Η λέξη θάλασσα για τον Ελληνικό λαό ενεργοποιεί τόσες συλλογικές αναμνήσεις, χωρίς να παρακάμπτονται οι ατομικές βέβαια. Θαλασσινός λαός ήταν και είναι οι Έλληνες, ένα στοιχείο το οποίο επηρέασε βαθιά τον πολιτισμό και την ψυχοσύνθεση μας. Ας ανατρέξουμε στη μνήμη μας και ας δούμε με τι έχουμε συνδέσει τη θάλασσα, ίσως με έρωτες, με τα καλοκαίρια, με τόσες χαρούμενες και ανέμελες στιγμές που μας φαίνεται περίεργο ακόμα, ακόμα μία ζωή μακριά από αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι μεγαλύτεροι αρνητές της ρομαντικής προοπιτκής δεν μπόρεσαν να αρνηθούν αυτή την ομορφιά της, καθήμενοι και αφημένοι στη μαγεία της, ρεμβάζοντας αυτή και το όνειρο.
Η θάλασσα, η σταθερή ερωμένη των Ελλήνων μας χάρισε μία ομορφιά μοναδική τόσο στο κομμάτι της γεωγραφίας όσο και στο κομμάτι του πολιτισμού μας. Είναι εκείνη η οποία σε καιρούς πνευματικής ανομβρίας αποτέλεσε την οδό για την επικοινωνία με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Δε θα μπορούσαμε ωστόσο να αυτοχαρακτηριζόμαστε θαλασσινός λαός και να μην συμπεριλαμβάναμε το ναυτικό κομμάτι του πράγματος. Έτσι είναι αναγκαία η αναφορά αυτού, μιας και όντως έχουμε μία μεγάλη ναυτική παράδοση η οποία σε συνδυασμό με τη φιλομάθεια και την περιέργεια έφεραν στοιχεία κοσμοπολιτισμού και γνώσεις από όλο τον κόσμο στον τόπο μας. Είτε μιλάμε για την αρχαιότητα είτε μιλάμε για την την περίοδο μετά την δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους ή ακόμα και στην σημερινή εποχή θα δούμε ότι η συμβολή αυτών των δύο χαρακτηριστικών (της ναυτικής παράδοσης και της θάλασσας) είναι τεράστια. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε μιλώντας για τον καιρό μας ότι αυτό το μικρό κράτος της Ευρώπης έχει τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο.
Όπως ανέφερα πιο πριν η θάλασσα αποτέλεσε στοιχείο το οποίο επηρέασε καθοριστικά τον πολιτισμό μας, κάνοντας τους ποιητές να μιλούν γι΄αυτή με λόγια αντάξια της. Ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς, τον θαλασσινό ταξιδευτή Νίκο Καββαδία που έμαθε τις ιδιοτροπίες της θάλασσας μέχρι τα πέρατα της γης ή τον νομπελίστα λογοτέχνη μας Οδυσσέα Ελύτη ο οποίος ύμνησε την ομορφιά του Αιγαίου όπως λίγοι ποιητές. Αρκετά είναι τα εξαιρετικά ποιήματα που μιλούν για τη θάλασσα, τα ταξίδια σε αυτή ή παίρνουν αφορμή, εικόνες και σύμβολα απ’ εκείνη για να μιλήσουν για κάτι που τους απασχολεί. Όπως είναι προφανές δε μπορούν να αναφερθούν όλα, έτσι διάλεξα δύο από αυτά που ανταποκρίνονται περισσότερο στις συνδέσεις μου κάνοντας με να τα πλησιάσω και να αποπειραθώ να τα αναλύσω με λιγότερη αμηχανία μα και για λόγους πρακτικούς όπως η έκταση του άρθρου.
