Μια από τις σημαντικότερες θεωρίες της σύγχρονης ψυχολογίας είναι η Θεωρία της Προσκόλλησης του John Bowlby. Η συγκεκριμένη θεωρία αναφέρεται στο συναισθηματικό δεσμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και τον κύριο φροντιστή του, συνήθως τη μητέρα. Τι την καθιστά όμως ιδιαιτέρως σημαντική για κάθε άνθρωπο; Το γεγονός πως η φύση της πρώτης και σημαντικότερης σχέσης του ατόμου καθρεφτίζει τις μετέπειτα σχέσεις του, καθορίζει την αυτοεικόνα του και συντελεί στην υγιή συναισθηματική του ανάπτυξη.
Η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου έχει τις ρίζες της στην πρώτη βρεφική ηλικία, όπου, συνηθέστερα η μητέρα, έχει πρωταρχικό ρόλο. Το βρέφος γεννιέται με την έμφυτη ανάγκη ανάπτυξης δεσμού με ένα άτομο, ώστε να αισθανθεί προστατευμένο και ασφαλές. Αυτή η ανάγκη φαίνεται να είναι τόσο μεγάλη για την επιβίωση του βρέφους όσο και η ανάγκη λήψης τροφής. Μέσω αυτού του ιδιαίτερου δεσμού που θα αναπτυχθεί μεταξύ μητέρας -βρέφους, το παιδί τείνει να διαμορφώνει σημαντικά στοιχεία της προσώπικότητας του και να εξελίσσεται στον ενήλικο εαυτό του.
Ο δεσμός αυτός ξεκινά από τη γέννηση και αναπτύσσεται σταδιακά. Αρχικά, το βρέφος έχει στενή επαφή με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, χωρίς να έχει συνείδηση ποιοι το φροντίζουν, αρκεί να του παρέχουν τα απαραίτητα. Στη συνέχεια, μετά την 6η εβδομάδα, το βρέφος τείνει να αναγνωρίζει τα γνώριμα πρόσωπα και να αισθάνεται επιφυλακτικό απέναντι σε αγνώστους.
Ο δεσμός που έχει διαμορφωθεί γίνεται εμφανής από τον 6ο-80 μήνα, όπου το βρέφος αντιδρά τελείως διαφορετικά σε γνωστά και άγνωστα πρόσωπα, προσκολλάται στον κύριο φροντιστή, αισθάνεται δυστυχισμένο και ανασφαλές μακριά του. Η φάση αύτη κορυφώνεται στους 18 μήνες κι αρχίζει να ατονεί στο δεύτερο έτος ζωής. Στην ουσία έχει δημιουργηθεί μια φωλιά, στην οποία το βρέφος αισθάνεται ασφαλές. Μέσα απ’ο αυτήν τη φωλιά το βρέφος αισθάνεται ασφάλεια να εξερευνήσει τον κόσμο και να επιστρέψει σε αυτή μόλις αισθανθεί την ανάγκη.
Το παιδί φαίνεται να μπορεί να κάνει δευτερεύουσες προσκολλήσεις μετά τον χρόνο, όπου η μητέρα είναι παρούσα ώσπου το βρέφος να εμπιστευτεί τον έτερο φροντιστή, ώστε να επιτευχθεί η μετάθεση προσκόλλησης. Μετά τους 24 μήνες το παιδί φαίνεται έτοιμο να απομακρυνθεί από τη φωλιά, εφόσον έχει ικανοποιήσει πλήρως το αίσθημα ασφάλειας, χωρίς να ανησυχεί πως η μητέρα θα εξαφανιστεί. Έχει αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια για να προχωρήσει περαιτέρω: εμπιστοσύνη και ασφάλεια.
Ποια είναι όμως τα είδη των δεσμών;
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Προσκόλλησης, τα είδη χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες:
- ο ασφαλής δεσμός
Αναπτύσσεται όταν ο φροντιστής έχει καλή επικοινωνία με το βρέφος, αντιλαμβάνεται και ικανοποιεί εγκαίρως τις ανάγκες του (τροφή, ύπνος, αγκαλιά, ασφάλεια, παιχνίδι, κ.α.) και υποστηρίζει πλήρως την ανάπτυξη του σε όλους τους τομείς. Το παιδί εμφανίζει ιδιαίτερη ανησυχία, κλαίγοντας συνήθως ασταμάτητα όταν ο κύριος φροντιστής απομακρύνεται/φεύγει από κοντά του. Εμφανίζει το λεγόμενο «άγχος αποχωρισμού». Δεν εμπιστεύεται τον ξένο. Όταν ο γονέας επιστρέφει, το παιδί εκδηλώνεται με εκφράσεις χαράς και ενθουσιασμού, προσκολλάται πάνω του ώστε να βρει παρηγοριά και ανακούφιση. Εκδηλώνει ελεύθερα τα συναισθήματα του. Ο γονέας αποτελεί ασφαλή βάση για το παιδί κι εκείνο εξερευνά καλύτερα το περιβάλλον του. Τα παιδιά αυτά αναπτύσσουν θετική αυτοεικόνα, εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και τους γονείς τους, αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον τους. Αποκτούν καλύτερες κοινωνικές δεξιότητες. Αισθάνονται άξια να αγαπηθούν και να ανταποδώσουν την αγάπη. Κατά την ενηλικίωση τους είναι ανεξάρτητοι, αυτάρκεις, ώριμοι συναισθηματικά, και αναπτύσσουν υγιείς σχέσεις.
