυσού και αργύρου.
Οι ιδέες του αυτές συμπληρώνονται με τις προτάσεις του, που προβλέπουν, ώστε αντί για την Τράπεζα της Αγγλίας, που αποτελούσε Εταιρεία που ανήκε σε ιδιώτες, το Εκδοτικό Προνόμιο και η διαχείριση του Δημόσιου χρέους να ανατεθούν σε Κρατικό Ίδρυμα.
Οι απόψεις του Ricardo, εκτός από την ιδέα ιδρύσεως Κρατικής Τράπεζας, είχαν μεγάλη απήχηση και αποτέλεσαν τη βάση για την επανέναρξη της μετατρεψιμότητας του Αγγλικού χρήματος κατά το 1822, όπως και για το Νόμο του Peel του 1844 για την Τράπεζα της Αγγλίας.
Πηγή: Ρ.Δ. Θεοχάρης, Ιστορία της Οικονομικής Αναλύσεως, Τόμος Α. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1983, σελ 240-244.