Φάτα Μοργκάνα
του Νίκου Καββαδία
(Θα αναφερθούν οι αγαπημένοι στίχοι απ’ όλο το ποίημα χάριν ευχέρειας οι οποίοι έχουν μελοποιηθεί από τη Μαρίζα Κωχ)
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Η “Φάτα Μοργκάνα” είναι ένα ποίημα βαθύτατα ερωτικό και αισθησιακό αφιερωμένο στη Θεανώ Σουνά, ο τίτλος του είναι εμπνευσμένος από το μετεωρολογικό φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα αλλά και την μυθική Μοργκάνα των Αρθουριανών Κύκλων. Σε μία πρώτη ανάγνωση το ποίημα δε μας κάνει για κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι με εικόνες από τους σταθμούς του και τη θάλασσα, όμως το ποίημα αυτό είναι γεμάτο αναφορές σε μία μορφή γυναίκας η οποία ταυτίζεται με τη μυθική Μοργκάνα, ένα αρχέτυπο της γυναίκας η οποία κουβαλά έναν δυισμό, μία πλευρά άκρως λαμπερή σχεδόν αγγελική αλλά και μία άλλη σκοτεινή. Οι δύο αυτές πλευρές είναι που οδηγούν σε σαγήνη το αρσενικό. Στους πρώτους στίχους μας αναφέρει ο ποιητής τις λέξεις ”θα μεταλάβω/ που κοινωνούσαν”, εννοώντας την ερωτική, σαρκική ένωση με το αντικείμενο του πόθου του, ωστόσο αν και μας παρουσιάζεται σαν μία ιερή τελετουργία έχει μέσα του κάτι το αμαρτωλό. Διαβάζουμε επίσης στη συνέχεια “σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό” αυτό το προαιώνιο μπακιρένιο (χάλκινο) τάσι με το οποίο θα συντελεστεί η κοινωνία δεν είναι παρά το αιδοίο. Κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης μυρωδιές ακολουθούν τον ποιητή δίνοντας σε όλη τη διάρκεια της μία συναισθητική υπόσταση “Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.”! Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το επόμενο απόσπασμα μιας και ιατρικά θέματα προκύπτουν. Ας δούμε όμως τι σημασία έδινε εκείνος για αυτή τη πυρόχρωμη σκουριά και το επίχρισμα που αναφέρει. Τις εξηγήσεις κατέγραψε ο Μήτσος Κασόλας στο μαγνητοφωνάκι του, μόλις 47 μέρες πριν πεθάνει ο ποιητής.
— Νίκο, αν μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω κάτι, του λέω (νομίζοντας, με την παύση που έκανε, ότι η απαγγελία αυτού του ποιήματος είχε τελειώσει), από όλες τις γυναίκες που συνάντησες στα λιμάνια τού κόσμου, είναι καμιά που να τη θυμάσαι ιδιαίτερα;
— Όχι, οι περισσότερες δεν είχαν το καρχηδόνιο επίχρισμα. (Χαμογελάει).
— Γιατί χαμογελάς; Τι είναι αυτό το καρχηδόνιο επίχρισμα, δεν το κατάλαβα. Γιατί διστάζεις; (Στην παρέα εκείνο το βράδυ υπήρχαν και αρκετές κοπέλες). Ντρέπεσαι τα κορίτσια;
— Όχι, δεν ντρέπομαι… Να, είναι ένα επίχρισμα που υπάρχει πάντα μέσα στον γυναικείο κόλπο.
— Πρόσθετο;
— Όχι, φυσικό επίχρισμα, όπως και τα λαμινάρια που λέω : Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια κλπ. Λαβίδα από την Άγια Κοινωνία.
— Και τα λαμινάρια πάλι, τι είναι αυτά;
— Ένα τέλειο φύκι, θα ‘λεγα, φυτεμένο μες στη γη, αλλά δουλεύει μόνο του, εργάζεται, ζει, το οποίο, άμα το κόψεις, μετά είναι νεκρό και ζωντανεύει και μεγαλώνει μόνο μέσα στον γυναικείο κόλπο και πουθενά αλλού. Και μπορεί να τη σκοτώσει τη γυναίκα άμα το ξεχάσει μέσα της. Μ’ αυτό κάνανε οι Αμερικάνες εκτρώσεις.
— Τόσο δραστικό είναι;
— Κάνει μια αιμορραγία μ’ αυτό η γυναίκα, διαστέλλει τον κόλπο της κι άμα το αφήσει περισσότερο απ’ όσο πρέπει, αυτό μεγαλώνει και γίνεται μια διχάλα. Μια διχάλα, ας πούμε, σαν την ιερή λαβίδα της μετάληψης, του αγίου δισκοπότηρου που λέω.
— Και το καρχηδόνιο επίχρισμα; Τι είναι;
— Κοίτα να δεις -γελάει και πάλι- όλες, όλες το έχουν αυτό το καρχηδόνιο επίχρισμα, εγώ το έβγαλα έτσι, ποιητικά… Θυμίζει τα βάζα των Καρχηδόνιων, που τα βάφανε αυτοί μόνο από μέσα, μ’ ένα ειδικό επίχρισμα. Και το γυναικείο επίχρισμα, πώς να το πω, είναι η χλωρίδα, ας πούμε. Όπως έχουμε θαλάσσια χλωρίδα, τροπική χλωρίδα, πανίδα κλπ. Είναι πολύ ερεθιστική. (Γελάει). Άμα δεν υπάρχει αυτή η κολπική χλωρίδα, δεν μπορεί η γυναίκα να κάνει παιδί. Μα καλά, τόσα πολλά ξέρω εγώ;
— Τα κέρατά σου ξέρεις, Καββαδία, του απαντάω.
Κι ο Καββαδίας ξαναγελάει και γελάμε όλοι και πάλι και συνεχίζουμε τη συζήτηση.
