Σύμφωνα με έρευνες, το ποσοστό του ανθρώπινου DNA που δύναται να διαφέρει από το αντίστοιχο της φυλής των πιθήκων ανέρχεται μόλις στο 1.2%. Είναι, λοιπόν, αποδεδειγμένη η άρρηκτη σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο οργανισμούς, με τους επιστήμονες να προχωρούν ακόμα παραπέρα τη συσχέτιση των βάσεών τους αυτή, με τη διεξαγωγή πειραμάτων, με απώτερο σκοπό τη μελέτη, αλλά, και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στον πλανήτη για το ανθρώπινο είδος. Έτσι, έχουν διοργανωθεί πολλές απόπειρες, με πρόσφορες ενδείξεις να τις κατακλύζουν. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο συνδυασμός των κακών εκτιμήσεων του ιατρικού επιτελείου με την απροθυμία των πειραματόζωων να συνεργαστούν ήπια απέφερε δυσχερείς συνέπειες. Ένα από τα πιο διάσημα πειράματα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα ήταν αυτό που οργάνωσε ο Harry Harlow, τη δεκαετία του 1950.
Ο Harlow, ήδη καταξιωμένος ψυχολόγος, έχοντας παρακολουθήσει μαθήματα και στο Stanford , με ειδίκευση στις σχέσεις μητέρας-παιδιού, είχε «συνεργαστεί» με μαϊμούδες και παλαιότερα. Η απόφασή του, λοιπόν, δεν έχρηζε ιδιαίτερης δυσκολίας. Χρησιμοποίησε το γένος των Μακάκων της Αφρικής, σε άμεση συσχέτιση με τους ανθρώπους, προκειμένου να συνειδητοποιήσει τη νοοτροπία της ανθρώπινης φύσης, όσον αφορά τη συντροφικότητα και το κοινωνικό της αντίκτυπο. Επιπρόσθετα, αποσκοπούσε στην παρατήρηση των συνεπειών που θα καλλιεργούνταν στο νεογνό τις στιγμές που απομονώνεται και δεν έχει καμιά απολύτως επαφή με τη μητέρα του.
Αρχικά, μόλις 6-12 ώρες μετά τη γέννησή τους, οι συνεργάτες του φρόντισαν να απομακρύνουν τα νεογέννητα από τις μητέρες τους, στο βωμό της επιστήμης και της προόδου. Στη συνέχεια, εγκατέστησε τεχνητές αναπληρώτριες «μητέρες» στο κελί όπου θα τοποθετούσε τις μαϊμούδες, που είχαν το ίδιο μέγεθος και ήταν κατασκευασμένες από σύρμα ή ξύλο, αντίστοιχα. Ο Harlow θεωρούσε ότι το γεγονός πως τα παιδιά δεν είχαν δεθεί ακόμα με τις αληθινές μητέρες τους, εξαιτίας του βίαιου διαχωρισμού τους, θα τα ωθούσε αργά ή γρήγορα στην ανάπτυξη ανάλογων δεσμών με τη ψεύτικη «μητέρα».
Αμφότερες κούκλες θα μπορούσαν να παρέχουν γάλα στα νεογέννητα. Το πείραμα χωρίστηκε σε δύο κύριες κατηγορίες. Στο πρώτο στάδιο, τα νεογέννητα θα κλείνονταν σε ένα ευρύχωρο φρεάτιο, έχοντας μπροστά τους δύο κελιά. Στο ένα ήταν η «μητέρα» κατασκευασμένη από σύρμα, ενώ στο δεύτερο αυτή από ξύλο, που τώρα καλυπτόταν με απαλό στην αφή ύφασμα. Τώρα αυτά θα έπρεπε να αποφασίσουν σε ποιο κελί θα κατευθυνθούν, χωρίς καμία προτροπή από τους παρευρισκόμενους γιατρούς. Στο δεύτερο στάδιο, όμως, οι μαϊμούδες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και τοποθετήθηκαν από τους γιατρούς σε διαφορετικά κελιά η καθεμία, παρά τη θέλησή τους.
Από κάποιο χρονικό όριο και μετά, και αφού τα νεογνά είχαν κατασταλάξει με την απόφασή τους, ο Harlow και το επιτελείο του αποφάσιζαν να τα «απειλήσουν» με τρομακτικές για τα δεδομένα τους κούκλες, για να διαπιστώσουν την ισχύ του δεσμού με την τεχνητή «μητέρα».
Μετά από σωρεία παρατηρήσεων, όσον αφορά το αρχικό στάδιο του εγχειρήματος, η επιστημονική ομάδα κατέληξε στο ότι αυτό που προέχει δεν είναι η παροχή των υλικών αγαθών, όπως το γάλα, αλλά η συναισθηματική έλξη που θα ανερχόταν στην επιφάνεια. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι και η συρμάτινη «μητέρα» τους παρείχε τροφή, οι περισσότερες μαϊμούδες πέρασαν το χρόνο τους με τις ξύλινες, καθώς το απαλό τους ύφασμα τους δημιουργούσε ασφάλεια στις απειλές των γιατρών, κάτι που όξυνε και το μεταξύ τους δέσιμο.
Τα πράγματα είναι πιο σκοτεινά στη δεύτερη φάση του πειράματος, με την αναγκαστική απομόνωση σε ένα κελί που δεν ήταν της αρεσκείας τους. Αν και οι δύο ομάδες κατανάλωσαν τα ίδια ποσοστά γάλακτος, αυτή που παρέμεινε με τη ξύλινη κατασκευή ανέπτυξε πιο ισχυρούς δεσμούς και καλύτερη συμπεριφορά. Όπως προαναφέρθηκε, στις προσπάθειες των γιατρών να τις τρομάξουν, τα μέλη της απλά αγκάλιαζαν τις «μητέρες» μέχρι να ηρεμήσουν, λειτουργώντας σχεδόν ως εξαρτημένα. Τα μέλη της δεύτερης ομάδας, όμως, δεν ήξεραν πως να αντιμετωπίσουν τις απειλές, η συρμάτινη «μητέρα» δεν τους απέπεμπε θαλπωρή και ασφάλεια, με αποτέλεσμα να περιοριστούν φοβισμένα στο χώρο, δίχως ελπίδα για σωτηρία και μην μπορώντας να ανταπεξέλθουν σε ένα τόσο μεγάλο ψυχολογικό σοκ.
Το εν λόγω πείραμα ωφέλησε την μέλλουσα ψυχολογική οπτική της σχέσης μητέρας- παιδιού, καθώς θεωρήθηκε πως συμπεριφορά ανάλογη των Μακάκων θα ανέπτυσσαν και τα ανθρώπινα νεογνά. Μια πολύ σημαντική μελέτη για την επιστήμη, που ωστόσο, όπως είναι λογικό, άφησε πίσω της αναπάντητο το ερώτημα για τα όρια των εκάστοτε πειραμάτων και τη χρήση ζωντανών οργανισμών σε αυτά.