Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή (ΓΑΔ) είναι μία διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μόνιμη ανησυχία, που και δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες συνθήκες. Συνήθως ξεκινάει στην εφηβεία ή τις αρχές της ενήλικης ζωής. Συχνά εμφανίζεται μαζί με κατάθλιψη, διαταραχή πανικού και προβλήματα κατάχρησης αλκοόλ (Kring et al., 2007)
Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή είναι αρκετά συχνή. Επιδημιολογικές μελέτες στην Ευρώπη μαρτυρούν μια επικράτηση της ΓΑΔ σε ποσοστό 1,7 ως 3,75 % του γενικού πληθυσμού (Stolerman & Price, 2015). Η ΓΑΔ μειώνει σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργικότητα του ατόμου και χρήζει αντιμετώπισης.
Συμπτωματολογία της ΓΑΔ
Τα άτομα με ΓΑΔ ανησυχούν σε καθημερινή βάση για τα προβλήματά τους. Σε αυτά τα προβλήματα μπορεί να ανήκουν οι οικονομικές ή επαγγελματικές δυσκολίες, τα οικογενειακά προβλήματα, ο εκνευρισμός για μια αργοπορία και, γενικώς, οτιδήποτε μπορεί να ανησυχήσει τους ανθρώπους. Τα άτομα με ΓΑΔ όμως ανησυχούν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι υπόλοιποι άνθρωποι, σε σημείο που καταλήγει συχνά δυσλειτουργικό.
Στη ΓΑΔ το άτομο έχει την τάση να αναμασά τα προβλήματά του και να τα διογκώνει. Εξαιτίας της γνωστικής ανησυχίας, σωματικά συμπτώματα μπορούν να παρουσιαστούν, όπως ταχυκαρδία, μυϊκή ένταση, τρέμουλο στα άκρα, δυσκολία στην αναπνοή, κόπωση, πονοκέφαλος, στομαχικές ενοχλήσεις, μυϊκός πόνος (π.χ. στον αυχένα). Παρουσιάζονται επίσης: μειωμένη συγκέντρωση, νοητική σύγχυση, ευερεθιστότητα, εκνευρισμός, αϋπνία, κατάχρηση αλκοόλ.
Η διάγνωση της ΓΑΔ
Όλοι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με στρεσογόνες καταστάσεις, ωστόσο άτομα με ΓΑΔ ανησυχούν σε μόνιμη βάση, με υπερβολικό τρόπο, ακόμη και όταν δεν υπάρχει πραγματικός λόγος. Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση πρέπει να προέρχεται από κλινικούς ψυχολόγους ή ψυχιάτρους.
Πιθανή αιτιολογία της ΓΑΔ
- Νευροβιολογική ερμηνεία/κληρονομικότητα
Τα ευρήματα των ερευνών δείχνουν πως υπάρχει ένας βαθμός κληρονομικότητας όσον αφορά τις αγχώδεις διαταραχές, και συγκεκριμένα τη ΓΑΔ. Με απλά λόγια, ορισμένα γονίδια μπορεί να κληρονομηθούν και να αυξήσουν την προδιάθεση του ατόμου να εμφανίσει ΓΑΔ, σε συνδυασμό πάντοτε με περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Η προδιάθεση για άγχος αναφέρεται σε ευαισθησία κάποιων δομών του εγκεφάλου, όπως για παράδειγμα της αμυγδάλης. Η αμυγδάλη βρίσκεται στον κροταφικό λοβό και είναι πολύ σημαντική στη μάθηση του φόβου, καθώς αποδίδει στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος συναισθηματική σημασία.
Η ευαισθησία στο άγχος μπορεί να ερμηνευθεί και ως φτωχή λειτουργία του συστήματος GABA. Το σύστημα GABA είναι ένας φυσιολογικός μηχανισμός που αναστέλλει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου, ώστε το άτομο να επανέλθει σε κατάσταση ηρεμίας έπειτα από μια στρεσογόνο εμπειρία. Όταν λοιπόν αυτό δεν λειτουργεί σωστά, μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα άγχους (Kring et al., 2007).
- Ερμηνεία με βάση τη θεωρία της μάθησης
Η ευαισθησία σε εγκεφαλικά συστήματα που σχετίζονται με το άγχος δεν προκύπτει μόνο λόγω κληρονομικότητας, αλλά και λόγω μάθησης. Το άτομο μπορεί να καταλήξει να έχει ευαίσθητη αμυγδάλη ακριβώς επειδή «έμαθε» τον εγκέφαλό του να αντιδρά αγχογόνα. Λόγου χάρη, αν κάποιος αγχώνεται καθημερινά με τις απαιτήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει στη δουλειά του, τότε η αμυγδάλη είναι πιθανόν να καταλήξει να αντιδρά αυτόματα και υπερβολικά στην όψη του γραφείου ή του διευθυντή.
- Γνωστική ερμηνεία
Οι Borcovec και συν. (1998) προτείνουν ότι η ανησυχία αποσπά τα άτομα αυτά από βαθύτερα προβλήματα, δρώντας έτσι ως προστατευτικός μανδύας. Για παράδειγμα, η εμφάνιση Γενικευμένης Αγχώδους Διαταραχής ύστερα από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, μπορεί να αποτελεί μια άμυνα του εαυτού απέναντι στο πένθος και την απελπισία.
Θεραπεία
Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία φαίνεται να είναι αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της ΓΑΔ. Το άτομο, μεταξύ άλλων, εκπαιδεύεται σε τεχνικές γνωσιακής αναδόμησης, που σταδιακά μειώνουν τις αγχογόνες σκέψεις και τις αντικαθιστούν με άλλες, περισσότερο λειτουργικές, καθώς και σε τρόπους διαχείρισης του άγχους, όπως να εστιάζει σε ένα πρόβλημα τη φορά.
Οι έρευνες δείχνουν πως ο συνδυασμός ψυχοθεραπείας μαζί με φαρμακευτική αγωγή μπορεί να αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματικός. Η συνηθέστερη φαρμακευτική θεραπεία είναι τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά -γνωστά και ως SSRIs-, καθότι έχουν τις λιγότερες παρενέργειες. Τα αντικαταθλιπτικά προτιμώνται συχνότερα και επειδή πολλά άτομα με ΓΑΔ αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα κατάθλιψη. Χρησιμοποιούνται, τέλος, αγχολυτικά χάπια, όπως οι βενζοδιαζεπίνες και η βουσπιρόνη, αν και λόγω των παρενεργειών τους, οι ειδικοί συμφωνούν να αποφεύγονται για μεγάλη διάρκεια χρήσης. Για τη φαρμακευτική αγωγή απαιτείται η συμβολή ψυχιάτρου (Kring et al., 2007).
Βιβλιογραφία:
Fricchione, G. (2004). Generalized Anxiety Disorder. The New England Journal of Medicine, 351, 675-682.
Stolerman, I.P., & Price, L.H. (2015). Generalized Anxiety Disorder. Encyclopedia of Psychopharmacology, 699-702.
Kring, A. M., Davison, G. C., Neale, J. M., & Johnson, S. L. (2007). ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ. Αθήνα: Gutenberg, 2010.
Σημείωση: το παρόν άρθρο δεν συνιστά εργαλείο διάγνωσης