— Και οι γυναίκες, λοιπόν, που γνώρισες εσύ στα λιμάνια, γιατί αυτές δεν είχανε το καρχηδόνιο επίχρισμα;
— Γιατί οι πόρνες δεν έχουν αυτό το επίχρισμα, σπάνια το έχουν. Από την πολλή χρήση δεν έχουν. Σπάνια νά ‘χουνε αυτές την “άγια σκουριά”, που λέω. Κάτι σαν αυτή την κόκκινη, πυρόχρωμη σκουριά των λατομείων, που τη φορτώναμε στα καράβια από το Στρατόνι, τη Γερακινή κλπ. Αυτό το επίχρισμα έχει απόχρωση σκουριάς.
Αυτές οι εξηγήσεις του Νίκου Καββαδία έχουν μεγάλη ποιητική σημασία αλλά και ιστορική μιας και αποτελούν παρανοήσεις που ήταν διαδεδομένες τότε στον αντρικό πληθυσμό των καραβιών και προφανώς μέσα σε κάποιο από αυτά έφτασαν και στα αυτιά του ποιητή. Όπως είπαμε όμως όλο αυτό αποτελεί μία μεγάλη παρανόηση. Η ιατρική λοιπόν δίνει την απάντηση που έχει ως εξής. Ο φυσιολογικός κόλπος της γυναίκας διαθέτει ένα βακτηρίδιο, το κολποβακτηρίδιο, το οποίο αποτελεί έναν αμυντικό μηχανισμό για την αποτροπή ανάπτυξης παθολογικών μικροβίων σ’ αυτόν. Αυτή η ουσία όμως σε καμία περίπτωση δεν έχει το χρώμα το οποίο περιγράφει ο Καββαδίας, παρά κάποιες φορές εμφανίζεται σαν παχύρευστο λευκό υγρό. Η πυρόχρωμη σκουριά που είδε ο Καββαδίας ήταν αυτό το υγρό μετά από μία πλύση την οποία έκαναν οι πόρνες εκείνη την εποχή μετά από κάθε πελάτη τους με ένα απολυμαντικό, αντισηπτικό υγρό, μωβ χρώματος το οποίο τελικώς με την δράση του έβαφε και καφέ τους βλεννογόνους. Όπως και τόσοι άλλοι έτσι κι ο Καββαδίας σα ναυτικός επισκέπτονταν τακτικά τα πορνεία φτάνοντας κι αυτός σε τούτη την παρατήρηση.
Ας συνεχίσουμε όμως στην ερμηνεία του τελευταίου κομματιού για το οποίο έχει γίνει ήδη μία αναφορά. Ο ποιητής μας αναφέρει ότι αυτή η παρουσία της οποίας το όνομα είναι Φάτα Μοργάνα θα έρχεται από την Βαβυλώνα. Δε μας κάνει εντύπωση η επιλογή της Βαβυλώνας σαν τόπος προέλευσης αυτής της γυναίκας, αφού ο Καββαδίας ταυτίζει την πόρνη με την Βαβυλώνα τη Μεγάλη, μία οντότητα την οποία αναφέρει ο Ιωάννης στην αποκάλυψη του με ένα συγκεκριμένο συμβολισμό τον οποίο ο Καββαδίας δεν τον χρησιμοποιεί κι αναφέρεται σε αυτή απλά για την ιδιότητα που της έχει αποδοθεί στην Αγία Γραφή, δηλαδή πόρνης. Τέλος ακολουθεί και η παρουσία του κυκλώνα ο οποίος μπορεί να είναι οποιοδήποτε εξωτερικό πρόβλημα και τυραννία αλλά στο μάτι του όπου κυριαρχεί η απόλυτη άπνοια -έστω και προσωρινά- είναι ελεύθερος και ήσυχος, το μάτι του κυκλώνα είναι η ερωτική συνεύρεση η οποία αποτελεί στιγμή ηρεμίας, ηδονής μακριά από κάθε πρόβλημα έστω και για λίγο.
