Δεν είναι ασυνήθιστο το γεγονός πως πολλοί από τους ανήλικους εγκληματίες ξεκίνησαν να παραβαίνουν το νόμο ήδη από πολύ μικρή ηλικία, όπως και αυτήν των 7-10 ετών. Ο βασικότερος παράγοντας αυτής της παραβατικότητας είναι η προβληματική γονεϊκή συμπεριφορά κι αντιμετώπιση, όπως ανεπαρκής διαγωγή και καθοδήγηση, σκληρή και βίαιη ανατροφή. Εκείνοι οι γονείς που χρησιμοποιούν βίαιες μεθόδους αντιμετώπισης καταστάσεων τείνουν να περνούν τη ροπή αυτήν προς τη βία στα παιδιά τους. Μάλιστα, είναι συχνό το θεώρημα πως ο χωρισμός των γονέων μπορεί να οδηγήσει στην επιθετική συμπεριφορά ενός παιδιού.
Στην πραγματικότητα, όμως, δε χρειάζεται οι δύο γονείς να είναι απαραίτητα μαζί, μα ακόμη και εάν η μεταξύ τους σχέση δεν είναι καλά και υγιής, θα πρέπει να τη διαχειριστούν με συνέπεια. Αυτό προϋποθέτει να ξέρουν τι θέλουν από τη σχέση τους, να μην ακολουθούν ένα φαύλο κύκλο επανένωσης και αποχωρισμού και κατά κύριο λόγο, να μην αναθέτουν στο παιδί την επιλογή (πλευρά) του ενός έναντι του άλλου. Μεταξύ άλλων βέβαια, σημαντικό ρόλο φαίνεται πως έχει η χαμηλή νοημοσύνη και η ζωή όπως τη βιώνουν παιδιά σε βίαιες και ανοργάνωτες περιοχές, όπως είναι τα γνωστά ghettos.
Αντικοινωνικό φαινόμενο στην εφηβεία (13-18 ετών): η αντικοινωνική συμπεριφορά εκτείνεται από κανονικά πράγματα, όπως τα ψέματα, έως και ακραία, όπως τα εγκλήματα ληστείας, κακοποίησης/παρενόχλησης και αγριότητα εις βάρος ζώων. Σπάνια, όμως, οι ανήλικοι παραβάτες φυλακίζονται για μια και μόνο παράβαση. Οι τρόποι που παραβαίνουν κάθε φορά το νόμο ποικίλλουν έντονα και η συχνότητα της υποτροπής τους είναι υψηλή. Το 75% θα τελέσουν και δεύτερη παράβαση στα επόμενα δύο χρόνια μετά την αποφυλάκιση τους. Τα περισσότερα και πιο ακραία περιστατικά τελούνται στην ηλικία των 16-17 ετών. Οι κατηγορίες των νεαρών παραβατών είναι διάφορες με τις κυριότερες να είναι δύο: α)εκείνοι των οποίων η εγκληματικότητα ξεκινά από την εφηβεία και ως επί το πλείστον συνεχίζει και στην ενήλικη ζωή και β) εκείνοι των οποίων η εγκληματικότητα είναι προσωρινή και συνήθως περιορίζεται στην εφηβεία.
Οι περισσότεροι παράγοντες επικινδυνότητας κατατάσσονται περισσότερο ως κοινωνικοί παρά ως βιολογικοί. Πιο συγκεκριμένα, έρευνες, όπως αυτήν του Farrington (2011), αποδίδουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη νεανική εγκληματικότητα στους γονείς/οικογένεια και τα πρότυπα αυτών:
-Ίσως να υπάρχει κάποιος γενετικός μηχανισμός, ο οποίος μπορεί να περάσει στο παιδί ως μια εγκληματική προδιάθεση
-Οι γονείς μπορεί να διδάσκουν άμεσα ή έμμεσα εγκληματικές συμπεριφορές στα παιδιά τους.