- ο δεσμός αποδιοργάνωσης
Το βρέφος αισθάνεται ολοκληρωτική εγκατάλειψη. Αυτός ο τύπος δεσμού εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά των οποίων οι γονείς έχουν υποστεί βίαιη εγκατάλειψη ή κακοποίηση από τους γονείς τους, που είναι ψυχιατρικά περιστατικά, ή έχουν υποστεί τον θάνατο των γονιών τους, κι έτσι και οι ίδιοι είναι ιδιαίτερα μπερδεμένοι και τελείως ασταθείς απέναντι στο βρέφος. Το βρέφος υποφέρει από ανασφάλεια, συνεχές άγχος και έντονο φόβο. Δεν γνωρίζει εαν μπορεί να εμπιστευτεί τον γονέα, κι εκδηλώνει ταυτόχρονα φόβο και ανάγκη για τον γονέα. Εντέλει, το άτομο τείνει να αισθάνεται τελείως ανάξιο, ικανό να προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στους γύρω του. Αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους ως εκδικητικούς, επικίνδυνους κι απρόβλεπτους.
- ο ανασφαλής δεσμός, που χωρίζεται σε δυο υποκατηγορίες:
ο αμφιθυμικός/ αγχώδης δεσμός
Το παιδί παρουσιάζει αμφιθυμική συμπεριφορά σε σχέση με τον γονέα. Εκδηλώνει πότε αδιαφορία, πότε θλίψη στον αποχωρισμό από τον γονέα. Κατά την επιστροφή του μπορεί να εκδηλώσει χαρά ή αδιαφορία. Συχνότερα οι αντιδράσεις του παιδιού συνοδεύονται από θυμό, έντονη διαμαρτυρία, νεύρα. Όταν υπάρχει ο ξένος, το παιδί φαίνεται να θέλει τον γονέα, αλλά και να τον αποφεύγει την ίδια στιγμή. Ο γονέας συχνά έχει την ίδια αμφιθυμική συμπεριφορά προς το παιδί, διακρίνεται από αστάθεια, τόσο ως προς τις αντιδράσεις του, όσο και προς την ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού. Αγνοεί συστηματικά τα σημάδια που του δείχνει το παιδί και είναι γενικότερα απρόβλεπτος ως προς τις αντιδράσεις του. Το βρέφος αισθάνεται πως δεν μπορεί να προβλέψει την αντίδραση του γονέα και δεν τον εμπιστεύεται. Ως παιδιά δεν έχουν αυτοπεποίθηση, εμφανίζουν παρορμητικές αντιδράσεις, θυμό, αρνητικά συναισθήματα. Διεκδικούν τον γονέα με άσχημο, συχνά βίαιο τρόπο. Ως ενήλικες τα παιδιά αυτά αισθάνονται ανάξια αγάπης και φροντίδας, εμπιστεύονται δύσκολα τους άλλους, γίνονται επιθετικοί προς τον σύντροφο, πολύ συχνά αντικοινωνικοί.
ο απορριπτικός/αποφευκτικός δεσμός
Το παιδί παρουσιάζει τάσεις συναισθηματικής, αλλά και φυσικής φυγής από τον γονέα. Δείχνει αδιαφορία τόσο προς την παραμονή του ξένου, όσο και προς την επιστροφή του γονέα. Δε διαφαίνεται άγχος στην απομάκρυνση του γονέα. Το παιδί διατηρεί ουδέτερη και αδιάφορη στάση. Συχνά ο γονέας αντιδρά με φωνές και τιμωρίες. Δεν ανταποκρίνεται άμεσα στις ανάγκες του και απορρίπτει τα συναισθήματα του παιδιού. Ως παιδιά τείνουν να κρύβουν τα συναισθήματά τους, να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των σημαντικών άλλων για να τους ικανοποιήσουν και να ικανοποιηθούν και οι δικές τους ανάγκες, να νιώσουν άξια αγάπης. Ως ενήλικες τείνουν να γίνονται εξαιρετικά ανεξάρτητοι και να αποφεύγουν τις στενές σχέσεις και το συναισθηματικό δέσιμο.
Τα παιδιά με ανασφαλή δεσμό, λοιπόν, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, αισθάνονται ανάξια προσοχής κι αγάπης, την οποία τείνουν να επιζητούν με τους πιο ακατάλληλους τρόπους. Δεν έχουν εμπιστοσύνη, τόσο στον εαυτό τους, όσο και τους γύρω τους. Αισθάνονται συνεχώς ανεπαρκείς, αναπτύσσουν περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες. Γίνονται πιο εύκολα εξαρτώμενα απο τους άλλους όταν τελικά αναπτύξουν σχέση, καθώς πασχίζουν μια ζωή να νιώσουν άξιοι να αγαπηθούν.
Η συναισθηματική ωριμότητα, η ικανότητα ανάπτυξης ασφαλών δεσμών, η εμπιστοσύνη προς τους άλλους, η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθησή μας, λοιπόν, φαίνεται να είναι απόρροια της πρώτης αυτής σχέσης με τον γονέα. Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, πόσο σημαντική είναι η επίτευξη ασφαλούς δεσμού προσκόλλησης από την πρώτη βρεφική ηλικία. Είναι σημαντικό να επιτρέψουμε στο βρέφος να προσκολληθεί πάνω μας ώστε να επιτύχει στη συνέχεια της ζωής του αυτάρκεια και ανεξαρτησία.
Η συνεχής και άμεση ικανοποίηση των αναγκών του βρέφους, η συναισθηματική πληρότητα, η αποδοχή των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων του, η ελευθερία έκφρασης των συναισθημάτων του, μπορεί να απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση και παρουσία του γονέα, θα τον αναμείψουν, όμως, σε βάθος χρόνου, καθώς το παιδί θα αποκτά ολοκληρωμένη και θετική αυτοεικόνα.