Η πρώτη ενότητα του ποιήματος «Φάτα Μοργκάνα» υμνεί όχι απλά το γυναικείο κορμί αλλά συγκεκριμένα το αιδοίο. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως γίνεται με τρόπο συναισθητικό αλλά ίσως και σουρεαλιστικό. Αν και το ποίημα αυτό αφιερώνεται στη γυναίκα που τον σημάδεψε περισσότερο δε χρησιμοποιεί ένα γλυκανάλατο τρόπο για να τις εκφραστεί μα το κάνει μέσω μίας ιδιότυπης προβολής, μίας διαδικασίας η οποία από πολλούς θα χαρακτηρίζονταν χυδαία, αφού δεν γίνεται αναφορά σε μία συνουσία ανώτερη με βάση τον έρωτα αλλά σε μία φτηνή και εμπορευματοποιημένη. Με το λόγο του όμως ο Καββαδίας καταφέρνει να ακριβύνει αυτό ακριβώς το θέμα δίνοντας του πελώριες διαστάσεις και συνδέσεις φτάνοντας σε μυθικές αναφορές. Στη «Φάτα Μοργκάνα», δεν θα λέγαμε ότι διακρίνουμε την ολοκλήρωση της συνουσίας μιας και αναφορά απ’ όσο μπορούμε να καταλάβουμε γίνεται σε ένα συγκεκριμένο είδος συνεύρεσης, την αιδοιολειχία. Εκεί μας οδηγούν οι λέξεις και οι φράσεις όπως η κοινωνία από ένα τάσι( έγινε ερμηνεία των συμβόλων παραπάνω). Ο Καββαδίας αποτάσσεται το χυδαίο και επικοινωνεί με την δυική φύση της γυναίκας όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται, με το πρόσωπο βέβαια της Μοργκάνα λε Φέι. Στην ουσία ο Καββαδίας μιλά στη γυναίκα ως προαιώνια οντότητα, απευθυνόμενος στη σκοτεινή, μυστηριακή και σαγηνευτική μορφή της μιλά στην άλλη, την λαμπερή, την καθαρή, την αγγελική αφού γι’ αυτόν αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, εξίσου ερωτικά φορτισμένες.
Η θάλασσα
του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους
–μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.
Όπως και για τον Καββαδία έτσι και για τον Χριστιανόπουλο η θάλασσα έπαιξε ένα καθοριστικό ρόλο στην έκφραση μίας απόχρωσης του έρωτα, του πάθους -με διαφορετικό τρόπο, λόγο και νόημα για τον καθένα.- Το παραπάνω έργο είναι ένα συμβουλευτικό ποίημα-το νόημα του θα αναφερθεί παρακάτω- με μία αφήγηση τέτοια η οποία δεν θα μας έκανε εντύπωση αν τη βλέπαμε σε πεζό κείμενο. ”Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα” μας λέει ο ποιητής, δίνοντας στον έρωτα ένα μυστήριο κι ένα βάθος. Όσο θλιβερή κι αν φαίνεται η παρακάτω πρόταση έχει μία αισιόδοξη προοπτική “μπαίνεις και δε ξέρεις αν θα βγεις”, είναι γεγονός, είναι κάτι που ισχύει, όμως πόσοι ξεκίνησαν να παίρνουν το δρόμο του έρωτα με τη προοπτική του τέλους; Ασυνείδητα ωστόσο μέσα μας η πιθανότητα του τέλους με την οποιαδήποτε κατάληξη υπήρχε, ακόμα σε φορές εκλογίκευσης του -έρωτα- σκεφτήκαμε ότι το τέλος και μία άσχημη κατάληξη θα μπορούσε να έρθει σε κάποια στιγμή.
Αναφορά για τους νέους είναι οι επόμενοι στίχοι “Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις, γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα, ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες. ” Οι νέοι λοιπόν, αρκετοί εξ’ αυτών με ξοδεμένα τα νιάτα τους στη πάλη του έρωτα με τον ενθουσιασμό στις πρώτες τους επαφές μαζί του. Αφιερώθηκαν σ’ αυτόν με θυσίες και άγνοια κινδύνου…
Όμως παρά τους κινδύνους αυτούς, παρά τις πιθανές πληγές αυτών ο ποιητής με έναν κυνικό τρόπο λέει “Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα” μόνο και μόνο “Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει”. Όλοι, οι περισσότεροι, οι χίλιοι την χαίρονται τη θάλασσα=τον έρωτα και την αποζητούν μην αντέχοντας την ξηρασία. Αυτός ο ένας που την πληρώνει, τραγικό πρόσωπο όσο κανείς, σαν κι αυτός δε θέλησε να τη ζήσει και να απλωθεί στα νερά της όπως οι άλλοι; Μα γι’ αυτόν λειτούργησε το σενάριο που δεν βγαίνει από τη θάλασσα μη ξέροντας κι αυτός βέβαια από την αρχή αυτή του την κατάληξη.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί για να επιβεβαιώσει τον συνειρμό του στο τελευταίο μέρος του ποιήματος το χαρακτηριστικό της θάλασσας έχοντας το στο νου του ως εξής: ”Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα, χίλιοι την χαίρονται- ένας την πληρώνει”. Κανείς όμως μακριά της δεν άντεξε για όλη του τη ζωή αλλά γι’ αυτούς που έμειναν μακριά της από φόβο για τους κινδύνους της ο ποιητής τους απάντησε όταν είπε “Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει”. Το συγκεκριμένο ποίημα τελικώς μεταφέρει το μήνυμα «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει»
Το ποίημα σε αφήγηση του ίδιου του ποιητή θα το ακούσετε στο 31:07-31:54