-Οι γονείς μπορεί να μοιράζονται τους ίδιους περιβαλλοντικούς και άλλους παράγοντες επικινδυνότητας με τα παιδιά τους (όπως, το να ζουν σε μια εγκληματογενή περιοχή)
-Το συγκριτικό ζευγάρωμα μπορεί να σημαίνει πως ρέποντα προς το έγκλημα άτομα παράγουν ένα ρέπον προς στο έγκλημα παιδί.
-Η αστυνομία και το υπόλοιπο σύστημα Ποινικού Δικαίου μπορεί να προκατειλλημένοι για κάποιο λόγο ενάντια στους γονείς και ως αποτέλεσμα, να επεκτείνουν αυτήν τους την προκατάληψη και υποψία προς τα παιδιά εκείνων.
Μια άλλη πιθανότητα είναι το γεγονός πως όταν ένας γονέας, συνήθως ο πατέρας, καταδικαστεί για κάποιο έγκλημα με φυλάκιση και αυτό οδηγεί στην μετέπειτα απουσία οικογενειακού εισοδήματος, το παιδί δε διαθέτει κάποιο νόμιμο τρόπο για να απεγκλωβιστεί από αυτήν την κατάσταση την οποία βιώνει.
Ένα παράξενο εύρημα είναι πως το 1/3 των βιαστώ ενήλικων γυναικών είναι αγόρια κάτω των 18 ετών. Είναι γνωστό, βέβαια, πως οι νεαροί παραβάτες είναι απαραίτητα ανίκανοι ηθικής λογικής. Παρ`όλα αυτά, τα ακραία και βίαια εγκλήματα έχουν χαμηλή συχνότητα (δολοφονία,βιασμός,ξυλοδαρμός), τα συχνότερα αφορούν κυρίως ληστείες-εγκλήματα ιδιοκτησίας και μερική οπλοφορία ή ίσως και κάποιο καβγά του δρόμου.
Τέλος, η ερευνήτρια Yoshikawa αναλύοντας το πόρισμα 40 εκτιμήσεων ερευνών κατέληξε στο ότι συμφωνούν σε συγκεκριμένα κριτήρια παρέμβασης:
-Η παρέμβαση πρέπει να περιλαμβάνει ομάδες παιδιών με το μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν παραβατικότητα ή αντικοινωνική συμπεριφορά. Παιδιά με μικρό βάρος στη γέννα και με χαμηλό οικογενειακό εισόδημα κατατάσσονται σε αυτήν την κατηγορία.
-Η παρέμβαση πρέπει να λαμβάνει μέρος τόσο πριν τη γέννα όσο και στην παιδική ηλικία.
-Οι ερευνητές οφείλουν να μελετήσουν τις επιδράσεις της παρέμβασης στην νεανικής παραβατικότητα ή στους παράγοντες επικινδυνότητας στην μακρόχρονη νεανική παραβατικότητα.
Οι δύο βασικότεροι τρόποι παρέμβασης είναι οι εξής:
-Εκπαιδευτικά προγράμματα που βασίζονται σε παιδιά με εγκαταστάσεις και τμήματα παρόμοια με αυτά των νηπιαγωγείων ή των παιδικών σταθμών.
-Οικογενειακά προγράμματα υποστήριξης βασισμένα στους γονείς που περιλαμβάνουν παρεμβάσεις όπως συχνές κατ`οίκον επισκέψεις από κάποιον ειδικευμένο στην παιδική φροντίδα.
Γενικότερα, όμως, πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας πως το βασικότερο είναι να προλαβαίνουμε καταστάσεις, διότι πάντοτε οι επιπτώσεις κοστίζουν περισσότεροι από αυτές. Αυτό να σημειωθεί πως εννοείται τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, καθώς έχει αποδειχθεί πως το κόστος των εκ των προτέρων παρεμβάσεων είναι πολύ μικρότερο από αυτών των δισεκατομμυρίων που ξοδεύονται στην αντιμετώπιση και διαχείριση του εγκλήματος.
Πηγή:
Howitt,D. (2015). Introduction to forensic and criminal psychology, fifth edition. Pearson Education Limited. Slovakia: Neographia.