Η σκέψη, δηλαδή ο νους, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στα σωματικά συμπτώματα. Άλλωστε ο νους είναι απαραίτητος στην ανίχνευση μιας ασθένειας, καθώς μέσω αυτού αντιλαμβανόμαστε τα επιμέρους συμπτώματα. Συνήθως δεν είμαστε παρατηρητικοί με το σώμα μας, όταν όμως διαβάζουμε ή ακούμε κάτι σχετικό με τις σωματικές ή συναισθηματικές λειτουργίες μας τείνουμε να προσπαθούμε να ταυτιστούμε με την πληροφορία. Ο ψυχολόγος Jamie Pennebaker ερεύνησε την επίδραση που έχει το να κατευθύνει κανείς την προσοχή του προς το σώμα του (Pennebaker & Lightner, 1980). Εθελοντές άκουσαν μαγνητοφωνημένη την αναπνοή τους καθώς έτρεχαν πάνω στον ιμάντα. Όταν ερωτήθηκαν πως αισθάνθηκαν μετά το τρέξιμο, η ομάδα που εστίασε στην αναπνοή ανέφερε περισσότερα σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλο, ταχυκαρδία και ιδρώτα, από την ομάδα ελέγχου. Έτσι λοιπόν, φαίνεται πως όταν στρέφουμε την προσοχή μας στις σωματικές μας αισθήσεις κατά πάσα πιθανότητα αυτές θα επιδεινωθούν.
Η επίδραση της σκέψης στις σωματικές αισθήσεις
Αυτό δεν ισχύει μονάχα για τις δικές μας αισθήσεις, αλλά και για την εστίαση μας σε αισθήσεις άλλων. Ο Pennebaker (1980) μαγνητοφώνησε τάξεις διδασκαλίας και βρήκε ότι τα άτομα έχουν περισσότερες πιθανότητες να βήξουν όταν ένα άλλο άτομο βήξει – αλλά τέτοια ψυχολογική μεταδοτική επίδραση συμβαίνει περισσότερο στα βαρετά σημεία του μαθήματος. Επομένως, η εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων μπορεί να επηρεαστεί κάλλιστα κι από ψυχολογικούς παράγοντες. Δεν είναι άτοπη, λοιπόν, η φράση “το φτέρνισμα/χασμουρητό είναι μεταδοτικό”.
Είναι σημαντικό να παρατηρήσει κανείς πως τα άτομα που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις σωματικές τους αισθήσεις είναι ως επί το πλείστον αρνητικά, ενώ πολλοί περιγράφονται ως αγχώδεις, καταθλιπτικοί ή στρεσαρισμένοι. Αυτή η αρνητικότητα συνδέεται και με μερικές αγχώδεις διαταραχές, όπως είναι η υποχονδρίαση, η διαταραχή σωματοποίησης ή και η διαταραχή μετατροπής. Σε μια μελέτη που διεξήχθη ανάμεσα σε φοιτητές βρέθηκε ότι η αναφορά των σωματικών συμπτωμάτων σχετιζόταν με τη χρήση της ασπιρίνης, τις επισκέψεις στο κέντρο υγείας και την αντίληψη του εαυτού ως υπέρβαρου – αυτά, βέβαια, σχετίζονταν και με τη βίωση στρεσογόνων γεγονότων όπως ο βιασμός, η σεξουαλική παρενόχληση ή το διαζύγιο των γονέων. Στην πραγματικότητα, απεικονίσεις του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια οδυνηρών γεγονότων αποκάλυψαν ότι ο κογχομετωπιαίος φλοιός, ο σωματοαισθητηριακός φλοιός και ο προμετωπιαίος φλοιός (περιοχές γνωστές για την ανταπόκριση τους στο σωματικό οδυνηρό ερέθισμα) ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι σε όσους ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα πόνου.
Μια κλασική περίπτωση της επίδρασης που έχει ο νους στο σώμα μας είναι η επίδραση του εικονικού φαρμάκου/θεραπείας – μια κλινικά σημαντική ψυχολογική/σωματική αντίδραση σε μια αδρανή θεραπευτική ουσία/διαδικασία. Το κλασικότερο εικονικό φάρμακο είναι το χάπι ζάχαρης, ενώ άλλα είναι οι λευκοπλάστες, οι ενέσεις, τα ζεστά επιθέματα, τα τριψίματα στον αυχένα, οι ομοιοπαθητικές συνταγές κ.α . Για να υπάρξουν αποτελέσματα, ο λήπτης πρέπει να γνωρίζει ότι κάποια θεραπεία βρίσκεται σε εξέλιξη. Η επίδραση της γνώσης είναι πολλές φορές εντυπωσιακά συγκεκριμένη, αφού καθρεφτίζει με λεπτομέρεια τις πεποιθήσεις των ασθενών για τις επιδράσεις του φαρμάκου. Αυτό που κάνουν τα εικονικά φάρμακα – placebo – αποτελεσματικά είναι η πεποίθηση πως έχουν αποτέλεσμα. Στο βιβλίο της Lissa Rankin, Mind over medicine, αναλύονται πολλές περιπτώσεις όπου οι ίδιοι οι ασθενείς θεράπευσαν είτε επιδείνωσαν την κατάσταση τους. Πράγματι, ο ίδιος ο άνθρωπος πολλές φορές μπορεί να αποτρέψει τον εαυτό του από την κατάληξη κάποιας ασθένειας, μέσω της σκέψης.
Πηγή:
Gilbert, D.T., Schacter, D.L., Wegner, D.M. (2012). Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.